Το μυστικό της Βαλέραινας

Ολίγες ημέρες πριν πεθάνει, η γριά Βαλέραινα εκάλεσε τη νύφη της, τη γυναίκα του κόντε Παύλου Βαλέρη, και της είπε:
— Άκουσε, θεγατέρα. Εσύ τώρα μνέσκειςη μοναχή νοικοκυρά του αρχοντικού. Ούτε το κοντιλίκι του Βαλερέικου, ούτε τα πλούτια, ούτε τη δόξα θα πάρω μαζί μου στον τάφο - ούτε το μυστικό. Σ’ το παραδίνω, κοντέσσα μου, όπως σου παραδίνω και τα κλειδιά του. Μου το παράδωσε μία άλλη Βαλέραινα, Θεός σχωρέσ’ τη την αγιοχώματη την πεθερά μου, που το ’χε κι εκείνη αφ’ τη δική της... Από Βαλέραινα σε Βαλέραινα, είναι περσότερο από εκατόν πενήντα χρόνια, που το μυστικό μνέσκει στο σπίτι... Το ’φερε, σαν ευλογία Θεού, ένας άγιος άνθρωπος, ένας κρητικός καλόγερος κατατρεγμένος, καταπώς έχω ακουστά, και το εχάρισε στη Βαλέραινα του καιρού εκείνου, που τον εψυχοπόρεψε, μαζί με το ασημένιο εικόνισμα της Παναγίας, που το ’χετε στο κρεβάτι σας... Σου λέω, ψυχούλα μου, για το γιατρικό των ματιών, για την άσπρη σκόνη που δίνω για τη θέλα. Δε θα βαστάξει πολύ το βάζο που έχω γιομάτο. 'Ύστερα θα χρειαστεί -εγώ θα πεθάνω, το ξέρω- να κάμεις του λόγου σου. Ξέρε το λοιπόν μια για πάντα: Θα πάρεις -έλα πήλιο κοντά, να σε χαρώσουπιοκόκκαλο παστρικό και ηλιασμένο, θα πάρεις ζάχαρη κεφαλίσια, -δυο μερτικά ζάχαρη κι ένα μερτικό σουπιοκόκκαλο- και θα τα κοπανίσεις μαζί, καλά-καλά, ώσπου να γένουν ψιλή σκόνη. Τίποτσι άλλο, κοντέσσα μου. Εφτούνη η σκόνη για τη θέλα είναι ένα κι ένα. Μα και θέλα
να μην έχει το μάτι, δεν το βλάφτει ποτές. Δίνε την άφοβα σα σου γυρεύουν, και μην ψιλολογάς την αρρώστεια. Λίγο καιρό είσαι στο σπίτι, μα θα ’χεις ακουστά πόσα μάτια έσωσα εγώ, και πόσοι συχωράνε απ’ την καρδιά τους την πεθερά μου. Εκείνοι που θα γιατρέψεις εσύ θα συχωράνε εμένα, και πάλι εσένα όσους θα γιατρέψει η νύφη σου. Γιατί μόνο στη γυναίκα που θα πάρει με το καλό ο Μανώλης μας θαν το πεις - σε κανέναν άλλο. Ανίσως μέλλει ποτέ να μείνει χωρίς Βαλέραινα το σπίτι ετούτο, ας πάει στο καλό και το μυστικό, κι ας μη γιατρεύεται στον κόσμο η θέλα!... Σ’ ορκίζω φριχτά να μην το αμελήσεις, να μην το φανερώσεις, να μην το πουλήσεις, να μη γυρέψεις ποτέ να ωφεληθείς, σ’ όποια
να βρεθείς περίσταση κι ανάγκη. Είναι ψυχικό!
Την παραγγελία της πεθεράς της εβάσταξε πιστά η νέα Βαλέραινα, και για χρόνια πολλά εξακολούθησε το ευεργετικό της έργο.
