Ο Ναυαγός

Ο ναυαγός -ένας νέος άντρας που είχε ναυαγήσει στο πέλαγό μας μια απ’ τις τελευταίες μέρες του χειμώνα και λίγο έλειψε να χαθεί- περπατούσε το δύσκολο δρόμο: πήγαινε να μιλήσει στην πεθαμένη γυναίκα του, κει που αναπαυόταν, στη γη. Ήταν λίγοι μήνες που πέθανε. Θα είχε να της πει πολλά. Για τη δύσκολη ώρα. Για το ναυάγιο.
Ήταν άνοιξη. Αυτή η πρώιμη άνοιξη που έρχεται με τον Ευαγγελισμό στην Ελλάδα. Στη μεγάλη πολιτεία, την πρωτεύουσα, πάνω στους λόφους της, στα σπίτια της, στους φαρδείς δρόμους, σερνόταν ιαχή θριάμβου, παντιέρες ανεμίζονταν στον αγέρα - σταυρός και σπαθί. Ο ήλιος στραφτοκοπούσε στους γυμνούς βράχους, οι άντρες περπατούσαν αποφασισμένοι, πιστεύοντας στην ελπίδα και στην Ελλάδα, οι γυναίκες χαμογελούσαν, πενθούσαν ή περιμένανε - όλα ήταν ταραχή και φωνές και αγώνας.
Μοναχά ο ναυαγός καθώς προχωρεί για να βρει τον τάφο που γυρεύει, στεφανωμένος απ’ την ιαχή του κόσμου, ακούει μέσα του την άλλη, την παράξενη μουσική, τη γυμνή και άγρια: μια ησυχία βαθειά, μια γαλήνη ατέλειωτη, ένα πνεύμα θολό και σίγουρο. Να, αυτό: ένα αίσθημα σιγουριάς. Η βεβαιότητα για τον εαυτό του. Τον παρακολουθούσε πάντα. Από τότε που άρχισε να ζει και να αισθάνεται. Ήταν πάντα σίγουρος για ό,τι έκανε, σίγουρος για ό,τι ήθελε, σίγουρος για το πού τραβούσε, σίγουρος για το τι οι άλλοι χρωστούσαν να του δώσουν. Ήταν μια απλή καρδιά, ψυχή γενναία. Οι σκοποί του πάντα ήταν ορισμένοι και βέβαιοι, σαν τα νησιά του πελάγου, σαν τους κάβους που ξεπηδάνε εδώ, εκεί, αναπόφευχτοι. Δε θυμόταν να τον γέλασαν ποτές οι άλλοι, να μπόρεσαν να του δώσουν ποτές πιο λίγο απ’ αυτό που έπρεπε να πάρει. Όχι γιατί δε θα θέλανε. Μα γιατί τους ειδοποιούσε η μοίρα του, σφραγισμένη με βούλα καυτή στο μέτωπό του: αυτός ήταν ο άντρας με τη σιγουριά, δε γινόταν να μπεις στον απροσπέλαστο χώρο του, να ταράξεις τη γαλήνη του, το πνεύμα της ησυχίας και της βεβαιότητας που τον τύλιγε, καθώς τυλίγει το χρυσό στεφάνι τα εικονίσματα.
Σαν ήρθε ο καιρός και παντρεύτηκε -εδώ και δυο χρόνια-, το χρυσό στεφάνι μεγάλωσε, πέρασε και στη γυναίκα του, άπλωσε και σ’ εκεινής τα μαλλιά. Ήταν νέα γυναίκα, ζεστή, την αγαπούσε παράφορα, την έδενε με την αρμύρα του πελάγου, με το πάθος της θάλασσας. Αυτός έλειπε πολύ, ταξίδευε πολύ, την άφηνε μονάχη. Όμως δε φοβήθηκε γι’ αυτήν ποτές. Ήταν και γι’ αυτήν βέβαιος, όπως για όλα. Η σιγουριά, η τραχειά της δύναμη, αγκάλιαζε κι εκείνην μαζί μ’ όλα τα πράματα όσα του ανήκαν. Αυτή η γυναίκα είχε έρθει γι’ αυτόν - έτσι έλεγε. Για να τον λατρέψει ίσαμε το τέλος του ταξιδιού. Και να πεθάνει. Τίποτα άλλο.
