Η Τρέλα που ήρθε απ’ τη θάλασσα

Αν γινόταν να μου κάνει ποτέ ο Θεός μια χάρη, θα 'θελα να 'ναι αυτή εδώ: να εξαφανιστούν τ' αποτελέσματα που δημιούργησε η ματιά που έριξα τυχαία σ' ένα απόκομμα εφημερίδας. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα να βρω εύκολα, γιατί είχε δημοσιευτεί σε μια παλιά αυστραλέζικη εφημερίδα, τη Σίντνεϊ Μπιούλετιν με ημερομηνία 18 Απριλίου 1925. Είχε ξεφύγει απ' το γραφείο αποκομμάτων που εκείνη την εποχή εργαζόταν για λογαριασμό του θείου μου.
Είχα σχεδόν εγκαταλείψει τις έρευνες πάνω σ' αυτό που ο καθηγητής Έιντζελ ονόμαζε «Λατρεία του Κθούλου» και πήγα να επισκεφτώ έναν πολύ μορφωμένο φίλο μου στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ. Ήταν διευθυντής στο τοπικό μουσείο και γνωστός ορυκτολόγος. Μια μέρα που εξέταζα τα δείγματα που υπήρχαν στην αποθήκη του μουσείου, το μάτι μου έπεσε σε μια παράξενη φωτογραφία που υπήρχε σε μια παλιά εφημερίδα απ' αυτές που ήταν στρωμένες στα ράφια. Ήταν η Σίντνεϊ Μπιούλετιν που ανέφερα προηγουμένως, γιατί οι πηγές του φίλου μου βρίσκονταν σε πολλά μέρη. Η φωτογραφία έδειχνε ένα απαίσιο αγαλματίδιο, σχεδόν ίδιο μ’ αυτό που βρήκε ο Λεγκράς στο βάλτο. Καθάρισα το φύλλο και κοίταξα το άρθρο, αλλά απογοητεύτηκα γιατί δεν ήταν μεγάλο.Αυτά που ανέφερε όμως είχαν μεγάλη σημασία για την έρευνά μου. Το 'σκισα λοιπόν αμέσως. Έγραφε τα παρακάτω:

ΒΡΕΘΗΚΕ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΝΑΥΑΓΙΟ
«Το Βίτζιλαντ καταφτάνει ρυμουλκώντας ένα εγκαταλειμμένο νεοζηλανδέζικο γιοτ με οπλισμό. Πάνω σ' αυτό βρέθηκαν ένας επιζών κι ένας νεκρός. Ιστορία απελπισμένης μάχης και θανάτων στη θάλασσα. Ο ναυτικός ο οποίος διεσώθη, αρνείται να δώσει λεπτομέρειες. Βρέθηκε στην κατοχή του παράξενο είδωλο. Γίνονται έρευνες.
Το φορτηγό Βίτζιλαντ της Εταιρείας Μόρισον έφθασε σήμερα στο αγκυροβόλιο του στο λιμάνι Ντάρλινγκ. Ρυμουλκούσε και το ταλαιπωρημένο,αλλά βαριά οπλισμένο, ατμοκίνητο γιοτ Αλέρτ, απ' το Ντιούντιν της Νέας Ζηλανδίας. Το συνάντησε στις 12 Απριλίου σε νότιο πλάτος 34° 21’ και σε δυτικό μήκος 152° 17'. Στο γιοτ υπήρχε ένας ζωντανός κι ένας νεκρός.
Το Βίτζιλαντ σαλπάρισε απ’ το Βαλπαρέζο στις 25 Μαρτίου. Στις 2 Απριλίου είχε παρασυρθεί πολύ πιο νότια απ’ την πορεία του. Αιτία οι μεγάλες τρικυμίες και τα τεράστια κύματα. Στις 12 Απριλίου συνάντησαν ένα εγκαταλειμμένο σκάφος. Παρ’ όλο που δε φαινόταν να υπάρχει ψυχή πάνω του, όταν ανέβηκαν, βρήκαν ένα ζωντανό, σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση, κι έναν άλλο που όπως φαινόταν, είχε πεθάνει τουλάχιστον πριν από μια εβδομάδα.
Ο ζωντανός κρατούσε ένα φριχτό πέτρινο είδωλο, άγνωστης προέλευσης, που είχε ύψος γύρω στους 30 πόντους. Για τη φύση του προσωπικότητες απ' το πανεπιστήμιο του Σίντνεϊ, απ' τη Βασιλική Εταιρεία κι απ' το Μουσείο της Κόλετζ Στριτ δήλωσαν πλήρη άγνοια. Ο επιζών είπε ότι το βρήκε στην καμπίνα του γιοτ. Ήταν τοποθετημένο πάνω σ' ένα συνηθισμένο σκαλιστό βωμό.
Ο άνθρωπος αυτός αφού συνήρθε, διηγήθηκε μια υπερβολικά παράξενη ιστορία πειρατείας και αίματος. Το όνομά του ήταν Γκούσταβ Γιόχανσεν. Ήταν ένας έξυπνος Νορβηγός που εργαζόταν ως δεύτερος καπετάνιος στη δικάταρτη σκούνα Έμμα από το Όκλαντ. Είχε σαλπάρει για το Καλάο στις 20 Φεβρουαρίου, με πλήρωμα έντεκα άντρες.
