Το ακορντεόν είναι ένα αερόφωνο μουσικό όργανο που κυριαρχεί στη λαϊκή μουσική, αλλά έχει επιδράσει και σε μουσικά είδη όπως η ποπ, η τζαζ, η φολκ και η κλασική μουσική. Στις 23 Μαΐου 1829, ο αυστριακός κατασκευαστής μουσικών οργάνων Σίριλ Ντεμιάν (1772-1847) κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το όργανο και το ονόμασε ακορντεόν. Η ονομασία προέρχεται από τη γερμανική λέξη «akkord» (χορδή).
Το ακορντεόν δημιουργεί ήχο καθώς το φυσερό του διαστέλλεται και συστέλλεται. Είναι ένα όργανο με ελεύθερα γλωσσίδια, που σημαίνει ότι η ροή του αέρα δονεί τα γλωσσίδια στο εσωτερικό του για να δημιουργήσει ήχο. Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, το όργανο άρχισε να γίνεται δημοφιλές στους λαϊκούς μουσικούς ανά την Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι κατασκευαστές να αυξάνουν την παραγωγή του και να βελτιώνουν την απόδοσή του με διάφορες καινοτομίες.
Τα πρώιμα ακορντεόν είχαν κουμπιά μόνο στη μία πλευρά και κάθε ένα από αυτά τα κουμπιά δημιουργούσε τον ήχο μιας ολόκληρης χορδής. Ένα άλλο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι ότι το ίδιο κουμπί μπορούσε να παράγει δύο συγχορδίες - μία όταν το φυσερό διαστέλλεται και μία άλλη όταν το φυσερό συστέλλεται.
Όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να μεταναστεύουν σε όλο τον κόσμο, η χρήση του ακορντεόν στη μουσική επεκτάθηκε. Οι σύγχρονες εκδόσεις του οργάνου μπορούν να παιχτούν είτε με κουμπιά είτε με πληκτρολόγιο τύπου πιάνου, ενώ ορισμένες διαθέτουν και τις δύο επιλογές. Επίσης, μερικές φορές ενσωματώνουν ηλεκτρονικά στοιχεία, ώστε να μπορούν να συνδεθούν σε ενισχυτή ή να δημιουργήσουν συνθετικούς ήχους.
Στις μέρες μας το ακορντεόν κυριαρχεί στις λαϊκές μουσικές του κόσμου, τη λατινοαμερικάνικη πόλκα, το τανγκό, τη μουσική Καγιούν (των γαλλόφωνων της Λουϊζιάνας) και σε πολλές άλλες. Μία εκδήλωση στην οποία το ακορντεόν είναι πάντα παρών είναι η ετήσια γιορτή της μπύρας στο Μόναχο, η περίφημη Oktoberfest.