Έτσι, η ζωή μου εκύλησεν ανάμεσα
στην ποίηση και τ’ ανούσιο επάγγελμά μου,
που ενώ του αφοσιώθηκα,
σαράντα χρόνια σκλάβος του,
πίκρες μόνο μου φύλαξε και δάκρυα.
(Δουλειά ρουτίνας:
νάχεις, λέει, γι’ αποστολή
τους φόρους του κοσμάκη πως ν’ αυξήσεις!
κι αυτός να μηχανεύεται,
δίχως σχεδόν ντροπή
και συστολή,
σατανικές μεθόδους διαφυγής
και καταστρατηγήσεις.
Και νάχεις συναδέλφους και βοηθούς
— ο άμετρος ανταγωνισμός
και που δε φτάνει! —
που έτσι πως τους συμφέρει στοχαστούν,
ναν’ έτοιμοι να σοφιστούν
κάθε εναντίον σου ρύπο και πλεχτάνη.
Δουλειά ρουτίνας:
ν’ αρχινάς απ’ τις οχτώ
και να τελειώνεις τα μεσάνυχτα —
στη μία!
Δουλειά μαγγανοπήγαδου, στεγνή και πληχτική,
με ιδανική παρόρμηση καμία.
Μόνο, σε κάποιες ξέχωρα
μυστηριακές στιγμές,
σαν η έμπνευση αναπάντεχα σιμώνει,
ν’ ανοίγει ένα παράθυρο
γλαυκό στη σκοτεινή σου φυλακή
και της καρδιάς σου το άγχος ν’ αλαφρώνει.)