Το Έμμα, είπε, είχε καθυστερήσει και παρεκκλίνει απ' την πορεία του προς τα νότια, εξαιτίας της μεγάλης θύελλας της 1ης Μαρτίου. Στις 22 Μαρτίου κι ενώ βρισκόταν σε νότιο γεωγραφικό πλάτος 49° 51’ και δυτικό γεωγραφικό μήκος 128° 34', συνάντησε το Αλέρτ, που είχε ένα παράξενο και κακόβουλο πλήρωμα από Κανάκας και μιγάδες. Τους πρόσταξαν να γυρίσουν πίσω, αλλά ο κυβερνήτης Κόλινς αρνήθηκε. Τότε το αλλόκοτο πλήρωμα,χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να ρίχνει στη σκούνα μ' ένα περίεργα δυνατό μπρούντζινο κανόνι που αποτελούσε μέρος του εξοπλισμού του γιοτ.
Το πλήρωμα του Έμμα αντιστάθηκε, είπε ο άνθρωπος που επέζησε. Όταν όμως η σκούνα άρχισε να βουλιάζει απ' τις κανονιές που τη χτύπησαν κάτω απ' τα ίσαλα, το πλήρωμά της κατάφερε ν' ανέβει πάνω στο εχθρικό σκάφος. Και τότε άρχισε να παλεύει με το άγριο πλήρωμα στο κατάστρωμα του γιοτ. Αναγκάστηκαν να τους σκοτώσουν όλους — ήταν λίγο περισσότεροι απ’ αυτούς. Αιτία ο απαίσιος κι απελπισμένος, αν και κάπως αδέξιος, τρόπος που πάλευαν.
Από το πλήρωμα του Έμμα σκοτώθηκαν τρεις.Ανάμεσά τους ο κυβερνήτης Κόλινς κι ο καπετάνιος Γκριν. Οι άλλοι οχτώ μαζί με το δεύτερο Γιόχανσεν άρχισαν να κυβερνούν το αιχμαλωτισμένο γιοτ. Έβαλαν πλώρη αντίθετη απ’ την αρχική τους πορεία. Ήθελαν να δουν για ποιο λόγο τους είχαν προστάξει να σταματήσουν.
Φαίνεται πως την άλλη μέρα άραξαν σ’ ένα μικρό νησί, παρ’ όλο που ήταν γνωστό ότι κανένα νησί δεν υπήρχε σε κείνο το μέρος του ωκεανού.Έξι από τους άντρες πέθαναν εκεί. Ο Γιόχανσεν κρατάει μια περίεργη σιωπή γι’ αυτό το κομμάτι της ιστορίας του και το μόνο που αναφέρει είναι ότι έπεσαν μέσα σ' ένα χάσμα.
Αργότερα, φαίνεται ότι αυτός κι ένας σύντροφος του ανέβηκαν ξανά στο γιοτ και προσπάθησαν να το κυβερνήσουν, αλλά τους χτύπησε η θύελλα της 2 Απριλίου.
Από κείνη την ώρα μέχρι τη στιγμή που σώθηκαν, στις 12 Απριλίου, δε θυμάται πολλά πράγματα, ούτε καν πότε πέθανε ο Ουίλιαμ Μπράιντεν, ο σύντροφος του. Ο θάνατος του Μπράιντεν είναι ανεξήγητος. Οφείλεται μάλλον στην ταραχή του και στην ταλαιπωρία του απ' τα στοιχεία της φύσης.
Τηλεγραφήματα από το Ντιούντιν αναφέρουν ότι το Αλέρτ ήταν πολύ γνωστό σαν εμπορικό σκάφος. Ταξίδευε στα νησιά, αλλά στα λιμάνια είχε κακή φήμη. Ήταν ιδιοκτησία μιας περίεργης ομάδας μιγάδων. Οι συχνές τους συναντήσεις και τα νυχτερινά τους ταξίδια στα δάση είχαν φουντώσει τη φαντασία πολλών. Είχε σαλπάρει πολύ βιαστικά μετά τους σεισμούς και τις τρικυμίες της 1ης Μαρτίου.
Ο ανταποκριτής μας στο Όκλαντ είπε ότι το Έμμα και το πλήρωμά του είχαν πολύ καλή φήμη. Τον Γιόχανσεν τον περιέγραφαν σαν ένα πολύ σοβαρό και άξιο άνθρωπο.
Το ναυαρχείο θα κάμει ανάκριση που θα αρχίσει αύριο. Σ’ αυτή θα ζητήσουν απ’ τον Γιόχανσεν να μιλήσει πιο καθαρά, απ' όσο έχει κάνει μέχρι τώρα».

