Η Μαντόνα (Madonna) είναι αμερικανίδα τραγουδίστρια, τραγουδοποιός, ηθοποιός, σκηνοθέτιδα και επιχειρηματίας, η αποκαλούμενη «βασίλισσα της ποπ». Με την τεράστια δημοτικότητά της τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 πέτυχε τέτοια επίπεδα εξουσίας και ελέγχου στη δουλειά της όσο καμία άλλη γυναίκα στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Το 2008 εντάχθηκε στο Πάνθεον του Ροκ εντ Ρολ (Rock and Roll Hall of Fame) και το 2011 το επιδραστικό μουσικό περιοδικό “Rolling Stone” την κατέταξε στη λίστα με τους 100 σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών (36η θέση) και το 2015 στην αντίστοιχη με τους 100 σπουδαιότερους τραγουδοποιούς όλων των εποχών (56η θέση).
Η Μαντόνα Λουίζ Βερόνικα Τσικόνε γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1958 στο Μπέι Σίτι της πολιτείας Μίσιγκαν των ΗΠΑ από πατέρα ιταλικής καταγωγής και μητέρα γαλλοκαναδέζα. Σπούδασε χορό στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και στο χορευτικό συγκρότημα του Άλβιν Έιλι στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, προτού μετακομίσει για λίγο στο Παρίσι για να κάνει φωνητικά στο γάλλο τραγουδιστή της ντίσκο Πατρίκ Ερναντέζ, γνωστό από την παγκόσμια επιτυχία του 1979 «Born to Be Alive».
Οι πρώτες επιτυχίες
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, έπαιξε σε διάφορα συγκροτήματα, προτού υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με τη Sire Records. Η πρώτη της επιτυχία, «Holiday» (1983), έδωσε το μουσικό της στίγμα. Έναν αισιόδοξο κλαμπίστικο ήχο που ενσωμάτωνε πιασάρικα ρεφρέν και στίχους που μιλούσαν για την αγάπη, το σεξ και τις διαπροσωπικές σχέσεις – από την κεφάτη αφέλεια του «True Blue» (1986) και τις ερωτικές φαντασιώσεις του «Justify My Love» (1990) έως την πνευματικότητα των μεταγενέστερων τραγουδιών της, όπως το «Ray of Light» (1998). Η γλυκιά κοριτσίστικη φωνή της, που θεωρήθηκε περιορισμένης εμβέλειας από τους κριτικούς, ήταν πάντως κατάλληλη για τη μελωδική ποπ μουσική της.
Η Μαντόνα ήταν η πρώτη καλλιτέχνιδα που εκμεταλλεύτηκε πλήρως τις δυνατότητες του μουσικού βίντεο. Συνεργάστηκε με κορυφαίους σχεδιαστές (Ζαν-Πολ Γκοτιέ), φωτογράφους (Στίβεν Μάιζελ και Χερμπ Ριτς) και σκηνοθέτες (Μαίρη Λάμπερτ και Ντέιβιντ Φίντσερ), αντλώντας έμπνευση από την αντεργκράουντ κουλτούρα των κλαμπ ή την πρωτοπορία για τη δημιουργία ξεχωριστών ερωτικών και σατιρικών εικόνων – από την ενζενί του «Like a Virgin» (1984) μέχρι την αμφιλεγόμενη κοκκινομάλλα «αμαρτωλή» που φιλάει έναν μαύρο άγιο του «Like a Prayer» (1989).
Μέχρι το 1991 είχε 21 τραγούδια στα δέκα πρώτα των ΗΠΑ και είχε πουλήσει περί τα 70 εκατομμύρια άλμπουμ διεθνώς, που απέφεραν το ποσό των 1,2 δισ. δολαρίων. Αποφασισμένη να ελέγχει η ίδια την εικόνα και την καριέρα της, έγινε επικεφαλής της Maverick, θυγατρικής της Time Warner, που δημιουργήθηκε από τον γίγαντα της ψυχαγωγίας ως μέρος μιας συμφωνίας 60 εκατομμυρίων δολαρίων μαζί της. Η επιτυχία της αυτή ώθησε και άλλες καλλιτέχνιδες ν’ αναλάβουν οι ίδιες τον οικονομικό έλεγχο της δουλειάς τους.
Η κινηματογραφική καριέρα
Το 1992 δημοσίευσε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Sex» – ένα ημιπορνογραφικό βιβλίο, όπως χαρακτηρίστηκε – όπου πρωταγωνιστούσε σε μια σειρά από ερωτικές πόζες. Λίγο αργότερα, η Μαντόνα αποσύρθηκε προσωρινά από τη μουσική για να επικεντρωθεί στην κινηματογραφική της καριέρα που είχε ξεκινήσει με μία δυνατή ερμηνεία στην κωμωδία της Σούζαν Σάιντελμαν «Ψάχνοντας απεγνωσμένα για τη Σούζαν» («Desperately Seeking Susan», 1985).
