Όμηρος (Απόσπασμα)

Βιβλίο Πρώτο

Κεφάλαιο II

Ι

Ο Έκτορας ήταν εκεί. Και ο Θεόφιλος επίσης. Μέσα σε τούτο
το φως, έχουν μονάχα μικρά ονόματα. Γαληνός, Παγκράτης,
Χρυσόστομος, Μαλζό, και ο Φιλοκτήτης με το λευκό κεφάλι

το σγουρό σαν τον αφρό των κυμάτων. Φόρτωσαν τις λόγχες
των κουπιών, τις τοποθέτησαν παράλληλα στις εγκοπές των
επισκαλμίδων σαν αντρόγυνα. Έξυσαν το πουρί
των φύλλων από τα μαδέρια,

χαλάρωσαν τους κόμπους από τους σκελετούς των πανιών που
ήταν καμωμένα από αλευρόσακους, ενώ ο Έκτορας εκεί
στην άκρη, στα ρηχά, που η θάλασσα έμοιαζε με πηγή
είπε ευχαριστώ στα γρήγορα, πριν τσαλαβουτήσει μέχρι τους
μηρούς μέσα στο νερό.

Οι υπόλοιποι βολτάρισαν στην άμμο με βήμα ομοιόμορφο εκτός
από τον αφρομάλλη Φιλοκτήτη. Το έλκος στο καλάμι
του ποδιού του δεν είχε γιάνει ακόμη, έμοιαζε
με λαμπερή ανεμώνη.

Του την είχε κάνει μια άχρηστη, σκουριασμένη άγκυρα. Το
οδοντωτό σίδερο του έσκισε τη σάρκα σ’ ένα
παλινδρομικό κύμα. Εκείνος έσκυψε, έριξε πάνω αλατισμένο
νερό κι η πληγή έτσουξε. Γρήγορα θα έτρεχε,

κουτσαίνοντας προς την ανώφελη σκιά μιας μυγδαλιάς, με τα
δόντια σφιγμένα, και ύστερα θα τους έδιωχνε μ’
ένα νεύμα, γιατί ντρεπόταν για τη μυρουδιά που ανέδιδε και
για μια φορά ακόμα εκείνοι θα τον άφηναν μόνο

κάτω από το πιτσιλωτό φως του δέντρου. Τούτη την αυγή
συνέβαινε η ίδια διαολεμένη δουλειά. Αισθανόταν
το έλκος να του τραβάει τις φλέβες ως τη βουβωνική χώρα.
Χωλαίνοντας μια πάνω και μια κάτω,

κρατώντας το ένα γόνατο, άφησε τη γραμμένη ακρογιαλιά και
πήρε τ’ ανηφόρι για να βγει στον πρώτο δρόμο, στο μαγαζί
της μαμα-Κίλμαν. Εκείνη θα του άνοιγε και θα του άπλωνε
το λευκό ρούμι.

Οι συνάδελφοί του ναύτες τον κοίταξαν για λίγο και ύστερα
έδεσαν σαν άγκυρες τα χέρια τους κάτω από τα κύτη και
τα έσυραν οι καρίνες έσκισαν τη στεγνή άμμο μέχρι που
εκείνη αντιστάθηκε από κάτω και κροτάλισαν τα κουπιά

που στέκονταν παράλληλα μέσα στις πιρόγες· μετά, μέσα σε
βρισιές και προσευχές, γιατί τα κούτσουρα στριμώχνονταν
το ένα πλάι στ’ άλλο, με τους τενεκεδένιους τους κουβάδες
να κουδουνίζουν,

οι πιρόγες γλίστρησαν στα ρηχά με κατεύθυνση προς
τη θάλασσα που τους έδινε κουράγιο. Τα χαλαρά κούτσουρα
στριφογύρισαν στην επιφάνεια του νερού με τα πρόσωπα
προς τα κάτω, σαν πολεμιστές που χάθηκαν

ύστερα από κάποια μάχη κάπου στην άλλη ακτή του κόσμου.
Είχαν συρθεί σε ένα μέρος κάτω από τις μανσινέλες
για να ξαπλώσουν εκεί ανάσκελα, με τον ήλιο να κινείται
πάνω από τα φρύδια τους,

με το βλέμμα των μυρμιδόνων να κινείται από χαμηλά, από κει
που απλώνεται το χνάρι της παλίρροιας, όπου
το χλομό καβούρι σκάβει το λαγούμι του, μέχρι πάνω ψηλά. Οι
ψαράδες τρίβουν τις παλάμες τους. Τώρα όλα τα κανό