Αυτό ήταν όλο κι όλο μαζί με μια φωτογραφία του φριχτού αγαλματιδίου. Αλλά ήταν αρκετό για ν' αρχίσουν να γεννιούνται στο μυαλό μου περίεργες σκέψεις.Εδώ υπήρχε ένας καινούργιος θησαυρός στοιχείων για τη λατρεία του Κθούλου και αποδείξεις ότι αυτή η ομάδα, εκτός από τη στεριά, είχε συμφέροντα και στη θάλασσα. Άραγε, όμως, τι ήταν αυτό που έσπρωξε το πλήρωμα των μιγάδων να διατάξει το Έμμα να γυρίσει πίσω, ενώ αυτό ταξίδευε κουβαλώντας μαζί του το απαίσιο είδωλο; Ποιο ήταν το άγνωστο νησί, όπου έξι άντρες απ' το πλήρωμα του Έμμα πέθαναν; Γιατί ο πλοίαρχος Γιόχανσεν ήταν τόσο επιφυλαχτικός; Τι είχε αποκαλύψει η έρευνα του αντιναυαρχείου; Τι έγινε γνωστό για κείνο το απαίσιο Τάγμα στο Ντιούντιν; Και το σπουδαιότερο απ’ όλα: ποια ήταν η βαθύτερη και υπερφυσική σχέση που είχαν οι διάφορες ημερομηνίες, δίνοντας τώρα μια διαβολική και αναμφισβήτητη βαρύτητα στα διάφορα γεγονότα που τόσο προσεχτικά είχε καταγράψει ο θείος μου;
Ο σεισμός και η θύελλα είχαν ξεσπάσει την 1η Μαρτίου, δηλαδή 28 Φεβρουαρίου δική μας ημερομηνία, σύμφωνα με τη Διεθνή Γραμμή Ημερομηνίας. Το Αλέρτ με το θορυβώδικο πλήρωμά του ξεκίνησε απ' το Ντιούντιν αμέσως, λες και υπάκουσε σε κάποιο αυτοκρατορικό κάλεσμα. Συγχρόνως, στην άλλη άκρη της γης, ποιητές και καλλιτέχνες άρχισαν να ονειρεύονται μια παράξενη, σκοτεινή κυκλώπεια πόλη. Ένας νεαρός γλύπτης έφτιαξε στον ύπνο του τη μορφή του τρομερού Κθούλου. Στις 23 Μαρτίου το πλήρωμα του Έμμα ξεμπαρκάρησε στο άγνωστο νησί. Όταν έφυγε, άφησε εκεί έξι άντρες νεκρούς. Εκείνη την ημέρα, τα όνειρα των ευαίσθητων ανθρώπων είχαν μια καθαρότητα ακόμα πιο έντονη, αλλά και μια σκοτεινιά τρόμου απ' τη διαβολική καταδίωξη ενός γιγάντιου τέρατος. Ένας αρχιτέκτονας είχε τρελαθεί κι ένας γλύπτης βυθίστηκε ξαφνικά σε ντελίριο. Τι έγινε λοιπόν, ύστερ' από τη θύελλα που ξέσπασε στις 2 Απριλίου, δηλαδή την ημερομηνία που σταμάτησαν όλα τα όνειρα γύρω απ' την υγρή πόλη κι ο Γουίλκοξ συνήλθε απ' τα δεσμά του παράξενου πυρετού; Τι σημαίνουν όλ' αυτά; Τι σημαίνουν οι υπαινιγμοί του γερο-Κάστρο για τους βυθισμένους αστρογεννημένους «Παλαιούς» και την επερχόμενη βασιλεία τους, την κυριαρχία τους πάνω στα όνειρα και για τους πιστούς που τους λάτρευαν; Παραπατούσα άραγε στην άκρη κάποιας κοσμικής φρίκης, πέρ' απ' τα όρια αντοχής του ανθρώπου; Αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε αυτοί οι τρόμοι πρέπει να είναι δημιουργήματα μονάχα του μυαλού γιατί έτσι, ανεξήγητα, στις 2 Απριλίου η οποιαδήποτε τερατώδης απειλή που είχε αρχίσει να πολιορκεί την ψυχή της ανθρωπότητας, σταμάτησε.
Εκείνο το βράδυ, ύστερ' από μια μέρα γεμάτη βιαστικά τηλεγραφήματα και προετοιμασία, αποχαιρέτησα τον οικοδεσπότη μου και πήρα το τρένο για το Σαν Φραντσίσκο. Σε λιγότερο από ένα μήνα βρισκόμουν στο Ντιούντιν. Εκεί όμως ανακάλυψα ότι ήξεραν πολύ λίγα πράγματα για τα παράξενα μέλη του Τάγματος, που τριγύριζαν στις παλιές ταβέρνες των ναυτικών. Αλλά οι αλήτες των λιμανιών είναι σχεδόν όλοι ίδιοι, για να καταφέρει κανείς να ξεχωρίσει αυτά τα μέλη ανάμεσά τους. Ωστόσο, γινόταν αόριστη κουβέντα για κάποιο ταξίδι που είχαν κάνει στο εσωτερικό αυτοί οι μιγάδες και που όσο κράτησε, ακούγονταν αμυδρά ήχοι από τύμπανα και διακρίνονταν κόκκινες φλόγες στους μακρινούς λόφους.
Στο Όκλαντ έμαθα ότι ο Γιόχανσεν είχε γυρίσει απ' το Σίντνεϊ και είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του μετά από μια προκαταρκτική αλλά χωρίς αποτέλεσμα ανάκριση· είχε πουλήσει το χωριατόσπιτό του στη Γουέστ Στριτ κι είχε φύγει με τη γυναίκα του για την πατρίδα του, το Όσλο. Για όλα τα συνταρακτικά που πέρασε, δεν είπε στους φίλους του τίποτε περισσότερο απ’ όσα είχε πει στο ναυαρχείο και τη μόνη βοήθεια που μπορούσαν να μου προσφέρουν όλοι, ήταν να μου δώσουν τη διεύθυνσή του στο Όσλο.
Ύστερα απ' αυτό πήγα στο Σίντνεϊ. Εκεί μίλησα με τους δικαστές της ανακριτικής επιτροπής του αντιναυαρχείου και με τους ναυτικούς, αλλά δεν έμαθα τίποτα. Στο Σίρκιουλαρ Κουέι του Σίντνεϊ είδα το Αλέρτ. Είχε πουληθεί και τώρα χρησιμοποιόταν για εμπορικούς σκοπούς. Εξέτασα το σκάφος αλλά ούτε κι αυτό μου πρόσφερε τίποτα. Η σκυφτή μορφή με το ιχθυοειδές κεφάλι,το σαν δράκου σώμα, τα λεπιδωτά φτερά και το βάθρο που ήταν γεμάτο ιερογλυφικά, ήταν στο μουσείο του Χάιντ Παρκ. Τη μελέτησα προσεχτικά και για πολύν καιρό. Διαπίστωσα πως ήταν ένα αντικείμενο διαβολικής κι έξοχης τέχνης. Το υλικό που ήταν κατασκευασμένο, ήταν εξίσου φοβερά μυστηριώδες, είχε την ίδια τρομακτική αρχαιότητα και την ίδια εξωγήινη παραδοξότητα που είχα επισημάνει και στο μικρότερο δείγμα του Λεγκράς. Ο έφορος μου είπε ότι οι γεωλόγοι είχαν συναντήσει ένα τερατώδες αίνιγμα· ορκίζονταν ότι δεν υπήρχε τέτοιο πέτρωμα στον κόσμο. Και τότε σκέφτηκα, ανατριχιάζοντας, αυτά που είχε πει ο γερο-Κάστρο στον Λεγκράς για τους Αρχέγονους «Παλαιούς»: «Ήρθαν απ' τ' αστέρια κι έφεραν μαζί Τους και τις εικόνες Τους!»
