Ο Πανουργιάς ήταν κλεφταρματολός των Σαλώνων (Άμφισσας) και αγωνιστής του 1821. Συμμετείχε στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ως πολιτικός στις Εθνοσυνελεύσεις εκπροσωπώντας την πατρίδα του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο, «είχε τα χαρίσματα των λαμπροτέρων αρματολών της Ρούμελης, χωρίς τα ελαττώματά τους. Ήταν γενναίος, ευφυής, αγνός, με ηγετικά προσόντα. Με επιβλητικό παράστημα, με ωραίο κεφάλι και αυστηρή έκφραση, οξύνους και ετοιμόλογος, ήταν γεννημένος να διοικεί».
Ο Πανουργιάς γεννήθηκε το 1759 στο χωριό Δρέμισα (από το 1928 Πανουργιάς) της Φωκίδας και ήταν γιος του βοσκού Δημητρίου Ξηρού ή Ξεροδημήτρη, με καταγωγή από τον Άγιο Γεώργιο Παρνασσίδας. Το όνομά του Πανουργιάς οφείλεται σε παρανόηση. Ο νονός του ευρισκόμενος σε σύγχυση νόμιζε ότι ήταν κορίτσι και τον βάφτισε Πανωραία. Ο πατέρας του από ευσέβεια αρνήθηκε να τού αλλάξει το όνομα, το οποίο μετέτρεψε σε αρσενικό, Πανώριας, και κατά παραφθορά Πανουργιάς. Αργότερα το υιοθέτησε και ως επίθετο και υπέγραφε ως Πανουργιάς Δ. Πανουργιάς.
Στα εφηβικά του έγινε κλέφτης, είτε λόγω μιας ερωτικής περιπέτειας, είτε επειδή σκότωσε δύο μπέηδες της περιοχής. Αργότερα, το 1813, ο Αλή Πασάς εκτιμώντας τις ικανότητές του τον διόρισε αρματολό στα Σάλωνα. Όταν όμως αντικαταστάθηκε έγινε και πάλι κλέφτης και τότε ο Αλή έστειλε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο για να τον καταδιώξει. Ο Ανδρούτσος συνέλαβε την οικογένειά του, οπότε αναγκάστηκε και ο Πανουργιάς να παραδοθεί και στη συνέχεια να σταλεί στα Γιάννινα (1817). Με μεσολάβηση του Ανδρούτσου δεν τιμωρήθηκε, αλλά έμεινε υπό επιτήρηση έως το 1820, οπότε ο Αλή πασάς αποστάτησε από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’.
Όταν τα στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά πολιόρκησαν τα Γιάννινα, ο Πανουργιάς διέφυγε στην πατρίδα του και πήρε πάλι το αρματολίκι των Σάλωνων. Μάλιστα, οργάνωσε σώμα από 60 ενόπλους με πειθαρχία και ομοιόμορφη εμφάνιση, με πρωτοπαλίκαρα τον Γιάννη Γκούρα, τον Θανάση Μανίκα και Παπαντρέα Κουκοβιστιανό.
Στις 30 Ιανουαρίου 1821, έχοντας μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, πήρε μέρος στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Ρούμελης, που έγινε στη Λευκάδα με σκοπό την προετοιμασία της εξέγερσης. Στις 24 Μαρτίου, όταν πληροφορήθηκε για τις πρώτες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο, κάλεσε τους προκρίτους της περιοχής στη Μονή του Προφήτη Ηλία, κοντά στα Σάλωνα και αποφάσισαν μαζί την κήρυξη της Επανάστασης. Στις 27 Μαρτίου μπήκε με το σώμα του στην πόλη και μετά από σύντομη μάχη υποχρέωσε τους Τούρκους να καταφύγουν στο κάστρο των Σαλώνων και να παραδοθούν τελικά στις 10 Απριλίου.
Στη συνέχεια συνέπραξε με τον Αθανάσιο Διάκο στην απόκρουση του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και πολέμησε στη Μάχη της Χαλκομάτας (23 Απριλίου 1821), όπου έπεσε η ηρωικά μαχόμενος ο Σαλώνων Ησαΐας και ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά. Μετά την ήττα των ελληνικών δυνάμεων την ίδια ημέρα στη Μάχη της Αλαμάνας και τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανασίου Διάκου, ο Πανουργιάς ακολούθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς για να εμποδίσουν την προέλαση του Ομέρ Βρυώνη.
Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και βρισκόταν σε ανοικτό πεδίο. Τελικά αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μία οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Εκ του αποτελέσματος, ο Ανδρούτσος δικαιώθηκε, καθώς πριν από την ιστορική μάχη της 8ης Μαΐου 1821, ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης με τους άνδρες τους δέχτηκαν επίθεση από τον τουρκικό στρατό και διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές.
Τον Σεπτέμβριο του 1821, ο Πανουργιάς προσπάθησε να αποτρέψει την καταστροφή του Γαλαξιδίου από τους Τούρκους, αλλά την κρίσιμη στιγμή οι άνδρες του τρομοκρατημένοι από τον σφοδρό κανονιοβολισμό του τουρκικού ναυτικού αποχώρησαν, με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση και πανικός μεταξύ του άμαχου πληθυσμού. Το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι αποβίβασαν δυνάμεις στη στεριά και το Γαλαξίδι να παραδόθηκε στις φλόγες. Τον Νοέμβριο του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση των Σαλώνων που αποσκοπούσε στην πολιτική οργάνωση της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας με τη δημιουργία του θνησιγενούς Αρείου Πάγου.
Τον επόμενο χρόνο, ο Πανουργιάς συνέπραξε στη διακοπή του εφοδιασμού της στρατιάς του Δράμαλη, συντελώντας έτσι στην καταστροφή του που επακολούθησε στα Δερβενάκια. Τον Ιανουάριο του 1822, ευρισκόμενος στην Κόρινθο, πληροφορήθηκε ότι οι πολιορκούμενοι Τούρκοι στον Ακροκόρινθο ζήτησαν να παραδοθούν σ’ αυτόν. Η σκηνή της παράδοσης απαθανατίστηκε στον πίνακα του Πέτερ φον Ες «Ο Πανουργιάς κυριεύων τον Ακροκόρινθον» που κοσμούσε το ανάκτορο του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα και σήμερα εκτίθεται στην Πινακοθήκη του Μονάχου.
Ο Πανουργιάς εκπροσώπησε την ιδιαίτερη πατρίδα του στις Εθνοσυνελεύσεις, ενώ πολιτικά ήταν αντίπαλος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και πίστευε ότι ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος έπρεπε να επικρατεί η παράταξη των «στρατιωτικών». Ο ίδιος, από το 1823, είχε αποσυρθεί από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τον αντικατέστησε ο γιος του Νάκος (Ιωάννης) Πανουργιάς. Μετά την πτώση τού Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826 και τον προσωρινό τερματισμό της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, αποσύρθηκε στην Κέρκυρα για λίγο διάστημα.
Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στα Σάλωνα, όπου πέθανε στις 3 Αυγούστου 1834, σε ηλικία 75 ετών.