Ακόμα και στη δύσκολη ώρα του φόβου -τότες στο ναυάγιο- τίποτα δεν άλλαξε στον άνθρωπο με τη σιγουριά. Ήταν άγρια νύχτα, είχαν περάσει με το μικρό καράβι τους τις Φλεβοπούλες, ήταν πια στο στενό της Άντρος, ήρθε αναμαλλιασμένος και τον ξύπνησε ο λοστρόμος.
«Ανέβα! Ανέβα γλήγορα! Βουλιάζουμε!»
Τινάχτηκε απάνω. Μάνιαζε το πέλαγο, μες στο πηχτό σκοτάδι η τραμουντάνα βούιζε δαιμονισμένα. Είχαν κιόλας ρίξει τη βάρκα, η βάρκα αναποδογύρισε, την αρπάξαν τα κύματα. Έκαμε το σταυρό του, πήδηξε στο σκοτάδι μες στα κύματα. Καθώς την αναλογίζεται τώρα την άγρια ώρα, το θυμάται καλά: η καρδιά του δε χτύπησε μήτε μια στιγμή, δε φοβήθηκε μήτε μια στιγμή, κι ας ήταν ολόσωμος μπροστά του ο θάνατος. Ήταν και πάλι σίγουρος: αυτός θα γλίτωνε. Θα γλίτωνε κι αυτή τη φορά. Πάλεψε λυσσασμένα να φτάσει στην αναποδογυρισμένη βάρκα, άκουγε μες στη νύχτα και μες στον αγέρα τις φωνές των συντρόφων του που πνίγονταν. Όμως βαθιά στην ύπαρξή του, στο αίμα, άκουγε προπάντων τους μυστικούς χτύπους: η γαλήνη ήταν πάντα εκεί πυκνή και αδιατάραχτη, το πνεύμα της ησυχίας και της σιγουριάς, το χρυσό στεφάνι.
Ολοένα τώρα ανεβαίνει, κάνει τα βήματα στη δύσκολη γη, προς τον τάφο της γυναίκας του. Είναι λυπημένος, λυπημένος. Έγινε τόσο αναπάντεχα, χάθηκε έτσι μέσα απ’ τα χέρια του, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη! Αυτό δεν το περίμενε. Όλη η ζέστη που είχε πάρει από κείνο το νέο κορμί, όλη η ζέστη που του είχε δώσει, ξυπνούσε πάλι τώρα, πορευόταν μαζί του, σύννεφο απάνω στα βήματα, τα ακολουθούσε. Είναι λυπημένος, λυπημένος. Καταλαβαίνει σα να ’φύγε ένα κομμάτι σάρκα απ’ τη σάρκα του, είναι λυπημένος. Όμως κείνη η μουσική η γυμνή, το θολό πνεύμα, αυτό που του έδινε πάντα τη γαλήνη της σιγουριάς, ζει πάντα μέσα του. Είναι σχεδόν παρηγοριά άγρια να στοχάζεται πως τούτος ο θάνατος είναι μια ιστορία μοναχική ανάμεσα σ’ αυτόν και στο Θεό, πως τούτο το πένθος είναι γι’ αυτόν μονάχα και για κανέναν άλλον στη γη - γιατί η γυναίκα που πέθανε δεν είχε έρθει στη γη παρά γι’ αυτό: για να τον βρει, να τον λατρέψει και να πεθάνει.
Κοίταζε γύρω τους τάφους.
«Τι έρημοι που είναι!» συλλογίστηκε.
Άμα είσαι με τους πολλούς είσαι έρημος. Όμως αν είσαι μοναχά για έναν άνθρωπο, καθώς ήταν γι’ αυτόν η γυναίκα που πέθανε... Αυτό θα ήθελε να πει αν μπορούσε.
Η καρδιά του χτύπησε.
«Πόσος καιρός είναι;»
Μια μια πρόβελναν οι ώρες, οι στιγμές της ζωής τους, οι νύχτες, η δυνατή χαρά, η παράξενη λύπη απάνω στο μουδιασμένο κορμί όταν το κορμί έχει δαμαστεί, η συνεννόηση με τις ίνες, με το αίμα.
«Πόσον καιρό ζήσαμε μαζί;»
Μετρούσε τον καιρό. Ο ουρανός ήταν μολυβένιος, η ιαχή του κόσμου είχε χαθεί στο βάθος, τα βήματα ολοένα πλησίαζαν στον τάφο. Άνοιξε το βήμα. Να φτάσει πιο γρήγορα.