Νιώθοντας τέτοια ψυχική αποστροφή, που όμοιά της δεν είχα ξανανιώσει, αποφάσισα τρέμοντας ότι ήταν καιρός πια να επισκεφτώ τον πλοίαρχο Γιόχανσεν στο Όσλο. Έφυγα με πλοίο για το Λονδίνο κι από κει πήρα άλλο για τη νορβηγική πρωτεύουσα. Και μια φθινοπωρινή μέρα έφτασα στις φθαρμένες απ' το χρόνο αποβάθρες κάτω απ' τη σκιά του Έγκεμπεργκ.
Η διεύθυνση του Γιόχανσεν, όπως διαπίστωσα, βρισκόταν στην παλιά πόλη του βασιλιά Χάρολντ Χααρντράντα, η οποία διατήρησε ζωντανό το όνομα του Όσλο,στο πέρασμα των αιώνων· στη διάρκειά τους η μεγαλύτερη πόλη είχε μεταμφιεστεί με το όνομα Χριστιανία. Έκανα το σύντομο ταξίδι με ταξί κι όταν χτύπησα την πόρτα, η καρδιά μου έτρεμε. Ήταν ένα βολικό, παλιό σπίτι με γύψινη πρόσοψη. Μου άνοιξε μια θλιμμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Με απογοήτευση την άκουσα να μου λέει με μισοσπασμένα αγγλικά ότι ο Γκούσταβ Γιόχανσεν δεν υπήρχε πια.
Δεν έζησε πολύν καιρό από τότε που γύρισε. Αυτά που συνέβησαν στη θάλασσα το 1925, τον είχαν τσακίσει. Δεν της είχε πει τίποτε περισσότερο απ' όσα είχε πει σ' όλους. Είχε αφήσει όμως ένα μεγάλο χειρόγραφο με τεχνικά θέματα, όπως είπε. Ήταν γραμμένο στ' αγγλικά, για να προστατέψει, ίσως, τη γυναίκα του από μια πιθανή ανάγνωσή του. Ο Γιόχανσεν είχε βγει περίπατο σ' ένα στενό σοκάκι κοντά στην αποβάθρα του Γκόθενμπεργκ· ξαφνικά ένα δέμα από χαρτιά, που έπεσε απ' το παράθυρο μιας σοφίτας, τον έριξε κάτω. Δύο Ινδοί ναύτες έτρεξαν και τον βοήθησαν να σηκωθεί όρθιος, αλλά πριν φτάσει το ασθενοφόρο, ήταν νεκρός. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να αιτιολογήσουν το θάνατο του. Είπαν ότι έφταιγε η αδύνατη καρδιά του.
Είχε αρχίσει τώρα ένας σκοτεινός τρόμος να μου τρώει τα σωθικά, που θα με ακολουθεί ώσπου να πεθάνω κι εγώ από ατύχημα ή απ' άλλον τρόπο. Έπεισα τη χήρα ότι είχα μεγάλη σχέση με τα τεχνικά θέματα που διαπραγματευόταν ο σύζυγος της κι έτσι μου 'δωσε το χειρόγραφο. Πήρα μαζί μου το ντοκουμέντο κι άρχισα να το διαβάζω στο πλοίο για το Λονδίνο.
Ήταν ένα απλό φλύαρο κείμενο — η προσπάθεια ενός απλοϊκού ναύτη να κρατήσει ημερολόγιο. Προσπαθούσε να περιγράψει μέρα τη μέρα το τελευταίο φριχτό ταξίδι. Δε θα προσπαθήσω να το μεταφράσω ολόκληρο, μια και ήταν ασαφές και πολυλογάδικο. Θα διηγηθώ λεπτομερειακά μόνο το ουσιαστικό μέρος του, γιατί ο θόρυβος του νερού που χτυπούσε στα πλευρά του πλοίου, μου είχε γίνει τόσο ανυπόφορος που βούλωσα τ' αυτιά μου με μπαμπάκι.
Ο Γιόχανσεν, δόξα το Θεό, δεν τα 'ξερε όλα καλά, κι ας είδε την Πόλη και το Πράγμα. Εγώ όμως ποτέ μου πια δε θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα, όταν αναλογίζομαι τη φρίκη που παραμονεύει συνέχεια πέρ' απ' τη ζωή στο χώρο και στο χρόνο, όλες αυτές τις ανίερες βλασφημίες, τις προερχόμενες απ' τ' αρχέγονα άστρα, που ονειρεύονται κρυμμένες κάτω απ' τη θάλασσα, γνωστές κι αγαπητές σ' ένα εφιαλτικό Τάγμα, ένα Τάγμα που περιμένει έτοιμο και πρόθυμο να τις εξαπολύσει στους ανθρώπους μόλις ένας άλλος σεισμός ξαναφέρει στον ήλιο και στον αέρα την τερατώδη πέτρινη πόλη τους.
