Ο Βιτόριο Γκάσμαν (Vittorio Gassman) ήταν ιταλός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, από τους πλέον προικισμένους της γενιάς του. Συνεργάστηκε με τους μετρ της ιταλικής κωμωδίας Μάριο Μονιτσέλι και Ντίνο Ρίζι σε αξιομνημόνευτους ρόλους.
Αξεπέραστη θεωρείται η ερμηνεία του στη δραματική κωμωδία του Ντίνο Ρίζι «Άρωμα Γυναίκας» («Profumo di donne», 1974), αν και με το ρόλο του δύστροπου τυφλού στρατιωτικού αναμετρήθηκε με επιτυχία ο Αλ Πατσίνο στο ριμέικ της ταινίας από τον Μάρτιν Μπρεστ το 1992 και μάλιστα το 1993 κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ.
Ο Βιτόριο Γκάσμαν γεννήθηκε στη Γένοβα την 1η Σεπτεμβρίου 1922 από πατέρα Γερμανό, τον μηχανικό Χάινριχ Γκάσμαν και Εβραία μητέρα, τη Λουίζα Αμπρόν. Αφού απέρριψε την επιθυμία των γονιών να σπουδάσει νομικά, φοίτησε στην Εθνική Δραματική Σχολή «Λουίτζι ντ’ Αμίκο» της Ρώμης και πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1942, πρώτα στο Μιλάνο και στη συνέχεια στη Ρώμη.
Ερμήνευσε πολλούς και σημαντικούς ρόλους (κυρίως υπό τη διεύθυνση του Λουκίνο Βισκόντι), που τον έκαναν πολύ σύντομα έναν από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της Ιταλίας.
Η πρώτη επιτυχία στον κινηματογράφο
Το 1952 συγκρότησε δικό του θίασο, το Ιταλικό Θέατρο Τέχνης, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και δραματουργό Λουίτζι Σκουαρτσίνα. Το ευρύτατο ρεπερτόριό του περιλάμβανε έργα των πιο διαφορετικών συγγραφέων, από Αισχύλο, Σενέκα, και Σέξπιρ, μέχρι Δουμά, Ίψεν, Ούγκο Μπέτι, Τένεσι Ουίλιαμς και Ανούιγ.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο ήρθε το 1949 με το ρόλο του στο νεορεαλιστικό δράμα του Τζουζέπε ντε Σάντις «Πόθοι στους Βάλτους» («Riso Amaro»), με συμπρωταγωνίστρια τη Σιλβάνα Μάγκανο. Ακολούθησαν και άλλοι σπουδαίοι ρόλοι στις ταινίες «Πόλεμος και Ειρήνη» («War and Peace», 1956) σε σκηνοθεσία Κινγκ Βίντορ, «Ο κλέψας του κλέψαντος» («Soliti Ignoti», 1958) του Μάριο Μονιτσέλι, «Ο Μεγάλος Πόλεμος» («La Grande Guerra», 1959) του Μάριο Μονιτσέλι, «Ο Φανφαρόνος» («II Sorpasso», 1962) του Ντίνο Ρίζι, «Ο Μπρανκαλεόνε στις σταυροφορίες» («L’Armata Brancaleone», 1966) του Μάριο Μονιτσέλι, «Μοντέρνα Τέρατα» («I Nuovi Mostri», 1977) και «Η Ταράτσα» («La Terrazza», 1980) σε σκηνοθεσία Έτορε Σκόλα.
Ψηλός, με αθλητικό παράστημα, ψηλό μέτωπο, κατάμαυρα μαλλιά και εκφραστικά μαύρα μάτια, ο Βιτόριο Γκάσμαν με το αρχοντικό του στιλ ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στον γυναικόκοσμο της Ιταλίας. Ήταν ένας σύγχρονος Καζανόβας που συναγωνιζόταν τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι σε κατακτήσεις. Το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει οι συμπατριώτες του ήταν «Ο Αττίλας του Φεγγαρόφωτου».
Προσωπική ζωή
Το 1944 ο Γκάσμαν παντρεύτηκε τη συμπρωταγωνίστριά του στο θέατρο Νόρα Ρίτσι, με την οποία απέκτησε μία κόρη. Το 1952 μπήκε στη ζωή του η αμερικανίδα ηθοποιός Σέλεϊ Γουίντερς, η οποία παραθέριζε στη Ρώμη με τον αρραβωνιαστικό της Φάρλεϊ Γκρέιντζερ.
Ο Γκάσμαν χώρισε τη Ρίτσι και παντρεύτηκε την αμερικανίδα σταρ, με την οποία απέκτησε μία κόρη, προτού πάρουν διαζύγιο δύο χρόνια αργότερα. Αιτία του χωρισμού τους, η σχέση του με τη νεαρή ηθοποιό Άννα Μαρία Φερέρο, η οποία υποδυόταν την Οφήλια στην παράσταση του «Άμλετ», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο ίδιος.
Το 1972 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με την ηθοποιό Ντιλέτα Ντ’ Αντρέα, με την οποία απέκτησε ένα γιο. Ενδιάμεσα είχε αποκτήσει ακόμη ένα γιο από τη σχέση του με τη γαλλίδα ηθοποιό Ζιλιέτ Μενιέλ.
Ο Βιτόριο Γκάσμαν πέθανε στο σπίτι του στη Ρώμη στις 29 Ιουνίου 2000, σε ηλικία 77 ετών. Το μοιραίο συνέβη στη διάρκεια του ύπνου του και οφειλόταν σε καρδιακή προσβολή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο σπουδαίος ηθοποιός και μέγας καρδιοκατακτητής υπέφερε από διπολική διαταραχή.