Γιατί βιάζεται έτσι;
Άνοιξε το βήμα. Αντίς να κάμει πλάι, πήδησε πάνω από έναν τάφο.
Γιατί βιάζεται έτσι;
Ένα κοπάδι άνθρωποι λυπημένοι, αδιάφοροι, έρχονταν απ’ την άλλη άκρη του μονοπατιού. Τους είδε μπροστά του, απρόσωπον όγκο, μαύρο. Άνοιξε το βήμα να τους περάσει, να πηδήσει τον όγκο, να μην τον αργοπορήσουν.
Γιατί βιάζεται, έτσι;
Μόλις στρίψει το μονοπάτι, εκεί είναι ο τάφος της. Θα φανεί σε λίγο. Σε λίγο. Μόλις στρίψει.
Γιατί βιάζεται έτσι;
Ξαφνικά, στρίβοντας το μονοπάτι, καρφώθηκε στον τόπο του, σα να τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι. Πάνω στον τάφο της με τον πρόχειρο ξύλινο σταυρό, ένας άντρας, ένας άγνωστος άντρας, σκυμμένος κάτι έκανε. Ο ναυαγός άνοιξε τα μάτια του καλά, είδε τη σκυμμένη φιγούρα, το έργο της. Ανατρίχιασε. Ο άγνωστος άντρας άναβε το καντήλι της πεθαμένης γυναίκας του!
Χίμησε απάνω στον ξένο, τον άρπαξε με τα δυνατά του χέρια, τον στύλωσε ολόρθο. Ο άγνωστος άντρας, νέος κι αυτός, με πρόσωπο αυλακωμένο απ’ τη λύπη, χλωμός, ψέλλισε:
«Τι είναι; Τι έχεις;»
Το καντήλι με το λάδι ξέφυγε απ’ το χέρι του, το λάδι έτρεχε λίγο λίγο απάνω στο χώμα που σκέπαζε την πεθαμένη, έσταζε.
Μα ο άλλος, ο ναυαγός, τώρα ούρλιαζε:
«Ποιος είσαι εσύ; Ποιος είσαι εσύ; Τι γυρεύεις, σκυλί, απάνω στον τάφο της γυναίκας μου; Τι την είχες, εσύ, τη γυναίκα μου;»
Ο άλλος μιλά ήσυχα. Προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τα χέρια που τον κρατούν. Λέει ήσυχα.
«Κοίταξε πλάι. Εδώ, στον πλαϊνό τάφο, είναι η δική μου η γυναίκα. Τη θάψαμε προχτές».
Ήρθε, λέει, να της ανάψει το καντήλι. Τότες είδε τον άλλο τάφο πλάι του. Το καντήλι του ξένου τάφου είχε σβήσει. Του φάνηκε, ο ξένος τάφος, έρημος.
«Μήτε είδα, γυναίκα ήταν, άντρας ήταν», προσπαθεί να εξηγήσει ο ξένος. «Είδα σβηστό το καντήλι, πήγα να βάλω λάδι να το ανάψω. Χριστιανοί είμαστε».
Μα ο ναυαγός δεν ήθελε ν’ ακούσει. Βίαιη, αναπάντεχη, αδυσώπητη, ερχόταν η συμφορά. Γκρέμιζε τη ζωή, γκρέμιζε την πίστη, το ρυθμό. Κείνη η παράξενη μουσική σώπαινε, κομμένη απότομα, το αίσθημα της σιγουριάς, η γαλήνη σώπαινε - το χρυσό στεφάνι έσβηνε καπνός.
«Άσ’ τα αυτά!» ούρλιαζε στον ξένο. «Για τη γυναίκα μου ήρθες κι εσύ! Λέγε! Τι την είχες τη γυναίκα μου; Από πότε την είχες;»
Λίγο παράμερα στεκόταν ο χορός των γυναικών. Είχαν έρθει κι αυτές μαζί με τον ξένο άντρα, μιλούσαν ανάμεσά τους πράματα αδιάφορα όσο ο άντρας έριχνε το λάδι στα δύο καντήλια, όταν ξαφνικά άκουσαν,είδαν το ναυαγό να χύνεται στον άνθρωπό τους. Τρέξαν.
«Τι είναι; Τι είναι;» φώναζαν.