Το ταξίδι του Γιόχανσεν άρχισε όπως ακριβώς το διηγήθηκε στο αντιναυαρχείο. Το Έμμα ξεκίνησε απ' το Όκλαντ στις 20 Φεβρουαρίου και χτυπήθηκε με μανία από τη θύελλα που δημιούργησε ο σεισμός, ο σεισμός εκείνος που ξέρασε απ’ το βυθό τη φρίκη που πλημμύρισε τα όνειρα των ανθρώπων. Όταν ξαναβρήκε τον έλεγχο του, προχώρησε γρήγορα, ώσπου συναντήθηκε με το Αλέρτ, στις 22 Μαρτίου. Μπορούσα να νιώσω τη λύπη που αισθάνθηκε ό υποπλοίαρχος όταν έγραφε για τον κανονιοβολισμό και το βύθισμα του πλοίου. Μιλάει με ανείπωτη φρίκη για τους διαβολικούς λάτρεις του Αλέρτ. Οι άνθρωποι αυτοί απόπνεαν κάτι το ανεξήγητα αποκρουστικό, που έκανε την καταστροφή τους να μοιάζει με καθήκον. Κι ο Γιόχανσεν αναρωτιέται με ειλικρίνεια, γιατί στην ανάκριση, όταν εξέταζαν την ομάδα του, την κατηγόρησαν για αγριότητα. Ύστερα οδηγημένοι από την περιέργεια, τράβηξαν μπροστά με το γιοτ που είχαν καταλάβει κάτω απ’ τις διαταγές του Γιόχανσεν, μέχρι που οι άντρες αντίκρισαν έναν μεγάλο πέτρινο κίονα να ξεπροβάλλει μέσα απ’ τη θάλασσα. Σε νότιο πλάτος 47° 9' και σε δυτικό πλάτος 126° 43' έφτασαν σε μια παραλία γεμάτη λάσπη και βλέννα. Κυκλώπεια τείχη υψώνονταν μπροστά τους σκεπασμένα με φύκια, ό,τι πιο τρομερό πάνω στη γη. Ήταν η εφιαλτική νεκρόπολη της Ρ'λύε, που είχε χτιστεί εδώ κι αμέτρητους αιώνες, πριν αρχίσει η ιστορία της ανθρωπότητας, απ’ τις τεράστιες αποκρουστικές μορφές που κατέβηκαν απ' τα σκοτεινά άστρα. Εκεί μέσα κείτονταν ο Μεγάλος Κθούλου και οι ορδές του, κρυμμένοι μέσα στα πράσινα γλιστερά υπόγεια. Και τώρα, ύστερα από αμέτρητους κοσμικούς κύκλους, έστελναν επιτέλους εκείνες τις σκέψεις που έσπερναν τον τρόμο στα όνειρα των ευαίσθητων ανθρώπων. Κι ήταν αυτοί που καλούσαν επιταχτικά τους πιστούς να ‘ ρθουν να προσκυνήσουν την απελευθέρωση κι αποκατάστασή τους. Ο Γιόχανσεν δεν ήξερε το παραμικρό γι’ αυτά, αλλά ο Θεός ξέρει πόσα είδαν τα μάτια του.
Πιστεύω ότι μόνο μια βουνοκορφή είχε αναδυθεί απ’ τα νερά· η απαίσια ακρόπολη, στεφανωμένη με μονόλιθους, όπου ήταν θαμμένος ο Μεγάλος Κθούλου. Όταν φαντάζομαι το μέγεθος όλων αυτών που βρίσκονται εκεί κάτω, αμέσως μου 'ρχεται να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Ο Γιόχανσεν και οι άντρες του έμειναν άφωνοι μπροστά στο μεγαλείο αυτής της υγρής Βαβυλώνας των Αρχέγονων Δαιμόνων. Θα πρέπει να το μάντεψαν αμέσως· αυτό που έβλεπαν δεν ήταν κάτι που ανήκε σ ‘ αυτόν ή σε οποιονδήποτε άλλο λογικό πλανήτη. Θα 'μειναν κατάπληκτοι μπροστά στο απίστευτο μέγεθος που είχαν οι πράσινοι πέτρινοι ογκόλιθοι, στο ιλιγγιώδες ύψος του μεγάλου σκαλιστού μονόλιθου και στην τρομερή ομοιότητα που είχαν τα κολοσσιαία αγάλματα και ανάγλυφα με την περίεργη εικόνα που βρήκαν στο βωμό του Αλέρτ. Όλ’ αυτά διαγράφονται ολοκάθαρα στην περιγραφή του τρομαγμένου υποπλοιάρχου.
Ο Γιόχανσεν δεν είχε ιδέα τι είναι ο φουτουρισμός, κατάφερε όμως να τον πλησιάσει πολύ, περιγράφοντας την πόλη. Για παράδειγμα: Αντί να περιγράψει τα κτίρια, αρκείται μόνο στην εντύπωση που του έκαναν οι τεράστιες γωνίες και οι πέτρινες επιφάνειες. Αυτές οι τελευταίες ήταν πολύ μεγάλες για ν' ανήκουν σε οτιδήποτε φυσιολογικό πάνω σ’ αυτή τη γη. Ήταν γεμάτες με φριχτές μορφές και ιερογλυφικά. Αναφέρομαι στο λόγο του για τις γωνίες, επειδή υπονοεί κάτι που μου είχε πει ο Γουίλκοξ σχετικά με τα φριχτά του όνειρα. Είχε τονίσει ότι η γεωμετρία του τόπου του ονείρου του ήταν αφύσικη, μη ευκλείδεια. Θύμιζε φριχτά σφαίρες και διαστάσεις πέρ' απ' τα δικά μας. Και να που τώρα ένας αμόρφωτος ναυτικός ένιωθε το ίδιο πράγμα, αντικρίζοντας την τρομερή πραγματικότητα.