κυλούν πάνω στη ρόδινη πρωινιάτικη
φουσκοθαλασσιά. Εκείνοι σέρνουν απαλά τις πρώρες
τους, όπως οι ιπποκόμοι χειραγωγούν τα άλογα το χάραμα,
τινάζοντας τα σκοινιά όπως τα ηνία, σέρνοντάς τα από τη μύτη

το Αινείτε Αυτόν, το Άστρο της Αυγής, η Αγία Λουκία, το
Φως των Ματιών Μου
• ρίχνουν μέσα τσίγκινους
κουβάδες, ύστερα πηδούν μέσα στα κανό που γέρνουν
από το βάρος των σωμάτων τους κι έπειτα πιάνουν το κουπί και
κωπηλατούν από τη μεριά

της πρύμνης. Ο Έκτορας τέζαρε τα παλλόμενα πανιά του για
να φτάσει στη στεριά μαζί με τους γλάρους, ελπίζοντας
να γυρίσει πίσω προτού εκείνο
το κοχυλόχρωμο σούρουπο πέσει στο πέρασμα του πελεκάνου.

ΙΙ

Ο Εφτά Θάλασσες σηκώθηκε στο μισοσκόταδο για να κάνει
καφέ. Η ανατολή φλόγιζε το δαχτυλίδι του ορίζοντα
και σύννεφα φούσκωναν
σαν καρβέλια. Σαν κατάλαβε πως έκαψε το σιδερένιο μάτι
έσπρωξε τη βάση της κατσαρόλας πάνω και την άφησε εκεί.
Η κατσαρόλα κουνήθηκε από το βάρος του νερού που είχε
μέσα και ύστερα σταμάτησε.

Το μπρίκι του έσταζε. Έσυρε τη σιδερένια καρέκλα και κάθισε
κοντά στην κατσαρόλα για να την ακούσει όταν
το νερό θα κόχλαζε.
Θα έβραζε, μα δε θα τσίριζε σαν τη σφυρίχτρα του ναυκλήρου

για να του δείξει ότι ήταν έτοιμο. Άκουσε του σκυλιού το
πρωινό παράπονο κάτω απ’ την ξύλινη βεράντα
του σπιτιού, το χτύπημα της ουράς του στα σανίδια για να το
αφήσουν να μπει, αλλά εκείνος είχε το νου του στις πιρόγες

που βρίσκονταν κιόλας μιλιά μακριά, εκεί στ’ ανοιχτά της
θάλασσας. Μετά άκουσε το πρώτο αεράκι να λούζει
τις πραμάτειες της θαλασσινής μυγδαλιάς·
χτες τη νύχτα το φεγγάρι ήταν ολόγιομο σαν πιάτο.
Έβλεπε με τ’ αυτιά του.

Ζεσταινόταν με τις στέγες αντάμα καθώς ο ήλιος αρχινούσε να
σκαρφαλώνει. Μια και η αρρώστια τού είχε χαλάσει
την όραση, όταν το λιόγερμα έσφιγγε το χέρι
της θάλασσας για στερνή φορά

—κι ένα βαθύ σκότος απλωνόταν εκεί όπου το φεγγάρι και ο
ήλιος αλλάζουν βάρδιες— κινιόταν πια με μια έκτη
αίσθηση, όπως το φεγγάρι που δεν έχει μήτε μια ώρα
μήτε ένα δεύτερο χέρι,

καθάριζε επιδέξια, όπως τώρα που ξέπλενε ένα πιάτο, ενώ
η κατσαρόλα κόχλαζε• η τυφλαμάρα δεν ήταν το τέλος. Δεν
ήταν το ηλιακό ρολόι ενός φοίνικα πάνω
στην άμμο του μεσημεριού.

Μπορούσε να νιώθει τον ήλιο να σκαρφαλώνει πάνω στους
καρπούς των χεριών του. Το φως του ήλιου προχωρούσε
σαν γάτα πάνω σε δρόμο
αμμουδερό• το αισθανόταν να ξεσφίγγει τις γροθιές

του ψωμόδεντρου στην αυλή του, να τρέχει πάνω
στην κουπαστή της μικρής σιδερένιας γέφυρας που έμοιαζε με
άρπα, αισθανόταν την μπαγκέτα του να τρέχει κυματιστά
πάνω στο νερό1 έβλεπε τη λίμνη

πίσω από την εκκλησιά και μέσα σ’ αυτήν, κολλημένη σαν
σιντριβάνι, την ξεθωριασμένη σμάλτινη εικόνα
της πανσέληνου. Χαμήλωσε το μάτι κάτω από την κατσαρόλα,
στη θέση που ο ήλιος γέρνει στη δύση του.