Ύστερ από το βάζο που είχε γεμίσει στερνό η μακαρίτισσα -ένα γυάλινο δοχείο φαρμακείου, πρασινωπό και παμπάλαιο-, εγέμισαν κι άδειασαν πάμπολλα ακόμη βάζα σκόνης λευκής, που την ετοίμαζε τώρα η νύφη της. Από συνήθειο, που εβασίλευε χρόνια αρίθμητα στο μαγειρείο του αρχοντικού, τα σουπιοκόκκαλα τα εφύλαγαν πάντα και τα ήλιαζαν. Οι υπηρέτριες το ήξευραν πλέον, πως αυτά αποτελούσαν το κυριότερο συστατικό του περίφημου γιατρικού. Μα τίποτε περισσότερο. Η κοντέσσα η ίδια τα έπαιρνε και τα εκοπάνιζε κρυφά, επάνω, στην κάμαρά της. Ο μεταλλικός κρότος του γουδιού, μια από τις συνηθισμένες φωνές
του φλύαρου και πολυθόρυβου μαγειρείου, αντηχούσε, μια φορά το μήνα
το λιγότερο, σαν παραφωνία, από το επάνω πάτωμα του αρχοντικού. Και
πότε βροντούσε κουφός, ωσάν να τον εκουκούλωνε το σύννεφο του μυστικού, και πότε εκουδούνιζε χαρωπός, ωσάν ν’ αντιλαλούσε τη σωτηρία.
«Γιατρικό πάλι φτιάνει η κυρά!» έλεγαν από κάτω ξαφνιασμένοι.
«Να ’ξέρα τι βάνει μέσα κι ας μου έλειπε ένα δάχτυλο!» έλεγε μια παχιά παραμάνα, που έκανε λίγο και τη γιάτραινα.
«Θεός σχωρέσ’ τη τη γριά Βαλέραινα!» εψιθύριζεν ένας γέρος υπηρέτης, παλαιός του σπιτιού, που η κόρη του είχε γιατρευτεί από τα χέρια της κοντέσσας του.
Πόσοι και πόσοι επίστευαν αλήθεια, πως εχρωστούσαν το φως στην άσπρη εκείνη σκόνη! Η φήμη της, απλωμένη σ’ όλο το νησί, είχε περάσει το Ιόνιον και δεν σταματούσεν η γοργόφτερη ούτε στην αντικρινή στεριά. Την εγύρευαν ακατάπαυστα, όχι μόνον από την πόλη κι από τα χωριά της Ζακύνθου, αλλά κι από τα χωριά και τας πόλεις της Πελοποννήσου, ακόμη κι από τον Πύργον, ακόμη κι από τας Πάτρας. Μια φορά μάλιστα η σκόνη εζητήθη κι από τας Αθήνας! Η Βαλέραινα δεν επρόφταινε να δίνει και να στέλνει. Ο Μανώλης της, μικρός κόντες δεκαπέντε χρονών τώρα, αντίγραφε καλλιγραφικότατα την οδηγία, που συνόδευε τα πακετάκια. Αλλά τους αρρώστους που επήγαιναν στο αρχοντικό, ξένους κι
εντόπιους, τους εγιάτρευεν η ίδια η κοντέσσα, σε μια μεγάλη αίθουσα του
ισογείου. Η αίθουσα αυτή, ένα μακρυνάρι μισοφωτισμένο, είχε για μόνα
έπιπλα ένα τραπέζι στη μέση, και γύρω-γύρω ξύλινους πάγκους βυσσινοβαμμένους. Μόνη της πολλές φορές τους έβγαζε το μαύρον επίδεσμο, τους έπλενε τα μάτια με χλιαρό νερό, ανακατευμένο με λίγες σταλαγματιές λεμονιού, κι έπειτα τους έβαζε την πρώτη δόση της σκόνης, μ’ ένα μικροσκοπικό ασημένιο κουταλάκι, κατεβάζοντας λιγάκι με το λεπτό κι επιτήδειο χέρι της, το κάτω ματόκλαδο. Το πονεμένο μάτι εδάκρυζε, κι ο άρρωστος εφώναζεν ή εμουρμούριζε με μορφασμούς για το τσούξιμο.
«Δεν είναι τίποτα, παιδί μου», έλεγε τότε με γλυκό χαμόγελο η κοντέσσα Βαλέραινα, στερεότυπο για όλους, μικρούς και μεγάλους, δειλούς ή γενναιότερους· «έτσι θα κάνεις δυο βολές την ημέρα, πρωί και βράδυ· παίρνε λίγη σκόνη, όση πήρα εγώ, μ’ ένα τριπέννι ασημένιο, και ρίχνε τη· σε μια βδομάδα θα είσαι τέλεια καλά».

