Η Μπάρμπαρα Στάνγουϊκ (Barbara Stanwyck) ήταν αμερικανίδα ηθοποιός, από τις σημαντικότερες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, με ευρεία ερμηνευτική γκάμα και ιδιαίτερη παρουσία στο φιλμ νουάρ. Έπαιξε σε περισσότερες από 80 ταινίες και διακρίθηκε σε δραματικούς ρόλους, υποδυόμενη γυναίκες ανεξάρτητες, με δυνατή θέληση και πολύπλοκο χαρακτήρα.
Κορυφαίος ρόλος της ήταν αυτός της φαμ-φατάλ στο αριστουργηματικό νουάρ του Μπίλι Γουάιλντερ «Με διπλή ταυτότητα» («Double Identity», 1944). Αν και προτάθηκε τέσσερις φορές για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, δεν το κέρδισε μέχρι το 1982, όταν τιμήθηκε με Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας της.
Η Ρούμπι Κάθριν Στίβενς, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1907 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Έμεινε ουσιαστικά ορφανή από μικρό παιδί, όταν πέθανε η μητέρα της και ο πατέρας της εγκατέλειψε σχεδόν αμέσως την οικογένειά του. Μεγάλωσε από μία μεγαλύτερη αδελφή της και σε μία ανάδοχη οικογένεια. Η σχολική της εκπαίδευσή δεν ξεπέρασε τη β’ γυμνασίου και από 13 ετών άρχισε να εργάζεται.
Στα 15 της ασχολήθηκε με τον χορό. Εργάστηκε σε νυχτερινά κλαμπ και σε περιοδείες με θιάσους του βαριετέ, όπως τα Ziegfeld Follies. Η καριέρα της ως ηθοποιός ξεκίνησε το 1926, όταν επιλέχθηκε να υποδυθεί μια χορεύτρια καμπαρέ στην παράσταση του Μπρόντγουεϊ «The Noose». Με πρόταση του θεατρικού ιμπρεσάριου Ντέιβιντ Μπελάσκο υιοθέτησε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο το όνομα Μπάρμπαρα Στάνγουικ, από τον τίτλο ενός θεατρικού έργου και το επώνυμο της πρωταγωνίστριάς του.
Ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος
Η ερμηνεία της στο θεατρικό «Burlesque» (1927) απέσπασε επαίνους και της απέφερε τον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο στον κινηματογράφο, στη δραματική ταινία «The Locked Door» (1929).
Από τις επόμενες ταινίες, οι πιο γνωστές είναι: «Η μεγάλη περιπέτεια» («Union Pacific», 1939) του Σέσιλ ΝτεΜιλ, «Το χρυσό αγόρι» («Golden Boy», 1939) του Ρούμπεν Μαμούλιαν, «Ο Λαός προστάζει» («Meet John Doe», 1941) του Φρανκ Κάπρα, «Η γυναίκα-πειρασμός» («The Lady Eve», 1941) του Πρέστον Στάρτζες, «Αμαρτωλές γυναίκες» («The Strange Love of Martha Ivers», 1946) του Λούις Μάιλστοουν, «Δεν άξιζε να μ’ αγαπήσεις» («Clash By Night», 1952) του Φριτς Λανγκ και «Ο πύργος των φιλόδοξων» («Executive Suite», 1954) τού Ρόμπερτ Γουάιζ.
Προτάθηκε για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για τις ερμηνείες της στις ταινίες: «Στέλλα Ντάλας» («Stella Dallas», 1937) του Κινγκ Βίντορ, «Ο καθηγητής και η γυμνή χορεύτρια» («Ball of Fire», 1941) του Χάουαρντ Χοκς, «Με διπλή ταυτότητα» («Double Identity», 1944) του Μπίλι Γουάιλντερ και «Στον ίσκιο του δολοφόνου («Sorry Wrong Number», 1948) του Ανατόλ Λίτβακ.
«Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας»
Στη δεκαετία του ‘60 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 εργάστηκε βασικά στην τηλεόραση, ιδιαίτερα στη σειρά γουέστερν «The Big Valley» (1965-1969). Υποδύθηκε μία περήφανη χήρα και δυναμική οικογενειάρχη, που της απέφερε ένα Έμμυ το 1966. Κέρδισε επίσης Έμμυ (1961) για την τηλεοπτική εκπομπή «The Barbara Stanwyck Show» (1960–1961) και ακόμη ένα για το ρόλο της στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» («The Thorn Birds», 1983).
Προσωπική ζωή
Στην προσωπική της ζωή, η Μπάρμπαρα Στάνγουϊκ έκανε δύο γάμους με τους συναδέλφους της Φρανκ Φέι (1928-1936) και Ρόμπερτ Τέιλορ (1939-1952) κι έγινε μητέρα ενός αγοριού από τον πρώτο της γάμο. Η σχέση της με τον κατά 23 χρόνια μικρότερό της ηθοποιό Ρόμπερτ Βάγκνερ (1953-1957) απασχόλησε ιδιαίτερα τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Πιστή οπαδός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και υπέρμαχος του άκρατου φιλελευθερισμού, αντιτάχθηκε στον κρατικό παρεμβατισμό του προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ με το «New Deal», ενώ υποστήριζε την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Βουλής, η οποία, μαζί με την αντίστοιχη επιτροπή του γερουσιαστή Μακάρθι, είχε επιδοθεί σ’ ένα κυνήγι μαγισσών εναντίον των προοδευτικών αμερικανών πολιτών.
Η Μπάρμπαρα Στάνγουικ πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 1990 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 82 ετών.