Ο Ντένις Χόπερ ήταν αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ένα από τα σύμβολα του κινήματος της αμφισβήτησης την δεκαετία του ‘60 στις ΗΠΑ και στη συνέχεια ένας από τους σημαντικότερους καρατερίστες του Χόλιγουντ. Έγινε ευρέως γνωστός το 1969, όταν σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην ψυχεδελική ταινία δρόμου «Ξένοιαστος Καβαλάρης».
Ο Ντένις Λι Χόπερ (Dennis Lee Hopper) γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1936 στο Ντοτζ Σίτυ της πολιτείας του Κάνσας. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, όπου ξεκίνησε να παίζει σε τοπικές θεατρικές σκηνές. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο μετακινήθηκε στο Λος Άντζελες και υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την κινηματογραφική εταιρεία Warner Bros.
Γρήγορα εξασφάλισε ένα σημαντικό ρόλο στην ταινία του Νίκολας Ρέι «Επαναστάτης χωρίς αιτία» (Rebel Without a Cause, 1955), δίπλα στον Τζέιμς Ντιν και τη Νάταλι Γουντ. Παρά το δύστροπο και συγκρουσιακό χαρακτήρα του, εξασφάλισε ακόμη δύο σημαντικούς ρόλους στις ταινίες «Ο Γίγαντας» (The Gian», 1956) του Τζορτζ Στίβενς και «Ο Κυρίαρχος της Γης» (The Story of Mankind, 1957), προτού αποπεμφθεί από την Warner τον επόμενο χρόνο. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου φοίτησε στο περίφημο Actors Studio.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60, ο Ντένις Χόπερ εμφανίστηκε σε μικρούς ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές, αλλά και σε κινηματογραφικά έργα κυμαινόμενης ποιότητας, από ταινίες τρόμου δεύτερης διαλογής, όπως το «Night Tide» (1961) μέχρι το αστυνομικό δράμα του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ «Ο Μεγάλος Δραπέτης» (Cool Hand Luke, 1967), με πρωταγωνιστή τον Πολ Νιούμαν.
Η μεγάλη στιγμή της καριέρας του ήρθε με την ψυχεδελική ταινία δρόμου «Ξένοιαστος Καβαλλάρης» (Easy Rider, 1969), την οποία σκηνοθέτησε, έγραψε το σενάριο μαζί με τον Πίτερ Φόντα και τον Τέρι Σάουθερν, και πρωταγωνίστησε μαζί με τον Πίτερ Φόντα και τον άγνωστο τότε Τζακ Νίκολσον. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, οι Χόπερ και Φόντα ήρθαν σε μεγάλη ρήξη και οι σχέσεις τους δεν βελτιώθηκαν ποτέ. O Χόπερ κέρδισε ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες του αμερικανικού σινεμά, που σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για το Χόλιγουντ.
Για πολλά χρόνια, ο Ντένις Χόπερ δεν μπορούσε να εξαργυρώσει την επιτυχία του σε ρόλους, μέχρι που η συμμετοχή του στο επικό πολεμικό δράμα του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα» (1979) τον έφερε και πάλι στο προσκήνιο. Το 1983, έχοντας απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, εμφανίστηκε στο κοινωνικό δράμα του Κόπολα «Ο Αταίριαστος» (Rumble Fish) και το κατασκοπικό θρίλερ του Σαμ Πέκινπα «Όστερμαν, το 48ωρο των κατασκόπων» (The Osterman Weekend).
Το 1986 έλαβε την αναγνώριση των κριτικών για την ερμηνία του του στην ταινία μυστηρίου του Ντέιβιντ Λιντς «Μπλε Βελούδο» (Blue Velvet) και στο αθλητικό δράμα του Ντέιβιντ Άνσπο «Πάθος για Μπάσκετ» (Hoosiers), που του εξασφάλισε μία υποψηφιότητα για το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου.
Το 1991 ήταν υποψήφιος για Έμμυ για το ρόλο του στην τηλεταινία «Paris Trout», στην οποία υποδύθηκε ένα αμετανόητο ρατσιστή του αμερικανικού νότου. Το 2002 εμφανίστηκε στο ρόλο ενός σέρβου εγκληματία πολέμου στην πολυβραβευμένη τηλεοπτική σειρά «24» και αργότερα στο ρόλο ενός μουσικού παραγωγού στο σίριαλ «Crash» (2008–2009).
Ο Χόπερ, εκτός από τον κινηματογράφο ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Το 2001 πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του στο Μουσείο της Πόλης του Άμστερνταμ. Κολακευμένος από την τιμή που του έγινε, είχε δηλώσει: «Είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχει συμβεί στην καριέρα μου, ακόμα και από τη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του “Ξένοιαστου Καβαλλάρη”. Με τιμά το γεγονός ότι πραγματοποιείται έκθεση με έργα μου, εάν σκεφτεί κανείς ότι μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Σεζάν ή ο Βαν Γκογκ, ποτέ δεν είδαν τα έργα τους να εκτίθενται σε ρετροσπεκτίβα προς τιμήν τους». Ο Χόπερ ασχολούνταν με τη ζωγραφική από τη δεκαετία του ‘50 και παραδέχεται ότι τα περισσότερα έργα του τα φιλοτέχνησε υπό την επήρεια κοκαΐνης.
Ο Ντένις Χόπερ πέθανε στις 29 Μαΐου 2010 στο Λος Άντζελες, εξαιτίας επιπλοκών από τον καρκίνο του προστάτη από τον οποίο υπέφερε. Είχε παντρευτεί πέντε φορές, ενώ απέκτησε τέσσερα παιδιά και δύο εγγόνια.