Αφιερώνεται στο φίλο Ν. Κ. Λανίτη,
τον Κύπριον πρωταθλητή
Κ α λ ώ ς μ α ς ή ρ θ α τ ε π α ι δ ι ά ! » Και είχες, φωνή, τη χάρη
πού έχει της μάννας το φιλί,
φωνή, λαχτάρα στην καρδιά, στ' αυτιά ιερό τροπάρι,
στα μάτια Ανατολή.
Τέτοιο ένα « χ α ί ρ ε » βίους, απάνου από τα χρόνια, νέους,
κάτου από τ’ άστρα τ’ αττικά,
σταυραδερφών προσκύνημα, κυπριώτες και αθηναίους
μας έσμιξε γλυκά.
Η Κύπρος. Καιροί πέραοαν. Τώρα ειν’ ορμή κ’ η οργή της.
Με τίναγμ’ άξαφνο γοργό
φτερώνει ή γαλανόλευκη δαρμένο το κορμί της !
Τί; Ελλάδα είμαι κ’ εγώ!»
Και ακούστε; Πολεμόχαρη, να! η Κύπρος μας φωνάζει.
(Βάλε το χέρι Σου ο Χριστός!)
Πλάι της ή δωδεκάνηοη Ροδόνυφη στενάζει,
Και κλαίω γονατιοτός.
Δεν κλαίω. Αγώνων επικών με συνεπαίρνει η φούρια,
οτον τοίχον άρματα παληά
τρίζουν, οτου Ρήγα μουσική πρωτάκουστη τα θούρια,
κυπριώτικη λαλιά.
Κιτρινισμένα στα χαρτιά, πυρώστε μας τα χείλη,
τραγούδια πατριωτικά,
τον ήρωα με τo γέρικο να ιδούμε καρυοφύλλι,
που πέφτει ή που νικά.
Ρήγαινα ολύμπια μυστική, χώρια από τα λιοβόρια
της θλίψης και της αλλαγής,
ίδια η θωριά σου, τ’ όνομα κι αν άλλαξες. Πανώρια,
τη φύτρα σου ευλογείς.
Και ω που παναρμονίζετε, φροντίδα εσύ κ’ έλπίδα,
σεμνή βοηθήτρα των Εθνών,
τη Δίκη για βίους τούς λαούς πίσω απ’ την ίδια ασπίδα,
νέων άνοιγμα ουρανών!
Μα εγώ είμ’ αρχαίος. Ωραίου, χλωρού, νιοφυτρωμένου κόσμου,
Μούσα, ποιητή μη με κρατής!
Πατρίδα μου, τις μοίρες σου ν' αντιλαλήσω δός μου,
δεν είμαι λαλητής.
Γύρω οι πατρίδες, και παντού κι ολόμεσα η Πατρίδα
που όλες τις λέει, όλες τις κλιεί.
Μα ο ξένος, όποιος, θηοαυρός, πυρσός,, τρανός, η ακρίδα.
και ότι κερνά χολή.
Μόνος μεγαλοδύναμος. Κύριος Κυρίω ν, υπάρχει,
Κ’ είνε του Γένους ο θεός
Πορφύρα αποκαλυπτική το ράσο σου, Ιεράρχη,
και ή Κύπρος σου, ναός.
Χώρες, χωριά, εν’ αλάλαγμα και ο άνθρωπος και η φύση,
το κύμα, το βουνό, ο δρυμός,
φωτιά άναψε και πύρωσε στο πράο μεγαλονήσι,
όπου φωτιά, βωμός.
Σαν της εικόνας Φειδιακής, κομμένα της τα χέρια
δεν είνε της άγιας Μητρός,
για τα οφιχταγχαλιάσματα οας καρτερούν ακέρια,
γενναίοι, θαρθή ο καιρός.
Φουντώνουν πλάσματα κ’ οι αχνοί, βρίσκουν γονιό και τα έρμα,
φωνή του Υψίοτου, φωνή λαού.
Σαν άστρου, σα ματιού ένα φως παραφυλάει οτο τέρμα
του δρόμου σας, μακρυού.
«Κ α λ ώ ς μ α ς ή ρ θ α τ ε π α ι δ ι ά ». Ξανά η φωνή τη χάρη
θά ’χη του μητρικού φιλιού,
θα ηχολογήοη και η φωνή, δοξαστικό τροπάρι.
κ ’ η ανατολή; του ήλιου.