Μάτια και μάτια επέρασαν έτσι από τα χέρια της.
Μάτια ολάνοικτα, με παιδικήν αφοβίαν, που σ’ εκοίταζαν αθώα κατάντικρυ· μάτια με παρθενικήν γλυκύτητα και χάριν μάτια που είχαν την επίθεση τολμηρή, σχεδόν άγρια, και μάτια που είχαν την άμυνα συμπαθητικήν, ημερότατη· μάτια γεμάτα από αιδήμονα συστολήν, μέσα εις το σκιερό μυστήριον των μακρών βλεφαρίδων· μάτια φουσκωμένα, γυμνά, με κόκκινους κύκλους μαδημένους· μάτια σβησμένα και άψυχα, μισόκλειστα και κατακουρασμένα· μάτια πονηρά και σπιθόβολα, που σ’ εκοίταζαν λοξά, κρυφά και γοργοκίνητα· μάτια στεφανωμένα με τόξα μελανά, ακούραστα όργανα φαντασίας μολυσμένης· μάτια γαλανά σαν τον ουρανό, μάτια γλαυκά σαν τη θάλασσα, μάτια σκοτεινά σαν τη νύκτα, μάτια φωτεινά σαν τον ήλιο· κάθε χρώματος και κάθε ψυχής και κάθε ηλικίας μάτια, που δυο ζευγάρια όμοια στον κόσμο δεν υπάρχουν!
Και όλα αυτά με το ασπριδερό, το υγρό και γυαλιστερό στίγμα της αρρώστειας, επάνω στο βολβό, με μιαν αδύνατη λάμψιν υποκύανη σαν μαργαριταρόριζας, αλλού μικρό που μόλις εγεννήθη, αλλού μεγάλο που εθέριεψεν, αλλού χαρακωμένο με φλέβες κόκκινες σαν ματωμένες, αλλού θαμπό και μονόχρωμο, αλλού στρογγυλευτό κανονικότατα, αλλού ακανόνιστο σαν ξεσχισμένο - αλλά παντού, σ’ όλα εκείνα τα μάτια, απαίσιον κι αξιολύπητον, εξομοιώνοντας φυσιογνωμίας των αρρώστων εις μίαν έκφρασιν, που επροκαλούσε τον ίδιον οίκτον και την ίδιαν απέχθειαν.
Όμως, εκείνη η σκόνη η λευκή και αγνή, που τόσον απλό ήταν το μυστήριό της, έκαμνε θαύματα πραγματικώς. Ύστερ’ από λίγες ημέρες, με λίγο τσούξιμο και με λίγα δάκρυα, το στίγμα εμαραίνετο, αφανίζετο, και τα μάτια ξανάβλεπαν ελεύθερα, καθαρά, ξάστερα, μ ’ όλη τους την υγεία και τη δύναμη. Τώρα, τα δάκρυα που γλυκοσταλάζουν, είναι αληθινά δάκρυα ευγνωμοσύνης, και τα βλέμματα υψώνονται στον ουρανό, παρακαλώντας για την ψυχή της γριάς Βαλέραινας, της συχωρεμένης, για την υγεία και την ευτυχία της νέας.
Κι ήταν αυτή η μόνη ανταμοιβή. Ούτε χρήματα, Θεός φυλάξοι, ούτε δώρα καν εδέχετο από κανένα η καλή κοντέσσα. Αυτό εκατάπειθεν όλους -και τους ξένους ακόμα, που δεν εγνώριζαν το αρχοντικό- ότι δεν επρόκειτο περί αγυρτείας των συνηθισμένων αργυρολόγων εμπειρικών, ότι δεν ήταν τσαρλατανία, όπως το έλεγαν για μερικές γιάτρισσες. Και οι γιατροί του τόπου τα είχαν χαμένα. Τι πράγμα ήταν λοιπόν αυτό το γιατρικό, το υπόγλυκο και υπόστυφο, που γιάτρευε τα μάτια;
«Ποιος ηξέρει, κάρο μίο!» έλεγαν οι ντετόροι με τα ψηλά καπέλα και τα χονδρά μπαστούνια, σηκώνοντας ως εκεί απάνω τους ώμους·«σεκρέτο περικολόζο...»
