Αμφιλεγόμενος και πολυσυζητημένος αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, βραβευμένος με Όσκαρ το 1979 για την ταινία του «Ο Ελαφοκυνηγός», με θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ανήκε στη γενιά των σκηνοθετών της δεκαετίας του ‘70, που ανανέωσαν τον αμερικανικό κινηματογράφο (Κόπολα, Σκορσέζε, Άλεν, Μπογκντάνοβιτς, Λούκας, Σπίλμπεργκ).
Ο ιταλικής καταγωγής Μάικλ Τσιμίνο γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1939 στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του ήταν εκδότης μουσικών έργων και η μητέρα του στιλίστρια. Ο ίδιος σπούδασε ζωγραφική και ιστορία της τέχνης στα πανεπιστήμια Μίτσιγκαν και Γέιλ, προτού ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία τηλεοπτικών διαφημίσεων.
Το 1971 εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες και άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες, όπως «Περιπέτεια στο διάστημα» («Silent Running», 1972) και «Ένα Μάγκνουμ για τον επιθεωρητή Κάλαχαν» («Magnum Force», 1973) με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ. Το 1974 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία με τίτλο «Η Μεγάλη ληστεία της Μοντάνα» («Thunderbolt and Lightfoot»), με πρωταγωνιστές τον Τζεφ Μπρίτζες και τον Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος έκανε και την παραγωγή της ταινίας.
Η μεγάλη επιτυχία για τον Τσιμίνο ήλθε το 1978 με το επικό πολεμικό δράμα «Ο Ελαφοκυνηγός» («The Deer Hunter»), με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Κρίστοφερ Γουόκεν, Τζον Σάβατζ και Μέριλ Στριπ. Η ταινία έδειχνε για πρώτη φορά τη φρίκη του πολέμου του Βιετνάμ, μέσα από την ιστορία τριών φίλων, που καλούνται να υπηρετήσουν τη θητεία τους στον αμερικανικό στρατό και αποστέλλονται στο μέτωπο. Περιείχε σκηνές ωμής βίας που σόκαραν την αμερικανική κοινή γνώμη, όπως η σκηνή της εξολόθρευσης ενός βιετναμικού χωριού ή η σκηνή, όπου οι βιετκόνγκ (βορειοβιετναμέζοι κομμουνιστές) στοιχηματίζουν παίζοντας ρώσικη ρουλέτα με αμερικανούς αιχμαλώτους. Η ταινία δίχασε την κριτική, μερίδα της οποίας την κατηγόρησε ως μιλιταριστική, αντιδραστική και συκοφαντική για τους βιετκόνγκ. Πάντως, η «Ακαδημία» την τίμησε με πέντε Όσκαρ. Ένα από αυτά ήταν της σκηνοθεσίας για τον Μάικλ Τσιμίνο.
Ο σκηνοθέτης, θέλοντας να αποτινάξει από πάνω του το στίγμα του «εθνικιστή» και του δεξιού, «γύρισε» δύο χρόνια αργότερα μία άλλη επική ταινία με τίτλο «Η Πύλη της Δύσεως» («Heaven's Gate»), με πρωταγωνιστές τους Κρις Κριστόφερσον, Κρίστοφερ Γουόκεν, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Τζεφ Μπρίτζες και Τζον Χαρτ. Ήταν μία τοιχογραφία της Αμερικής του 19ου αιώνα, που παρουσιάζει την κατάκτηση της Δύσης ως μία σκληρή ταξική αναμέτρηση που ανατρέπει εκ βάθρων τον ρομαντικό μύθο των πιονιέρων. Η κινηματογραφική εταιρεία United Artists τού εξασφάλισε ένα υψηλό προϋπολογισμό, αλλά η ταινία σημείωσε παταγώδη αποτυχία. Η εταιρεία χρεοκόπησε και ο Τσιμίνο αποβλήθηκε από το κινηματογραφικό κύκλωμα.
Χρειάστηκε να περιμένει πέντε χρόνια, προτού επιστρέψει στις επιτυχίες το 1985 με τη «Χρονιά του Δράκου» («Year of the Dragon») με θέμα την κινεζική μαφία, αλλά η κοινότητα των Ασιατών τον κατηγόρησε για ρατσισμό. Ακολούθησαν τρεις εμπορικές αποτυχίες: «Ο Σικελός» («The Sicilian», 1987), «Ώρες Αγωνίας» («Desperate Hours», 1990) και «The Sunchaser» («Ο Κυνηγός του Ήλιου»), που υπήρξε η τελευταία ολοκληρωμένη ταινία του το 1996.
Ο Μάικλ Τσιμίνο βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνιας, στις 2 Ιουλίου 2016. Υπήρξε ένας από τους πιο πολυσυζητημένους αμερικανούς σκηνοθέτες. Η κριτική και συνάδελφοί του αναγνώριζαν την πλούσια καλλιτεχνική φλέβα και το γνήσιο κινηματογραφικό του ταλέντο, αλλά από την άλλη σημείωναν τον μεγαλομανή και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του.