Ένα παραμύθι

Αθήναι, 14 Αυγούστου 1904

Αγαπητοί μου.
Ίσως θα ευχαριστηθήτε αν σας διηγηθώ σήμερα ένα παραμύθι. Η κυρά - Μάρθα μου έδωσε την άδειαν. Επειτα, το παραμύθι μου θα είναι σύντομον, δεν θα έχη τέλος, και θα διακόπτεται από τας πλέον απροόπτους παρατηρήσεις... Θέλετε; Η Μπεμπέκα μου, τουλάχιστον, -διά την οποίαν και συνετέθη ένα μεσημέρι, εις το κρεβάτι, εκ του προχείρου, με σκοπόν να την αποκοιμίση- το θέλει πολύ, και κάθε φοράν που την παίρνω κοντά μου, μου λέγει:
— Μπαμπά, σέλω να μου πης το παραμύθι... την πεταλούδα.
Άμα θέλη η Μπεμπέκα, θέλει, και εγώ, θέλοντας και μη, αρχίζω:
— Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια ωραία πεταλούδα…
— Μεγάλη πεταλούδα! διακόπτει η Μπεμπέκα. Μική εν ήτανε!
— Ε, ας είναι... μεγάλη πεταλούδα, με φτερά κόκκινα και χρυσά.
— Μεγάααλα φτεά! Μικά εν ήτανε!
— Βέβαια, αφού ήταν μεγάλη, και τα φτερά της ήταν μεγάλα.
Λοιπόν, αυτή η ωραία και μεγάλη πεταλούδα, με τα κόκκινα και χρυσά φτερά, είδε ένα λουλούδι κίτρινο…
— Κόκκινο! διακόπτει η Μπεμπέκα. Κίτινο εν είναι καλό…
— Οχι, το λουλούδι ήταν κίτρινο.
— Ε σέλω (δεν θέλω) κίτινο... Σα κλαίω…
— Καλά, καλά, μην κλάψης... το λουλούδι ήταν κόκκινο. Και η πεταλούδα εκάθισε επάνω για να το μυρίση.
— Εμύιζε ωλαία... όχι κακά!
— Όχι κακά, εμύριζε ωραία. Εκεί λοιπόν που το εμύριζε η πεταλούδα, να και περνά μια γάτα…
— Μικρούλα γατίτσα! διακόπτει με χαϊδευτικό χαμόγελο η Μπεμπέκα. Μεγάλη εν ήτανε!
— Αλλ’ αυτό δεν μου αρέσει. Η γάτα είναι κακή, η γάτα πρόκειται να χάψη την πεταλούδα, και δεν ταιριάζει καθόλου να είναι γάτα μικρούλα. Πρέπει εξάπαντος να είναι γάτα μεγάλη και άγρια. Α, θα τα χαλάσωμε με την κυρία Μπεμπέκα…
— Οχι, της λέγω, η γάτα ήταν μεγάλη…
— Εν ήτανε μεγάλη... Μικρή γατίτσα, σου λέω…
— Μεγάλη!
— Μική!... Ε σέλω μεγάλη!... Μεγάλη εν είναι καλή.
— Και ποιος σου είπε πως ήταν καλή; Ίσα-ίσα, που ήταν κακή και μεγάλη!
— Μική και καλή!... Ε σέλω μεγάλη και κακή! Σα κλαίω…
— Ε, για να σου πω! Μην είσαι κακό κορίτσι. Να μ’ αφήσης να σου πω το παραμύθι όπως το ξέρω. Σώπα και άκουε! Λοιπόν... η πεταλούδα εμύριζε το λουλούδι· κι εκεί που το εμύριζε, να και περνά από κοντά της μια γάτα μεγάλη...
— Μικήη! Μεγάλη εν ήτανε... Χι, χι, χι...
Και η Μπεμπέκα βάζει τα κλάματα. Μα μ' ένα παράπονο, που νομίζει ότι της συμβαίνει το μεγαλύτερο δυστύχημα του κόσμου. Να τα μας!
Επιμένω, καλοπιάνω, θυμώνω, αγριεύω, εξηγώ, παρακαλώ, - τίποτε! Η Μπεμπέκα ούτε ν’ ακούση μεγάλη γάτα...