Και όμως, ένας απ’ αυτούς, μια φορά που επόνεσε το μάτι της μικρής του κόρης, δεν εδίστασε να μεταχειριστεί τη σκόνη της Βαλέραινας...

Όταν απέθανεν ο κόντε Πέτρος ο Βαλέρης, μονάχα χρέη άφησε στο παιδί του, αντί της μεγάλης περιουσίας που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Ο Μανώλης ο Βαλέρης είχε πάρει από αγάπη ένα κορίτσι καλής οικογένειας, αλλά με μικρή προίκα - αν ήταν προίκα ένα κτηματάκι που της έδωκαν στον Καλιτέρο. Η Βαλέραινα είχε πάλι καινούργια Βαλέραινα, για να της παραδώσει τα κλειδιά και το μυστικό. Τα οικονομικά όμως του αρχοντικού, τώρα ύστερα, δεν επήγαιναν καθόλου καλά. Οι ευχές των ευεργετημένων, αν και τόσον εγκάρδιες, δεν είχαν τη δύναμη να εμποδίσουν το ανεμπόδιστον, το μοιραίον τέλος όλων των παλαιών αυτών αριστοκρατικών σπιτιών: την έντιμη και μεγαλόπρεπη πτωχεία.
Τέτοιο και το φινάλε του Βαλερέικου. Οι δανεισταί τούς ανάγκασαν κιόλα να ξεκάμουν το βενέτικο παλάτι της Πλατείας Ρούγας -μαύρον πέτρινον όγκο που αντιστάθηκε σε χίλιους σεισμούς- και να στριμωχτούν όλοι σ’ άλλο σπίτι μικρό, μέσα σε καντούνι, δικό τους κι αυτό, μα που εδώ και πενήντα χρόνια δεν θα καταδέχετο να το κατοικήσει ούτε ο σταυλίτης τους.
Δεν τους έμενε τώρα πια, παρά η αφοσιωμένη γριούλα, που τους εδούλευε χάρισμα, και η προίκα της νύφης, το μικρό κτήμα του Καλιτέρου, από το οποίον μόλις εζούσαν. Μέσα σ’ εκείνο το γενικό μαρασμό, στην απραξία, στην απελπιστικήν απογοήτευση, το κακό τους ετράνευε, και πολλές φορές ο Μανώλης ο Βαλέρης, που εξακολουθούσαν να τον χαιρετούν με σεβασμό: «προσκυνώ, σιορ κόντε», ήλθε στην ανάγκη να δανειστεί ένα δίδραχμο για το ψώνι της ημέρας.
Η γριά Βαλέραινα -τώρα πια είναι κι αυτή γριά- κοπανίζει. Μόνη στο στενόχωρο δωμάτιό της, που το έδειχναν ακόμη πιο μικρό τα ογκώδη έπιπλα, παμπάλαια και σαρακοφαγωμένα, εκοπάνιζε κι εσυλλογίζετο τα περασμένα χρόνια... Πώς κατάντησεν έτσι η μεγάλη αρχόντισσα και κυρά! Δεν είχε τώρα με αφθονίαν ούτε όσα της εχρειάζοντο για να φτιάνει το γιατρικό. Μόλις και μετά βίας οικονομούσε τη ζάχαρι, φυλάγοντας από λίγους βώλους κάθε φορά, κι εζητούσε σουπιοκόκκαλα από άλλα σπίτια, γιατί στο δικό της οι φρέσκες σουπιές είναι τώρα σπάνιες...
Κοπανίζει... Εξακολουθεί το έργον της με την ίδια προθυμία και αφιλοκέρδεια. Η προγονική παρακαταθήκη της είναι ιερά, κι ενώ ποτέ δεν αρνείται την αποτελεσματική της βοήθεια στους αρρώστους, που τρέχουν ολοένα, εξακολουθεί να διώχνει και τα χρήματα και τα δώρα. Και ο Θεός πια το ξέρει πόσην έχει ανάγκην!... Αχ, αν η παραγγελία της πεθεράς της δεν ήταν ρητή, αν μπορούσε να δίνει τη θαυματουργή της σκόνη όχι ολωσδιόλου για ψυχικό, αλλά με κάποια μικρή αμοιβή, σε όσους τουλάχιστον ημπορούσαν, τι ανακούφισις για την πτωχήν οικογένεια! Χρήματα όχι, ας ήταν όμως δυνατόν να κρατεί τα δώρα που της έστελναν και τα έστελνεν οπίσω!...