Ο σκύλος γρατσούνιζε την πόρτα της κουζίνας για να του
ανοίξει, αλλά εκείνος τον άφησε να περιμένει.
Έπαιζε ταμπούρλο χτυπώντας τα δάχτυλά του πάνω
στο τραπέζι της κουζίνας. Δυο μαυροπούλια τσακώνονταν
για το πρόγευμά τους.

Κινώντας μοναχά το ένα χέρι, κάθισε ακίνητος σαν μάρμαρο με
τα μάτια του που ’μοιαζαν με ασπράδια αβγών, με
τα δάχτυλα ν’ αναμετρούν το παρελθόν μιας άλλης θάλασσας
που τη μέτρησε ολάκερη με το κουπί.

Ω, άνοιξε τούτη τη μέρα με το βόγκο του κοχυλιού, Όμηρε,
όπως έκανες σαν ήμουν παιδί, όταν ήμουν ένα
ουσιαστικό που γλυκά το πρόφερε ο ουρανίσκος της ανατολής.

Μια σαύρα πάνω στο θαλασσινό τοίχο ρίχνει τις απορίες της
στη θάλασσα την αγουροξυπνημένη κι ένα δίχτυ από
χρυσά φύκια φωτίζει τον ύφαλο που οι ναύτες απέφευγαν από
μακριά με τα κανό τους.

Μονάχα σ’ εσένα, μέσ’ από τους αιώνες που χάραξαν
περγαμηνή με τον άτλαντα της θάλασσας, μπορώ
να πιάσω τον ήχο των κυματογραμμών
που περιπλανιούνται σαν την τρεμουλιαστή προβιά

του κοπαδιού του φάρου, που οι Κύκλωπες με
το τυφλωμένο μάτι τ’ απομακρύνουν από το φως. Μετά τα κανό
έγιναν γαλέρες που πάνω τους μια φρεγάτα τίναξε αργά μπρος
πίσω τα φτερά της που ’μοιαζαν με δρεπάνια.

Μέσα σου οι σπόροι των γκρίζων αμυγδάλων μαντεύουν το
σχήμα ενός δέντρου και τα φύλλα των αμπελιών
μένουν ακίνητα σαν οδοντωτά νησιά και ο τυφλός φάρος,
ψηλαφώντας την παρυφή ενός ακρωτηρίου,

σταμάτησε σαν γίγαντας ένα μαρμάρινο σύννεφο μέσα στα
χέρια του, για να το εκσφενδονίσει μακριά, έτσι
που βούλιαξε μέσα σ’ αστέρια από φώσφορο. Μετά
ένας μαύρος ψαράς με το σαγόνι του τ’ αξύριστο

που ’μοιάζε με ξεραμένο αχινό, σήκωσε το πανί του
το καμωμένο από αλευρόσακους πάνο στον ιστό από μπαμπού
κι αγνάντεψε εξεταστικά την ανοιχτή γραμμή
του επικού μας ορίζοντα- τώρα μπορώ να δω πίσω μου

βράχους που κοιτούν τα πόδια τους όταν το φως καθαρίζει
τα κύματα, καθώς οι πιρόγες σαλπάρουν με
εβένινους καπετάνιους, αφού ήταν το δικό σου φως
που ξάφνιασε τις ηλιόλουστες αποβάθρες μας,

όπου λικνίζονταν ήσυχα οι σκούνες, δεμένες
στα κρύα παλαμάρια. Ένας άνεμος γυρνά τις σελίδες
του λιμανιού πίσω στη φωνή που
κελάρυσε μέσα στο λαιμό ενός κοριτσιού: «Όμηρε!»