Αντίο, ωραίο παραμύθι! Ή πρέπει να το αφήσω, ή πρέπει να το παραμορφώσω, να το χαλάσω, κατά τα γούστα της Μπεμπέκας. Και βέβαια! Η μικρούλα και ήμερη γατίτσα πώς ημπορεί να κάμη το κακόν; Το μοχθηρόν πρόσωπον του παραμυθιού μου πώς θα το παίξη ένα πλάσμα άκακον και αθώον; Και έπειτα, τι γίνονται αι αναλογίαι; Ταιριάζει πεταλούδα μεγάλη και γάτα μικρή; Διά το καλλιτεχνικόν της συνθέσεως, η πεταλούδα έπρεπε να είναι μικρή και η γάτα μεγάλη. Και μάλιστα ακόμη περισσότερον, επειδή εξ αρχής εδέχθηκα να κάμω την πεταλούδα μεγάλη. Α, όχι, δεν θα εξακολουθήσω...
Αλλ’ η Μπεμπέκα κλαίει. Θέλει το παραμύθι της, και το θέλει όπως το εννοεί αυτή. Τι να κάμω; Μ’ ένα στεναγμόν, θυσιάζω την καλλιτεχνίαν μου, και εξακολουθώ:
— Η γάτα, αχ! ήταν μικρούλα!...
Να μη σας τα πολυλογώ, η γάτα τρώγει τα φτερά της πεταλούδας. Μια καλή Νεράιδα περνά εκείνην την ώρα, διώχνει την κακή γάτα και σώζει από τα νύχια της την πεταλούδα. Αλλά η πεταλούδα κλαίει. Της έφαγαν τα φτερά της και δεν μπορεί να πετάξη... Η Νεράιδα την παρηγορεί και της υπόσχεται ότι θα της χαρίση άλλα φτερά. Πραγματικώς, την αγγίζει με το μαγικό της ραβδί…
— Όχι! Όχι! φωνάζει έξαφνα η Μπεμπέκα. Της έβαλε λα... λα... λανολίνα!
Όταν την γρατσουνίζη ή την δαγκάνη η γατίτσα της, η Μπεμπέκα είναι συνηθισμένη να την αλείφουν με λανολίνα. Και φυσικά, αφού η γάτα έφαγε τα φτερά της πεταλούδας, η Νεράιδα έπρεπε να της βάλη λανολίνα.
Φαντασθείτε όμως τι πεζότης! Μια Νεράιδα με μαγικό ραβδί να μεταχειρίζεται αλοιφές και γιατρικά, σαν να ήταν γιαγιά. Α, μα εις αυτό θα επιμείνω. Το κάτω κάτω, μια γατίτσα μικρή μπορεί να φάγη μια μεγάλη πεταλούδα, αλλά μια Νεράιδα να γιατρεύη με λανολίνες, αυτό δεν ακούσθηκε ποτέ.
Και αρχίζει ο καβγάς, και αρχίζουν τα κλάματα. Τ’ είχες, Γιάννη, τ’ είχα πάντα!
Ε, θα το πιστεύσετε;
Υποχωρώ και πάλιν, - με δύο στεναγμούς. Αχ! Αχ! Η Νεράιδα αλείφει τη ράχη της πεταλούδας -φρίκη!- με λανολίνα, και στη θέση των πρώτων φτερών φυτρώνουν δύο άλλα, καινούργια και ωραία, και η πεταλούδα πετά στον ουρανό.
Ακόμη μια φιλονεικία διά το χρώμα των καινούργιων φτερών. Εγώ τα θέλω γαλάζια σαν τον ουρανό· η Μπεμπέκα τα θέλει πάλιν κόκκινα. Μα γίνεται αυτό, σας παρακαλώ; Κόκκινα τα πρώτα, κόκκινα και τα δεύτερα; Μα δεν υπάρχει άλλο χρώμα στον κόσμο; Ουφ!
Και από την φούρκα μου, τελειώνω το παραμύθι, ενώ δεν ετελείωσεν ακόμη. Είχα σκοπό να το εξακολουθήσω, διά να πω πώς ετιμωρήθη η κακή γάτα. Αλλ’ αφού η Μπεμπέκα είναι τέτοια, κι εγώ παύω.
— Ετελείωσε! Τώρα, κοιμήσου!
Την ιστορίαν αυτήν δεν σας την είπα μόνον διά να γελάσετε. Εχει το συμπέρασμά της και αυτή, -έχει ένα διδακτικόν επιμύθιον. Αλλά δεν σας το λέγω. Το αφήνω να το εύρετε μόνοι σας. Και θα μ’ ευχαριστήση πολύ όποιος το εύρη και μου το γράψη.
Σας ασπάζομαι,
Φαίδων

Γρηγόριος Ξενόπουλος
Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 - 1951)

έλληνας μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