Κοπανίζει στο ορειχάλκινο γουδί -με πολύν κόπον τώρα-, φυλάγει τη σκόνη στο ίδιο εκείνο πρασινωπό βάζο το αθάνατο, ή την διαμοιράζει σε μικρά χάρτινα κουτάκια - και η σκέψη της έρχεται σαν πειρασμός... Αλήθεια, θα ήταν ανακούφισις· ίσως μάλιστα μπορούσε και να ξαναπλουτίσει, αν πωλούσε τη σκόνη όσον άξιζε πραγματικώς. Και η σωτηρία θα ήταν σα θεϊκή ανταμοιβή για όλο το καλό, που από χρόνια τώρα έκαμεν η οικογένειά της στους ανθρώπους. Το φως! και τι άλλο υπάρχει πιο γλυκό και πιο πολύτιμο από το φως!... Ναι· άνθρωπος ήταν· αυτό θα το έλεγε και του Θεού της: της επερνούσεν η ιδέα, αλλά ποτέ δεν την έβαλε σε πράξη· την επείραζεν ο πειρασμός, αλλά δεν την ενίκησε ποτέ. Είχε την απόφαση να μη χαλάσει τον όρκο που της έβαλεν η πεθερά της· και πιστή ως το τέλος, δεν θα επρόδιδε το μυστικό σε κανένα, και δεν θα το εχρησιμοποιούσεν αλλιώτικα παρά για ψυχικό.
Μια φορά μόνον εκλονίσθη αληθινά. Αν ήταν δυνατός ο πειρασμός, κρίνετε μόνοι σας. Ένας άνθρωπος -παράξενος ζακυθινός επιχειρηματίας, μισότρελος και μισοβαγαπόντης-, αφού απελπίστηκε να κάμει Εταιρεία και να εκμεταλλευτεί την πίσσα και το πετρέλαιο του Κεριού, επρότεινε στο Μανώλη Βαλέρη να του παραχωρήσει, αντί γενναίου χρηματικού ποσού, το μυστικό του γιατρικού των ματιών.
«Μα είναι της μάνας μου», είπεν ο κόντε Μανώλης.
«Ε, πες το της μάνας σου», αντείπεν ο άνθρωπος.
«Λοιπόν, μάνα, τι λες;» ρώτησεν ο Μανώλης την κοντέσσα, μ’ έναν τρόπον που εφανέρωνεν, ότι αυτός τουλάχιστον δεν ήθελε δυσαρεστηθεί πολύ αν η μητέρα του εδέχετο.
Και ίσα-ίσα εκείνη την ημέρα δεν είχαν να ψωνίσουν ούτε μπρόκολα...
«Ξέρω κι εγώ, παιδί μου...» εψιθύρισεν η Βαλέραινα, πολύ-πολύ σκεπτική.
Επέρασαν λίγες στιγμές με σιωπή. Εις το διάστημα αυτό πόσα επέρασαν από το νου της Βαλέραινας! Έγινε μέσα της μία πάλη φρικτή. Το γεροντικό, το παλιό αριστοκρατικό αίμα ανάβρασεν από την αγωνία στις φλέβες του, ανέβηκε στο κεφάλι κι έβαψε με αδύνατο τριανταφυλλένιο χρώμα τα ζαρωμένα της μάγουλα. Η στέρησις, η φτώχεια, είχε καταβάλει πρόωρα την ασυνήθιστη γυναίκα. Σκέψις ταπεινή εγωισμού, σκέψις συνθηκολογίας με τη συνείδηση, σκέψις απελπισίας και καταφρονήσεως όλων των περασμένων, μες στη δυστυχία και με το δόλωμα των πλάνων υποσχέσεων του πειρασμού, ούτε αδύνατη, ούτε ακίνδυνη ήταν
τη στιγμήν εκείνη για την ξεπεσμένην αρχόντισσαν...