Ο Γιόχανσεν και οι άντρες του ξεμπάρκαραν σε μια λασπερή κατηφορική παραλία αυτής της τερατώδικης ακρόπολης. Σύρθηκαν γλιστρώντας πάνω σε τιτάνιους ογκόλιθους, σκεπασμένους με βλέννα, που σχημάτιζαν μια σκάλα φτιαγμένη όχι γι’ ανθρώπους. Ο ίδιος ο ήλιος στον ουρανό έδειχνε παραμορφωμένος, αν τον έβλεπε κανείς μες απ' το διαθλαστικό μίασμα που ανέδυε αυτή η θαλασσοσκέπαστη διαστροφή. Κρυμμένη απειλή και τρόμος παραμόνευαν διαβολικά σ' αυτές τις τρελά ασύλληπτες γωνίες του σκαλισμένου βράχου. Εκεί που με μια δεύτερη ματιά φαινόταν κοιλότητα, στο ίδιο , ακριβώς σημείο με μια προηγούμενη παρουσιαζόταν κυρτότητα. Κάτι που έμοιαζε πολύ με τρόμο, άρχισε να κυριεύει όλους τους εξερευνητές, πριν ακόμα δουν οτιδήποτε άλλο εκτός από πέτρες, γλίτσα και φύκια. Ο καθένας τους θα το 'βαζε στα πόδια, αν δε φοβόταν πως οι άλλοι θα τον κορόιδευαν. Κι όλοι έψαχναν με μισή καρδιά να βρουν κάποιο ενθύμιο που θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους — μάταια όπως αποδείχτηκε. Εκείνος που φώναξε ότι βρήκε κάτι, ήταν ο Ροντρίγκεζ ο Πορτογάλος, που σκαρφάλωσε στην κορφή του μονόλιθου. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Κοίταξαν παραξενεμένοι την τεράστια σκαλιστή πύλη με το γνώριμο πια ανάγλυφο του χταποδιούδράκου. Ο Γιόχανσεν λέει ότι έμοιαζε με πόρτα στάβλου.Όλοι οι άλλοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν πόρτα απ' το σκαλισμένο περίγραμμά της και το κατώφλι. Αλλά δεν ήταν σίγουροι αν ήταν πάνω στο έδαφος σαν καταπαχτή ή αν ήταν ελαφρά ανασηκωμένη, όπως η εξωτερική πόρτα ενός κελαριού. Όπως θα 'λεγε κι ο Γουίλκοξ, η γεωμετρία αυτού του μέρους ήταν τελείως λάθος. Κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι η θάλασσα και το έδαφος ήταν οριζόντια. Γι' αυτό το λόγο, η θέση για όλα ήταν σχετική· έμοιαζε να υπάρχει μια φανταστική ποικιλία.
Ο Μπράιντεν πίεσε την πέτρα σε διάφορα σημεία χωρίς αποτέλεσμα. Ύστερα ο Ντόνοβαν άρχισε να κάνει το ίδιο στις άκρες της, χωριστά σε κάθε σημείο καθώς προχωρούσε σκαρφαλώντας στην παράξενη πέτρινη κατασκευή — αν σκαρφάλωνε δηλαδή, γιατί το πράγμα τελικά μπορεί να ήταν και οριζόντιο. Οι άντρες αναρωτιόνταν με απορία πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει οποιαδήποτε πόρτα στο σύμπαν τόσο τεράστια. Και μετά, πολύ απαλά και αργά η πόρτα, που ήταν τέσσερα στρέμματα, άρχισε σιγά σιγά ν’ ανοίγει από πάνω. Και τότε όλοι διαπίστωσαν ότι ήταν ζυγισμένη στη μέση.
Ο Ντόνοβαν γλίστρησε ή κατά κάποιον τρόπο έσπρωξε τον εαυτό του προς τα κάτω και ξαναβρέθηκε με τους άλλους. Όλοι τώρα κοιτούσαν το περίεργο άνοιγμα αυτής της τερατώδικης σκαλιστής πύλης. Σ’ αυτή τη φαντασίωση πρισματικής αλλοίωσης η πύλη κινήθηκε με ανώμαλο τρόπο διαγώνια, χωρίς να υπακούει στους νόμους της ύλης και της προοπτικής.
Το άνοιγμα ήταν μαύρο και το σκοτάδι εκεί μέσα είχε κάτι το σχεδόν υλικό. Αυτή η σκοτεινιά φαινόταν πραγματικά να 'χει κάτι το ζωντανό κρύβοντας μέρη των εσωτερικών τοίχων που θα 'πρεπε να φαίνονταν. Κι αυτή η μαυρίλα φάνηκε τώρα να ξεχύνεται σαν καπνός ύστερ' από μακραίωνη φυλάκιση σκοτεινιάζοντας τον ήλιο έτσι όπως ξαπλώθηκε μακριά. Η βρώμα που ξέρναγαν τα βάθη που μόλις είχαν ανοίξει, ήταν αβάσταχτη. Ύστερ’ από λίγο ο Χόκινς νόμισε ότι άκουσε ένα απαίσιο πλατσούρισμα από κει κάτω. Όλοι αφουγκράστηκαν κι όλοι τους συνέχισαν να 'χουν στημένο αυτί, ακόμη κι όταν αδέξια και στάζοντας Αυτό εμφανίστηκε. Στριμώχνοντας τη ζελατινοειδή πράσινη γιγαντοσύνη του μες από τη μαύρη πόρτα βγήκε στον αρρωστημένο αγέρα αυτής της δηλητηριώδους πόλης της τρέλας. Το χέρι του καημένου του Γιόχανσεν έτρεμε όταν τα έγραφε αυτά. Από τους έξι άντρες, που ποτέ δεν έφτασαν στο πλοίο, πιστεύει ότι δύο πέθαναν από μεγάλο τρόμο εκείνη την καταραμένη στιγμή. Είναι αδύνατο να περιγραφτεί το Πράγμα. Δεν υπάρχει γλώσσα που να μπορεί ν’ αποδώσει μια τέτοια υστερική άβυσσο, τέτοια πρωτοφανή υπέρβαση όλων των νόμων της ύλης, της ενέργειας και της κοσμικής τάξης. Ένα βουνό που περπατούσε ή παραπατούσε. Ω Θεέ μου! Δεν είναι παράξενο γιατί στην άλλη άκρη της γης ένας αρχιτέκτονας τρελάθηκε και γιατί ο νεαρός Γουίλκοξ κυριεύτηκε από πυρετώδες ντελίριο εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Το Πράγμα των Ειδώλων, το Πράσινο γλοιώδες γέννημα των άστρων, είχε ξυπνήσει για να ξανακυριαρχήσει σ' αυτά που του ανήκαν. Τ' άστρα ξαναβρέθηκαν στη σωστή τους θέση κι αυτό που απότυχε να κάμει το πανάρχαιο Τάγμα, το 'καναν κατά λάθος μια χούφτα αθώοι ναύτες. Ύστερ’ από αμέτρητα εκατομμύρια χρόνια ο Μεγάλος Κθούλου ήταν και πάλι ελεύθερος.
