Ο Ρόμπερτ Ντιβάλ (Robert Duvall) είναι αμερικανός ηθοποιός, γνωστός για την ικανότητά του να ενσαρκώνει πειστικά καθημερινούς ανθρώπους. Με τα λόγια της αμερικανίδας κριτικού Ιλέιν Μαντσίνι, είναι «ο πιο καταρτισμένος, ο πιο ευέλικτος και ο πιο πειστικός ηθοποιός της μεγάλης οθόνης στις Ηνωμένες Πολιτείες». Από τους αγαπημένους ηθοποιούς της Ακαδημίας, έχει προταθεί επτά φορές για Όσκαρ, μία από τις οποίες του απέφερε το πολυπόθητο επίχρυσο αγαλματάκι.
Γιος ναυάρχου, ο Ρόμπερτ Ντιβάλ γεννήθηκε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας στις 5 Ιανουαρίου 1931. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο υπηρέτησε για δύο χρόνια στο στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας. Στα χρόνια που ακολούθησαν σπούδασε υποκριτική στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ.
«Σκιές και Σιωπή», «M*A*S*H» και «Ο Νονός»
To 1962 συστήθηκε στο κοινό τού κινηματογράφου με ένα μικρό αλλά αξέχαστο ρόλο στη δραματική ταινία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν «Σκιές και Σιωπή» («To Kill a Mongbird»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Χάρπερ Λι. Τα επόμενα χρόνια, συνέχισε να εμφανίζεται σε μικρούς ρόλους στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.
Το ταλέντο του τον οδήγησε σε σπουδαίους δεύτερους ρόλους, όπως του καταπιεσμένου και αυτάρεσκου ταγματάρχη Φρανκ Μπερνς στην αντιπολεμική σάτιρα του Ρόμπερτ Άλτμαν «M*A*S*H» (1970) και του δικηγόρου της Μαφίας στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο Νονός» («The Godfather», 1972), για τον οποίο ήταν υποψήφιος για Όσκαρ και στη συνέχειά του «Ο Νονός Νο2» («The Godfather, Part II», 1974).
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ο Ντιβάλ έλαβε δύο επιπλέον υποψηφιότητες για ρόλους στρατιωτικών. Ο ένας ήταν ο αντισυνταγματάρχης Κίλγκορ του πολεμικού έπους του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα» («Apocalypsis Now!», 1979), που μπορεί να αγαπούσε «τη μυρωδιά του ναπάλμ το πρωί», αλλά ήταν συμπονετικός με τους στρατιώτες του. Από την άλλη, ο πεζοναύτης Μπουλ Μίτσαμ της ταινίας «Ο Κληρονόμος της Βίας» («The Great Santini», 1980) ήταν ένας πολεμιστής χωρίς πόλεμο, που καταπίεζε την οικογένειά του.
Το βραβείο Οσκαρ
Το 1983 υποδύθηκε ένα ξεπεσμένο αστέρι της κάντρι μουσικής στην ταινία του Μπρους Μπέρεσφορντ «Τρυφερές Σχέσεις» («Tender Mercies», 1983) και τιμήθηκε με Όσκαρ για την ερμηνεία του. Για τις ανάγκες του ρόλου του έγραψε και ερμήνευσε δικά του τραγούδια, φανερώνοντας μία άλλη πτυχή του ταλέντου του. Η δεκαετία του ‘80 ολοκληρώθηκε για τον Ντιβάλ με επαίνους για την ερμηνεία του στο μίνι σίριαλ «Lonesome Dove» (1989).
Η δεκαετία του ‘90 περιλάμβανε επιτυχημένες ταινίες, όπως οι «Μέρες Κεραυνού» («Days of Thunder», 1990), «Φαινόμενο» («Phenomenon», 1996) και «Οικογενειακό Μυστικό» («A Family Thing», 1996). Το 1997 έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Ο Απόστολος» («The Apostle»). Για το ρόλο τού περιπλανώμενου ιεροκήρυκα ήταν υποψήφιος για Όσκαρ, όπως και για την ερμηνεία του στο νομικό δράμα «Ο Κατήγορος» («A Civil Action», 1998).
Το 2002 επέστρεψε στη σκηνοθεσία με την ταινία «Assassination Tango», στην οποίο έπαιξε έναν εκτελεστή, που ενώ βρίσκεται σε αποστολή, ενδιαφέρεται για το ταγκό. Τον επόμενο χρόνο υποδύθηκε τον στρατηγό των Νοτίων Ρόμπερτ Λι στο πολεμικό δράμα «Θεοί και Στρατηγοί» («Gods and Generals») κι έναν πλούσιο εκκεντρικό γέρο που αναλαμβάνει την κηδεμονία του νεαρού ανιψιού του στην ταινία «Λιοντάρι από δεύτερο χέρι» («Secondhand Lions»). Το 2006 κέρδισε Έμμυ για το ρόλο του «Broken Trail», ένα αναθεωρητικό γουέστερν σε μορφή μίνι σίριαλ. Υποδυόταν ένα ιδιοκτήτη ράντσου που διασώζει πέντε κινεζούλες που είχαν πωληθεί σε πορνεία.
Νέα υποψηφιότητα για Όσκαρ
Αφού έπαιξε δεύτερους ρόλους σε ταινίες όπως «Η νύχτα μας ανήκει» («We Own the Night», 2007), «Χριστούγεννα στα Τέσσερα» («Four Christmases», 2008) και «Crazy Heart», 2009), ο Ντιβάλ πρωταγωνίστησε στη μαύρη κωμωδία «Get Low» (2009). Αργότερα υποδύθηκε ένα μυαλωμένο ράντσερ στο αθλητικό δράμα «Seven Days in Utopia» (2011), με θέμα το γκολφ, έναν ιδιοκτήτη σκοπευτηρίου στην ταινία δράσης «Jack Reacher» (2012) κι ένα δικαστή που κατηγορείται για ανθρωποκτονία στο νομικό δράμα «Ο Δικαστής» («The Judge», 2014). Για την ερμηνεία του κέρδισε μία ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ. Οι μεταγενέστερες ταινίες του περιελάμβαναν το δράμα «Παγιδευμένος» («Wild Horses», 2015), το οποίο σκηνοθέτησε και το θρίλερ του Στιβ ΜακΚουίν «Widows» (2018).