Αλλά να που έμενεν ακόμη ίχνος ωραίας ζωής: το αίμα εκείνο το ευγενικό, το υπερήφανο, το ατίθασον, που ανέβη στην ώρα για να σώσει τον ανθρωπισμό της, για να λάμψει, σα μακρυσμένη ενθύμησις κάποιας πορφύρας, με το ωχροκόκκινον χρώμα του. Η αίγλη αυτή δεν έπρεπε να σβήσει ποτέ. Και η ιδέα της αρχοντικής αξιοπρέπειας, που ήταν και αξιοπρέπεια ανθρώπινη, η ιδέα ενός καθήκοντος σκληρού, που απαιτούσε θυσίαν, ανταπεξήλθεν εις την δυνατήν ψυχή της νικήτρια για πάντα.
«Όχι! όχι!» εφώναξεν η Βαλέραινα, «Ποτέ! όσο μπορώ θα φυλάξω την παραγγελία που έλαβα με όρκο φρικτό. Είμαστε φτωχοί ας πουλήσουμε ό,τι έχουμε για να μην πεθάνουμε. Αλλά το άγιο μυστικό, το δώρο το σταλμένο από το Θεό για το καλό των ανθρώπων, δεν πουλιέται. Είναι κάτι από την τιμή του σπιτιού. Όσα κι αν πάθουμε, όσα κι αν υποφέρουμε, αυτή θα την αφήσουμε ανέγγιχτη. Εγώ τουλάχιστον όσο ζω δεν θα το κάμω. Αν έλθει άλλος ύστερ’ από με, και έχει το δικαίωμα, ας κάμει ό,τι θέλει. Εγώ όχι, όχι, ποτέ!»
Και ο Μανώλης εφίλησε τη μητέρα του και αποκρίθη ότι δεν της γυρεύει το μυστικό.
«Ούτε εσύ, μάνα μου, ούτε η γυναίκα μου, ούτε εγώ, ούτε κανένας!»
Ποιος το ξέρει μολαταύτα αν ο ενθουσιασμός του ήταν αληθινός, κι αν εις τα βάθη της ψυχής του δεν επροτιμούσε τα εκατοστάρικα του τσαρλατάνου από τους σκληρούς αυτούς αγώνας για κάποιο ιδανικό. Μπορεί να ήταν και αυτός, καθώς είπεν, άνθρωπος της ιδέας, και να μην τον έγνοιαζεν αν θα έτρωγε μπρόκολα ή πιτσούνια. Το εξωτερικόν του όμως -είχε γίνει ένας κόντες κοιλαράς, δυσκίνητος και οκνηρός- δεν το έδειχνε καθαρά...
Απεναντίας η μητέρα του, η λιγνή και χλωμή κοντέσσα Βαλέραινα, εφαίνετο πως εγκαρτερούσε με όλη της τη θέληση, θυσία αληθινή στην ιδέα της. Αυτή δεν το έκανε για τα μάτια. Κ ι αν την ηύραν ποτέ και στιγμές αδυναμίας ανθρώπινης, στιγμές κλονισμού, το βέβαιον είναι ότι εβάσταξεν ως το τέλος, κι ενώ ήταν πάντα καιρός -και ωιμέ, ανάγκη!- να ωφεληθεί από τη φιλανθρωπία της, την εχάρισεν ως την τελευταία της ημέρα με την ίδια προθυμία και με την ίδιαν αφιλοκέρδεια...
Μονάχα -και ο Θεός ας την κρίνει γι’ αυτό- στο κρεβάτι της τελευταίας αγωνίας, κάτω από τη χρυσή Παναγία του κρητικού καλόγερου, αφού επαράδωσε το μυστικό εις την νύφη της, σχεδόν με τα ίδια λόγια της πεθεράς της, επρόσθεσε κι αυτά:
«Φύλαξε το μυστικό όσο μπορείς. Αν ποτέ όμως βρεθείς σε ανάγκη σκληρή εσύ ή η φαμελιά σου, μη δειλιάσεις να το φανερώσεις σ’ όποιον θα σ’ έβγανεν απ’ την ανάγκη. Εγώ σου δίνω την ευχή μου».

Γρηγόριος Ξενόπουλος
Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 - 1951)

έλληνας μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