«Ρώτησε τις γυναίκες!» έλεγε τώρα στο ναυαγό ο άγνωστος άντρας. «Ρώτησέ τες να σου πουν αν δεν ήρθα εγώ για τον άνθρωπό μου. Ρώτησέ τες αν ήξερα τι είναι ο τάφος τούτος που λες πως είναι η γυναίκα σου. Άφησέ με, άνθρωπε!»
«Έτσι είναι! Έτσι είναι!» φωνάζαν οι γυναίκες υστερικά, μπαίνοντας στη μέση, ξαφνιασμένες για το αναπάντεχο. «Πού ακούστηκε αυτό; Να μαλώνετε γι’ αυτό; Ακούς να μαλώνουν ζηλεύοντας μια πεθαμένη γυναίκα! Χωριστείτε, λοιπόν! Ας πάει ο καθένας στον τάφο του να συχάσει!»
Και μια τους, πιο σιγά, όταν οι άλλες σώπασαν, είπε με ξαναμμένα μάτια στο ναυαγό:
«Χώμα πια είναι! Δεν πάει να ’κάμε ό,τι θέλει σα ζούσε! Χώμα γίνηκε. Καθώς κι η άλλη. Λοιπόν, ας πάει ο καθένας σας στο χώμα του!»
Ήταν ο λόγος ο τελειωτικός. Το τελευταίο χτύπημα στη γαλήνη. Ο ναυαγός αποκαμωμένος κατέβασε τα χέρια του. Ο άλλος αποτραβήχτηκε αμίλητος. Το λίγο λάδι που έμενε έσταζε ακόμα σιγά στη γη. Κανείς δεν έσκυψε να σηκώσει το καντήλι. Το βράδυ έπεφτε. Τα μολυβένια ανοιξιάτικα σύννεφα του Ευαγγελισμού.

Ο ναυαγός κατεβαίνει το χαμηλό δρόμο φεύγοντας τους τάφους. Περπατά σιγά, η καρδιά πολεμά να ησυχάσει, τα πόδια τρέμουν. Σ ’ όλο το κορμί, στο αίμα του, η τρικυμία λουφάζει έτοιμη να ξεσπάσει. Τα μάτια του είναι θολά, τα δάχτυλα σαλεύουν μήπως αιστανθούν πιο ζωηρό τον άνεμο.
«Αν ήταν ψέματα αυτό που είπε ο ξένος άντρας; Γιατί να μην είναι ψέματα; Αν κοιμόταν μαζί του σαν έλειπα; Αν...»
«Αν είναι αλήθεια αυτό που είπε; Γιατί να μην είναι αλήθεια;»
Είχε πια μπει στην περιοχή την αδυσώπητη, όπου τίποτα δεν μπορεί να είναι βέβαιο, τίποτα, αφού έγινε ένα με τη σιωπή της γης. Πόσο πια είναι μακριά κείνη η μουσική η άλλη, η γαλήνη της σιγουριάς!
Πόσο πια μακριά είναι κείνος ο ρυθμός, η μουσική που τέλειωσε μαζί με τα βήματα στον τόπο των τάφων! Ο ναυαγός το ξέρει πια καλά πως, ό,τι και να γίνει, ο θανάσιμος σπόρος έπεσε. Πώς η αμφιβολία, η πρώτη στη ζωή του και γι’ αυτό η πιο ανέκκλητη, θα τον ακολουθεί για πάντα. Πάντα.
Σήκωσε τα μάτια ψηλά.
«Θε μου...» μουρμούρισε. «Πόσο πριν ήταν άλλο...»
Ήθελε να πει: πόσο, πριν από λίγο ακόμα, ο θάνατος ήταν αλλιώτικος. Πόσο και ο θάνατος μπορούσε ν’ αλλάξει ύφος.
Έπεσε μες στην εορταστική πόλη, τον πήρε η ιαχή, ο παιάνας του ελληνικού ευαγγελισμού. Οι μουσικές παίζαν τα θούρια. Όμως οι ήχοι σ’ αυτόν δεν φτάναν. Κανένας ήχος. Και το ήξερε: πια οι ήχοι δεν ήταν να φτάσουν ως αυτόν. Ποτέ.
«Θε μου...» ψιθύρισε έρημος, γυμνός τη απιστία, μες στο θρίαμβο των ξένων ήχων που τον τύλιγε.

Ηλίας Βενέζης
Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973)

έλληνας συγγραφέας και ακαδημαϊκός.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