Πριν ακόμα προλάβει κανείς να δει, άρπαξε τρεις άντρες με τα μαλακά του χέρια. Ο Θεός να τους αναπάψει, αν υπάρχει ανάπαψη σ' αυτό το σύμπαν. Ήταν ο Ντόνοβαν, ο Γκουερέρα και ο Άνγκστρομ. Ο Πάρκερ γλίστρησε την ώρα που πέταγε με λύσσα τους τρεις άλλους άντρες προς το πλοίο, πάνω από τεράστιες εκτάσεις πράσινης πέτρας. Ο Γιόχανσεν ορκίζεται ότι τον κατάπιε μια γωνία τοίχου, που δε θα 'πρεπε να βρίσκεται εκεί. Η γωνία αυτή ήταν οξεία, αλλά συμπεριφερόταν, λέει, σαν να 'ταν αμβλεία. Κι έτσι μόνο ο Μπράιντεν κι ο Γιόχανσεν έφτασαν στη βάρκα κι άρχισαν να τραβούν απελπισμένα κουπί προς το Αλέρτ, καθώς το γιγάντιο τέρας κατέβηκε τα γλιστερά σκαλοπάτια και στάθηκε δισταχτικά στην άκρη του νερού.
Η πίεση του ατμού δεν είχε χαμηλώσει πολύ, παρ' όλο που είχαν βγει όλοι· στη στεριά. Κι έτσι δε χρειάστηκε να δουλέψουν παρά μόνο λίγα λεφτά τρέχοντας σαν τρελοί πάνω κάτω, ανάμεσα σε τροχούς και μηχανές για να δρομολογήσουν το πλοίο. Το Αλέρτ ξεκίνησε αργά ανάμεσα στην παράλογη φρίκη του απερίγραπτου σκηνικού κι άρχισε να διασχίζει τα επικίνδυνα νερά. Κι εκεί στα κτίρια της παραλίας αυτού του νησιού, που δεν ήταν γήινο, ορθωνόταν εκείνο το τιτάνιο Πλάσμα από τ' άστρα, σαν τον Πολύφημο που καταριόταν το καράβι του Οδυσσέα που έφευγε. Και τότε, πιο θαρραλέος απ' το μυθικό Κύκλωπα, ο Μεγάλος Κθούλου μπήκε στο νερό κι άρχισε να κυνηγάει το πλοίο. Ο Μπράιντεν γύρισε, κοίταξε πίσω του και παραφρόνησε. Γελούσε με το παραμικρό. Ο θάνατος τον βρήκε μια νύχτα στην καμπίνα του, ενώ ο Γιόχανσεν τριγύριζε πέρα δώθε παραληρώντας.
Αλλά ο Γιόχανσεν δεν είχε καταθέσει ακόμα τα όπλα. Ήξερε ότι το Πλάσμα θα πρόφτανε το Αλέρτ πριν ακόμα ο ατμός φτάσει σε ικανοποιητική απόδοση. Και τότε έκανε μια απελπισμένη ενέργεια. Φούλαρε τη μηχανή στη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Αμέσως μετά έτρεξε σαν αστραπή στο κατάστρωμα και γύρισε το τιμόνι. Πυκνοί αφροί τινάχτηκαν, καθώς η πίεση του ατμού άρχισε να μεγαλώνει. Κι έτσι ο γενναίος Νορβηγός οδήγησε το πλοίο αντίθετα απ’ το ζελατινοειδές Πλάσμα που τους κυνηγούσε και που πρόβαλλε πάνω απ’ τη θάλασσα σαν την πλώρη μιας δαιμονικής γαλέρας. Το απαίσιο σαν χταπόδι κεφάλι με τα πλοκάμια που σάλευαν, έφτασε σχεδόν μέχρι το κατάρτι της πλώρης του γιοτ, αλλά ο Γιόχανσεν συνέχισε να κρατάει το καράβι στην ευθεία.