Χτυπήθηκε από την κριτική για τους ρόλους της στις ταινίες «Οι τυχοδιώκτες της Σαγκάης» («Shanghai Surprise», 1986), όπου πρωταγωνιστούσε με τον πρώτο της σύζυγο Σον Πεν και «Ντικ Τρέισι» («Dick Tracy», 1990), για ν’ ανακάμψει με την ταινία «Στο κρεβάτι με τη Μαντόνα» («Truth or Dare», 1991), ένα ντοκιμαντέρ για μία από τις περιοδείες της και τη δραμεντί της Πένυ Μάρσαλ «Το δικό τους παιγνίδι» («A League of their Own», 1992).
Η μεγάλη της επιτυχία στον κινηματογράφο ήταν το μιούζικαλ του Άλαν Πάρκερ «Εβίτα» («Evita», 1996), όπου υποδυόταν την Εβίτα Περόν. Εκείνη τη χρονιά έγινε για πρώτη φορά μαμά. Γέννησε την κόρη της Λούρδη Μαρία, καρπό του έρωτά της με τον γυμναστή της Κάρλος Λεόν.
Το 1998 η Madonna κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ με νέο υλικό ύστερα από τέσσερα χρόνια, με τίτλο «Ray of Light». Σημείωσε εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία και της χάρισε το πρώτο της Γκράμι ως τραγουδίστρια. Κέρδισε ένα ακόμη Γκράμι την επόμενη χρονιά, για το τραγούδι «Beautiful Stranger», το οποίο έγραψε και ερμήνευσε για την κωμωδία «Austin Powers: Ο κατάσκοπος που με κουτούπωσε» («Austin Powers: The Spy Who Shagged Me», 1999).
Οι πειραματισμοί της με την ελεκτρόνικα συνεχίστηκαν με το «Music» (2000). Το 2005 επέστρεψε στις ρίζες της με το αλμπουμ «Confessions on a Dance Floor», το οποίο πήρε το Γκράμι για το καλύτερο χορευτικό άλμπουμ.
Η προσωπική ζωή
Παρά τον γάμο της με τον ηθοποιό Σον Πεν (1985-1989) κι έναν ακόμη με τον άγγλο σκηνοθέτη Γκάι Ρίτσι (2000- 2008), με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, η Μαντόνα παρέμεινε μία ανεξάρτητη γυναίκα (Υιοθέτησε επίσης αργότερα τέσσερα παιδιά από το Μαλάουι). Ωστόσο, το ανεξάρτητο πνεύμα της δεν την εμπόδισε να επιστρατεύσει γνωστά ονόματα της μουσικής για να τη βοηθήσουν σε συγκεκριμένα έργα της. Στο άλμπουμ «Hard Candy» (2008), σε μία προσπάθειά της να προσεγγίσει το χιπ-χοπ, συνεργάστηκε με τους Τζάστιν Τιμπερλέικ, Τιμπάλαντ και Φάρελ Γουίλιαμς.
Με το άλμπουμ «MDNA» (2012), στο οποίο συμμετείχαν οι ράπερ M.I.A. και Nicki Minaj, συνέχισε ν’ αφομοιώνει με έξυπνο τρόπο τα σύγχρονα μουσικά στιλ. Το άλμπουμ του 2015 «Rebel Heart», σε παραγωγή των Diplo και Κάνιε Γουέστ και τη συμμετοχή των Nicki Minaj και Chance the Rapper, ήταν μια ωδή στην καριέρα της. Το 2019 κυκλοφόρησε το 14ο στούντιο άλμπουμ της, «Madame X», το οποίο εμπνεύστηκε από τη μετακίνησή της το 2017 στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας και περιείχε μουσική επηρεασμένη από τη λατιν ποπ, την αρτ ποπ και το χιπ χοπ.
Εκτός από τους ρόλους της στις ταινίες «The Next Best Thing» (2000) και «Η κυρία και ο ναύτης» («Swept Away», 2002) του Γκάι Ρίτσι, η Μαντόνα ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία. Το 2008 έγραψε και σκηνοθέτησε την κωμωδία «Ηθική και Χυδαιότητα» («Filth and Wisdom», 2008), με ήρωες μία τριάδα αταίριαστων συγκάτοικων στο Λονδίνο και το 2011 το δράμα «W.E.», που αντιπαραβάλει την ερωτική ιστορία της Γουίλις Σίμσον και του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 8ου με τη φανταστική ιστορία μιας γυναίκας στη δεκαετία του ‘90 που ερευνά τη ζωή της Σίμσον.