ΙΙΙ

«Όμηρο», γέλασε το κορίτσι. «Έτσι τον λέμε στα ελληνικά».
Χάιδεψε τη μικρή προτομή με τη σπασμένη μύτη κι εγώ
φαντάστηκα τον Εφτά Θάλασσες να κάθεται κοντά στην μπόχα

των διχτυών που στέγνωναν, ακούγοντας τον ήχο των ρηχών
νερών. Είπα: «Ο Όμηρος και η Βιργκ είναι αγρότες
στη Νέα Αγγλία και το φτερωτό άλογο φρουρεί
το βενζινάδικό τους, έχεις δίκιο».

Αισθάνθηκα τον αφρομάλλη να κοιτάζει καθώς χάιδευα
το παγερό μάρμαρο του μπράτσου κι έπειτα τους ώμους
εκεί μέσα στο χειμωνιάτικο φως της σοφίτας. Είπα, «Omeros»,

και το Ο μου φάνηκε σαν τη βουή που βγάζει το κοχύλι, το mer
ήταν μάνα και θάλασσα μαζί στη διάλεκτο
των Αντιλλών, ενώ το os
ένα γκρίζο κόκαλο και το λευκό κύμα την ώρα που σπάει

και απλώνει το συριστικό του κολάρο σε μια δαντελωτή
ακρογιαλιά. Όμηρος ήταν το τρίξιμο των ξερών φύλλων
και τ’ απόνερα που αντηχούν μέσ’ από το στόμα
της σπηλιάς σαν έρχεται η άμπωτη.

Το όνομα έμεινε στο στόμα μου. Είδα πώς απλώθηκε το φως
στ’ ασιατικά μάγουλα της Αντιγόνης, πώς καθόρισε τα μάτια
της με μια μαύρη αμυγδαλωτή γραμμή, καθώς
εκείνη γύρισε και είπε:

«Με κούρασε η Αμερική, είναι καιρός να γυρίσω πίσω στην
Ελλάδα. Μου λείπουν τα νησιά μου». Και ύστερα
γύρισε τινάζοντας τη μαύρη ριπή των μαλλιών της.

Είδα πώς το κύμα αποτύπωσε τη δαντέλα του σχεδιαστά πάνω
στην ακτή του λαιμού της, ύστερα τα ρηχά νερά σαν μετάξι
τυλίχτηκαν στους αστραγάλους της, σαν άηχο κύμα,

κι ένιωσα πως μια άλλη προτομή, όχι η δική της, αλλά
η δική σου, Όμηρε, το είδε αυτό, μ’ κείνα τα μάτια
που μοιάζουν πέτρινα μύγδαλα γυρνώντας τη σπασμένη μύτη
σου, την ίδια ώρα που το ψιθυριστό υγρό μετάξι
της θάλασσας συμφωνεί.

Αλλ’ αν μπορούσε να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές του
δαπέδου της που μοιάζει με ασπρισμένο από
το λιοπύρι κατάστρωμα ακαλαφάτιστο
από την κάψα των Αντιλλών, μέχρι κάτω βαθιά στις σκοτεινές
γωνιές της, τα ρουθούνια του θα τεντώνονταν

από τη δυσοσμία των αλυσοδεμένων αστραγάλων
ολάκερων καραβανιών από δούλους, πόδια που γδέρνονταν
σαν φύλλα και ίσως το αθώο μάρμαρο να είχε γυρίσει
αλλού τους άσπρους σπόρους του για να ανοίξει

το στόμα του διάπλατα από τη φρίκη κάτω από το τραπέζι της,
από τη λύρα της πολυθρόνας της, τυλιγμένο μες
στη λευκή εσθήτα, για να κάνει ό,τι κάνει πάντα το παρελθόν:
να υποφέρει και ν’ ατενίζει.

Εκείνη έμεινε ήρεμη σαν σ’ αραξοβόλι κι ένα σύννεφο
τη σκέπασε με τη σκιά μου· μετά μια πλώρη με βαμμένα μάτια
ξεπρόβαλε αργά από τη μυρωμένη βροχή των μαύρων μαλλιών.

Κι άκουσα ένα βογκητό υπόκωφο να βγαίνει από ένα αγγείο,
μα δεν ήταν μοιρολόι για βασιλιάδες που
περιπλανιούνται μέσα στις λόγχες
της βροχής· ήταν τα λόγια τα απλά των άξεστων
ψαράδων που βρίζανε πάνω από τα κανό τους.

Ντέρεκ Γουόλκοτ
Ντέρεκ Γουόλκοτ (1930 - 2017)

συγγραφέας και ποιητής από την Αγία Λουκία της Καραϊβικής. Βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1992. («Όμηρος»)

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