Ακούστηκε ένας κρότος σαν να 'σκάσε τεράστιο μπαλόνι. Κι αμέσως μετά απλώθηκε μια δυσοσμία σαν ν’ άνοιξαν χίλιοι τάφοι. Στη συνέχεια ακούστηκε μια κραυγή, που ο χρονικογράφος δεν είχε το κουράγιο να καταγράψει. Για μια στιγμή το πλοίο τυλίχτηκε από ένα πικρό, πράσινο σύννεφο που τύφλωνε. Κι ύστερα, πίσω απ' το πλοίο δεν υπήρχε παρά μόνο ένας δηλητηριώδης αναβρασμός. Στο σημείο που είχε διαλυθεί εκείνο το ζελατινοειδές γέννημα των άστρων, ω Θεέ μου! αναδευόταν τώρα μια ομίχλη που σχημάτιζε ξανά τη μισητή αρχική της μορφή. Αλλά η απόσταση που τους χώριζε, μεγάλωνε κάθε λεπτό, καθώς το Αλέρτ έτρεχε όλο και πιο γρήγορα απ' τη δύναμη της πίεσης του ατμού που μεγάλωνε.
Κι αυτό ήταν όλο. Ύστερα, ο Γιόχανσεν έκατσε στην καμπίνα κοιτάζοντας σκεφτικός το είδωλο. Μετά, υποσυνείδητα περισσότερο, ενδιαφέρθηκε για φαγητό, για τον εαυτό του αλλά και για τον τρελό που χασκογελούσε δίπλα του. Δεν προσπάθησε όμως ξανά να οδηγήσει το πλοίο μετά την πρώτη του τολμηρή φυγή. Αυτά.που συνέβησαν, τον είχαν κάνει να χάσει το θάρρος του. Και κατόπιν ήρθε η θύελλα της 2 Απριλίου, όπου τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν πάνω απ’ την ψυχή και τις αισθήσεις του. Είχε την εντύπωση ότι στροβιλιζόταν σαν σε φάσμα, μέσα σε υγρούς κόλπους αιωνιότητας, ότι περνούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα απ' την άκρη ενός κομήτη, ανάμεσα από σύμπαντα, κι ότι έκανε υστερικά βυθίσματα που τον έφερναν απ’ το απύθμενο χάος στη σελήνη κι απ’ τη σελήνη ξανά μέσα στο απύθμενο χάος. Και πάν' απ' όλ' αυτά, σαν να τα τόνιζε, κυριαρχούσαν ο καγχασμός του χορού των εύθυμων Πρεσβύτερων Θεών και οι Πράσινοι με φτερά νυχτερίδας περιπαιχτικοί δαίμονες απ’ τα Τάρταρα.
Μες απ' αυτό το όνειρο ήρθε η σωτηρία — το Βίτζιλανr, το δικαστήριο του αντιναυαρχείου, οι δρόμοι του Ντιούντιν και το μακρύ ταξίδι για το παλιό σπίτι κοντά στο Έκεμπεργκ. Κράτησε το στόμα του κλειστό, γιατί ήξερε ότι θα τον έπαιρναν για τρελό. Θα 'πρεπε να τα γράψει όλ' αυτά που έζησε πριν τον προλάβει ο θάνατος, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που η γυναίκα του να μην υποψιαστεί τίποτα. Ο θάνατος θα 'ταν δώρο, αν γινόταν να σβήσει τις αναμνήσεις.
Αυτό ήταν το ντοκουμέντο που διάβασα και το ξανάβαλα στο τσίγκινο κιβώτιο δίπλα στο ανάγλυφο και στα χαρτιά του καθηγητή Έιντζελ. Σ' αυτά θα προσθέσω και τη δική μου μαρτυρία. Η αναφορά αυτή στάθηκε δοκιμασία για το λογικό μου και σχετίζεται με γεγονότα που εύχομαι κανείς άλλος να μη συσχετίσει ξανά. Αντίκρισα όλη τη φρίκη που φωλιάζει σ’ αυτό το σύμπαν. Από τότε οι ανοιξιάτικοι ουρανοί και τα καλοκαιρινά λουλούδια είναι για μένα δηλητήριο. Αλλά δε νομίζω ότι θα ζήσω για πολύ ακόμα. Όπως έφυγε ο θείος μου, όπως έφυγε ο φουκαράς ο Γιόχανσεν, έτσι θα φύγω κι εγώ. Ξέρω πολλά και το Τάγμα υπάρχει ακόμα.
Φαντάζομαι ότι ο Κθούλου ζει πάντα μες στην πέτρα που τον σκέπασε, όταν ο ήλιος ήταν ακόμα νέος. Η καταραμένη πόλη του είναι για μια φορά ακόμα βυθισμένη. Μετά τη θύελλα του Απριλίου, το Βίτζιλαντ ξαναπέρασε από κει, αλλά δε βρήκε τίποτε. Οι πρεσβευτές του όμως πάνω στη γη συνεχίζουν πάντα να χορεύουν, να ουρλιάζουν και να σκοτώνουν γύρω από μονόλιθους σε μοναχικά μέρη. Πρέπει να παγιδεύτηκε μέσα στη μαύρη του άβυσσο, όταν το νησί του ξαναβυθίστηκε, αλλιώς ο κόσμος τώρα θα ούρλιαζε από τρόμο και μανία. Αλλά ποιος ξέρει ποιο θα 'ναι το τέλος; Ό,τι αναδύθηκε, μπορεί να βυθιστεί κι ό,τι βυθίστηκε, μπορεί ν' αναδυθεί ξανά. Η φρικαλεότητα περιμένει κι ονειρεύεται στο βυθό. Η παρακμή απλώνεται πάνω απ' τις ετοιμόρροπες πόλεις των ανθρώπων. Θα 'ρθει μια εποχή — αλλά όχι δεν πρέπει να το σκέφτομαι. Ας ελπίσουμε ότι το χειρόγραφο αυτό δε θα σωθεί κι ότι οι εκτελεστές της διαθήκης μου θ’ αποφασίσουν με σύνεση παρά με τόλμη και θα φροντίσουν να μην το δει κανένα άλλο μάτι.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