Στις 30 Απριλίου 1947, τρία μέλη της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης επιτέθηκαν με χειροβομβίδες κατά λεωφορείου της Πολεμικής Αεροπορίας, που μετέφερε στελέχη της στο αεροδρόμιο του Σέδες. Από την επίθεση σκοτώθηκαν 5 αεροπόροι και τραυματίστηκαν 8.
Το 1947, δεύτερο έτος του Εμφυλίου Πολέμου, σηματοδοτήθηκε από την αλλαγή φρουράς της εγχώριας προστάτιδας δύναμης (ΗΠΑ αντί Αγγλίας) και το δόγμα Τρούμαν για την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Η Θεσσαλονίκη δεν είχε συνέλθει από τη δολοφονία του Γιάννη Ζέβγου, ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ. Για τον φιλοκυβερνητικό Τύπο επρόκειτο για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στους κόλπους της Αριστεράς, ενώ για τον «Ριζοσπάστη» ήταν έγκλημα των «μοναρχοφασιστών». Στην πόλη δρούσε εδώ και λίγους μήνες η διαβόητη «Ομάδα Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών» (ΟΠΛΑ), η οργάνωση ειδικών αποστολών του ΚΚΕ, με την ονομασία «Στενή Αυτοάμυνα».
Νωρίς το πρωί της 30ης Απριλίου, ένα λεωφορείο της Πολεμικής Αεροπορίας ξεκίνησε για το καθημερινό του δρομολόγιο από το ξενοδοχείο «Αστόρια», στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, προς το στρατιωτικό αεροδρόμιο του Σέδες, που βρίσκεται κοντά στο πολιτικό αεροδρόμιο «Μακεδονία». Λίγο μετά τις 7 σταμάτησε στη «στάση Μισραχή» επί της κεντρικής λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας για να παραλάβει έναν αξιωματικό.
Έξαφνα δύο τρομακτικοί κρότοι τράνταξαν τον τόπο. Δύο χειροβομβίδες είχαν εκτοξευθεί κατά του λεωφορείου. Η πρώτη ρίχτηκε στο μπροστινό μέρος του οχήματος και η δεύτερη στην πίσω πόρτα. Αυτόπτες μάρτυρες είδαν τρεις άνδρες να απομακρύνονται από τον τόπο του συμβάντος κρατώντας πιστόλια στα χέρια τους και παρά την καταδίωξή τους κατόρθωσαν να διαφύγουν. «Το κράτος έχει ρεζιλευτεί», έγραψαν οι εφημερίδες. Ο συνολικός απολογισμός του αιματηρού περιστατικού ήταν 5 νεκροί (3 υποσμηναγοί, ένας σμηνίτης και ο οδηγός του οχήματος) και 8 τραυματίες αξιωματικοί.
Αμέσως ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών. Οι αρχές γρήγορα συμπέραναν ότι επρόκειτο για έργο της ΟΠΛΑ, κρίνοντας και από άλλα ανάλογα περιστατικά με χειροβομβίδες στην πόλη. Επιβεβαιώθηκαν την ίδια ημέρα, όταν συνέλαβαν τον ταξιτζή Νίκο Τομπουλίδη, που, όπως αποκάλυψε, είχε μεταφέρει τους τρεις δράστες της καταδρομικής επιχείρησης. Τις επόμενες ημέρες ξεκίνησε κύμα συλλήψεων, που εξάρθρωσε την τοπική ΟΠΛΑ. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης Τάκης Παπαγεωργίου και Ακίνδυνος Αλβανός, που είχε οργανώσει την επιχείρηση.
Τη δολοφονική επίθεση καταδίκασε όχι μόνο ο Τύπος της Δεξιάς και του Κέντρου, αλλά και αυτός της σοσιαλιστικής Αριστεράς. «…Πρέπει να τονισθεί ότι η ατομική τρομοκρατία βρίσκεται έξω από τις παραδόσεις της επαναστατικής πάλης…» έγραψε η εφημερίδα «Μάχη», όργανο του «Σοσιαλιστικού Κόμματος- Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚ-ΕΛΔ) των Αλέξανδρου Σβώλου και Ηλία Τσιριμώκου.
Στις 28 Αυγούστου 1947, στο εδώλιο του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης κάθισαν 67 άτομα. Στην απολογία του ο Παπαγεωργίου ήταν εμφανώς μετανοημένος, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «εγκληματία», ενώ ο Αλβανός προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη του, λέγοντας ότι «θέλησε να ανακουφίσει τον πληθυσμό». Τελικά, ύστερα από ακροαματική διαδικασία 18 ημερών, το δικαστήριο καταδίκασε 52 από τους 67 κατηγορούμενους σε θάνατο, στις 15 Σεπτεμβρίου. Από τους 52 θανατοποινίτες, στους 5 δόθηκε χάρη, ενώ οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν κατά ομάδες στο χώρο πίσω από το Επταπύργιο, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου.