Το Γκουάμ (Guam) είναι νησί του Ειρηνικού Ωκεανού, το μεγαλύτερο και νοτιότερο από τις Μαριάνες Νήσους, και ανήκει στις ΗΠΑ.
Πρόσφατα ήλθε στην επικαιρότητα, λόγω της διαμάχης της Βόρειας Κορέας με τη διεθνή κοινότητα (και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ) για το πυρηνικό πρόγραμμά της. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν, που διαφεντεύει τις τύχες της Βόρειας Κορέας, απειλεί με τους διηπειρωτικούς πυραύλους που διαθέτει η χώρα του να πλήξει το κοντινότερο προς αυτή αμερικανικό έδαφος, εν προκειμένω το Γκουάμ, που φιλοξενεί στο έδαφός του στρατηγικής σημασίας για την ευρύτερη περιοχή αεροναυτικές βάσεις.
Το Γκουάμ, που απέχει από τη Βόρεια Κορέα περί τα 3.500 χιλιόμετρα, έχει έκταση 540 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 163.000 κατοίκων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αγκάνα με 1.000 κατοίκους και η μεγαλύτερη πόλη η Ντεντέντο με 45.000 κατοίκους.
Το 37% των κατοίκων του Γκουάμ ανήκουν στην ινδονησιακής καταγωγής φυλή των Τσαμόρο, ενώ το 26% είναι Φιλιππινέζικης καταγωγής. Η λευκή φυλή εκπροσωπείται από το 7% των κατοίκων. Η επίσημη γλώσσα του Γκουάμ είναι τα αγγλικά, με δευτερεύουσα αυτή των Τσαμόρο.
Το κλίμα στο νησί είναι τροπικό, με θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 21 και 37 βαθμών Κελσίου, με αποτέλεσμα να αποτελεί πόλο έλξης για τους τουρίστες, ιδιαίτερα τους Ιάπωνες. Ο τουρισμός και οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις εξασφαλίζουν ένα άνετο βιωτικό επίπεδο για τους κατοίκους του Γκουάμ.
Ο πρώτος που πάτησε το πόδι στο Γκουάμ ήταν ο πορτογάλος θαλασσοπόρος Φερδινάνδος Μαγγελάνος, που δούλευε για λογαριασμό της Ισπανίας, στις 6 Μαρτίου 1521. Το ονόμασε «Λαντρόνες» (Κλέφτες), εξαιτίας της συμπεριφοράς των ιθαγενών Τσαμόρο. Το 1565 η Ισπανία το προσάρτησε επισήμως και οι κάτοικοί του προσηλυτίστηκαν στον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Μετά την ήττα της Ισπανίας στον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο, το νησί περιήλθε ως λεία στις ΗΠΑ, στις 23 Δεκεμβρίου 1898. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, λίγες ώρες μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ, καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες, αλλά στις 10 Αυγούστου 1944 οι Αμερικανοί το ανακατέλαβαν και το μετέτρεψαν σε κύρια αεροπορική και ναυτική βάση, όπου πραγματοποιούσαν αεροπορικές επιθέσεις κατά της Ιαπωνίας, έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μέχρι το 1950, το νησί διοικούσε ένας αμερικανός ναύαρχος που διοριζόταν από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Τη χρονιά εκείνη έγινε διοικητικό διαμέρισμα των ΗΠΑ και οι κάτοικοί του απέκτησαν τα δικαιώματα του αμερικανού πολίτη, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν στις προεδρικές εκλογές. Το 1970 το Γκουάμ απέκτησε ευρεία αυτονομία με δικό του νομοθετικό σώμα και κυβέρνηση, ενώ από το 1972 εκλέγει ένα βουλευτή στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, ο οποίος μπορεί να ψηφίζει στις επιτροπές, όχι όμως και στην ολομέλεια.
Το Γκουάμ εξακολουθεί να φιλοξενεί μεγάλες αμερικανικές ναυτικές και αεροπορικές βάσεις, καθώς το ένα τρίτο του αποτελεί ιδιοκτησία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ (1955-1975), τα αμερικανικά αεροσκάφη εξορμούσαν από το νησί σε επιχειρήσεις βομβαρδισμού του Βορείου Βιετνάμ.