μήπως θα φάει το γεράκι μημελησμόνει;
τί ζητάτε απ' το τσακάλι,
ν' αλλάξει δέρμα, κι απ' τον λύκο; μήπως
να ξεριζώσει μοναχός τα δόντια του;
τί δε σας πάει
με τις πολιτικές δονήσεις και τους πάπες,
και τί κοιτάτε έτσι χαζά
στην ψευδολόγα οθόνη;
λοιπόν ποιός ράβει στου στρατηγού
το παντελόνι το αιμάτινο σειρήτι; ποιός
μπρος στον τοκογλύφο ανοίγει το πουγγί του;
ποιός κρεμάει περήφανα το τσίγκινο παράσημο
πάνω απ' τον αφαλό πού γουργουρίζει; ποιός
παίρνει φιλοδώρημα, αργύρια,
χρήμα για να σωπάσει; υπάρχουνε
πολλοί κλεμμένοι, λίγοι κλέφτες' ποιός
τους χειροκροτεί λοιπόν, ποιός
τους απονέμει τα παράσημα, ποιός
χαίρεται το ψέμα;
σταθείτε μπρος στον καθρέφτη: δειλοί,
τρέμετε στην προσπάθεια της αλήθειας,
τη μάθηση απωθείτε, τη σκέψη
εμπιστευόμενοι στους λύκους,
της μύτης ο χαλκάς, το πιο ακριβό σας κόσμημα,
καμία πλάνη αρκετά χαζή, καμιά κατηγορία
αρκετά φτηνή, κανείς εκβιασμός
δεν είναι αρκετά σκληρός για σας.
Πρόβατα εσείς, είναι, συγκρίνοντας με σας,
αδέλφια σας οι κόρακες:
βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου.
αδελφοσύνη επικρατεί
ανάμεσα στους λύκους:
πηγαίνουν σε κοπάδι.
ας είναι δοξασμένοι οι ληστές: εσείς,
που προκαλείτε το βιασμό,
ρίχνεστε στο τεμπέλικο κρεβάτι
της υποταγής, ακόμη κι όταν κλαψουρίζετε
είσαστε ψεύτες, θέλετε
να ξεσκιστείτε, εσείς
δεν πρόκειται ν' αλλάξετε τον κόσμο.
Μετάφραση: Αντώνης Τριφύλλης