Ο γερμανόφωνος ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ (Jakob Philipp Fallmerayer) είναι γνωστός για τις θεωρίες που ανέπτυξε τον 19ο αιώνα, με τις οποίες αμφισβήτησε τη συνέχεια του ελληνισμού, υποστηρίζοντας ότι οι νεοέλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Έλληνες.
Ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1790 στο χωριό Πάιντορφ του Τυρόλου, που τότε ανήκε στην Αυστρία (Μοναρχία των Αψβούργων) και σήμερα στην Ιταλία. Ήταν το έβδομο από τα δέκα παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Με έφεση στα γράμματα και με τη βοήθεια της τοπικής εκκλησίας φοίτησε στην εκκλησιαστική σχολή του Μπρίξεν και στη συνέχεια σπούδασε θεολογία, ανατολικές γλώσσες και ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Ζάλτσμπουργκ.
Το 1813 κατατάχθηκε στο στρατό της Βαυαρίας και πήρε μέρος σε μάχες κατά τη διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων. Μετά την αφυπηρέτησή του δίδαξε λατινικά και ελληνικά στα Λύκεια του Άουξμπουργκ και του Λάντσχουτ στη Βαυαρία. Το 1835 εξελέγη εταίρος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου και το 1848 καθηγητής τής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Από το 1831 έως το 1834 περιηγήθηκε την Αίγυπτο, τη Νουβία (σημερινό Σουδάν), την Παλαιστίνη, τη Συρία, την Κύπρο και την Ελλάδα, στην οποία ήλθε και το 1840. Στο δεύτερο αυτό ταξίδι του επισκέφθηκε την Τραπεζούντα, την Κωνσταντινούπολη, το Άγιον Όρος, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όπου έμεινε για περίπου δέκα μήνες (1842). Επανήλθε στην Αθήνα το 1848, όπου συναντήθηκε με τον βασιλιά Όθωνα.
Την ίδια χρονιά εξελέγη βουλευτής της Βαυαρίας στην Εθνοσυνέλευση της Φραγκφούρτης, στην οποία συμμετείχαν όλα τα γερμανικά κράτη. Ενταγμένος στην αριστερά, διακρίθηκε για τις αντικληρικαλικές και αντιμοναρχικές θέσεις του. Μετά την αποτυχία της Επανάστασης του 1848, απομακρύνθηκε από το πανεπιστήμιο, όπου μόλις είχε εκλεγεί και κατέφυγε στην Ελβετία. Το 1850, μετά τη χορήγηση γενικής αμνηστίας, επέστρεψε στο Μόναχο και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή.
Οι θεωρίες περί μη συνέχειας του Ελληνισμού και ο αντίλογος
Το βιβλίο του «Ιστορία της Χερσονήσου του Μορέως κατά τον Μεσαίωνα» («Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters», 1830-1836). προκάλεσε τον μεγαλύτερο θόρυβο και τις περισσότερες αντιδράσεις, όχι μόνο Ελλήνων, αλλά και ξένων ιστορικών, για τις απόψεις περί ασυνέχειας του ελληνισμού.
«Τα αθάνατα έργα του αρχαίου πνεύματος» έγραφε «και μερικά ερείπια στο πατρικό έδαφος αποτελούν σήμερα τις μόνες μαρτυρίες ότι υπήρξε κάποτε ελληνικός λαός». Και σε άλλο σημείο τόνιζε ότι τα σλαβικά φύλα που εισέβαλαν στην Ελλάδα από τον 6ο έως τον 13ο αιώνα είχαν ως συνέπεια «να μη ρέει ούτε σταγόνα γνησίου και ακράτου ελληνικού αίματος στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας».
Από τους ξένους ιστορικούς τις θέσεις του Φαλμεράιερ αντέκρουσαν ο Σλοβένος γλωσσολόγος Γέρνεϊ Κόπιταρ, ο Βαυαρός φιλόλογος Φρίντριχ Τιρς (εξελληνισμένα Ειρηναίος Θείρσιος), ο σκωτσέζος φιλέλληνας ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ και οι Γερμανοί ιστορικοί Γιόχαν Βίλχελμ Τσινκάιζεν και Καρλ Χοπφ.
Την ανασκευή των επιχειρημάτων του Φαλμεράιερ επιχείρησε από ελληνικής πλευράς πρώτος ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος το 1846, στη μελέτη του «Η ελληνική γνώμη περί του συστήματος του Φαλλμεράυερ» και αποτέλεσε το ερέθισμα για τη συγγραφή του μνημειώδους έργου του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» που ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο 1865-1870.
Ο Φαλμεράιερ σε γενικές γραμμές θεωρείται ένας από τους σπουδαίους διανοούμενους του 19ου αιώνα στον γερμανόφωνο κόσμο. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους εισηγητές των βυζαντινών σπουδών με σημαντικότερο το βιβλίο του «Η ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας» («Geschichte des Kaisertums von Trapezunt» (1827) που θεωρείται κλασικό στο είδος του, όπως και το βιβλίο του «Fragmente aus dem Orient» («Ψηφίδες από την Ανατολή»), ένα από τα σημαντικότερα της γερμανικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.
Ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ πέθανε στις 25 Απριλίου 1861 στο Μόναχο, σε ηλικία 70 ετών.