Φθινόπωρο 1953

Ζούσε ο πατέρας μου κι ο ήλιος έβγαινε ήσυχα
λέγοντας απ’ τους πυράκανθους η κορασίδα τη μοναξιά μου.
Αίφνης ένα σκοτάδι σκέπασε τα φρένα
και το μελάνι του μέλλοντος
χύθηκε απ’ τη θρυμματισμένη θύρα τα μεσάνυχτα
στο δάπεδο με τα βίαια χέρια μου.
Ο καιρός ήτανε σφαγμένος ωσάν τον πετεινό
και φώναξα: Θεέ μου έτοιμοι είν’ οι δρόμοι σου.
Όταν ξημέρωσε
μπήκα πιο βαθιά στη νύχτα
τη φρενική του στρατιώτη
ώσπου μια μέρα γελούσε στο κατώφλι
ο πατέρας ως τα χείλη μου
και πάλι φώναξα: Φεύγω απ’ τη λάμψη του σώματος
θα νηστέψω
θα κερδίσω με λίγο άρτο την τροφή μου.
Κ’ έγινε φως, αλήθεια στην καρδιά μου που δεν περίμενα,
τρέχοντας απ’ τα καλλίρειθρα νάματα.
Τους ήλιους ανέστρεψα και γνώρισα με ψυχρή ορμή
τον πόνο του λαμπερού σίδερου στό δέρμα μου.
Είχα μπει στο μεγάλο σκοτάδι του αίματος
με τη γεύση του μελαψού Χριστού
έχοντας το σημάδι του Παντοκράτορα στο αριστερό χέρι.
Τη σκηνή του θανάτου την είδα βροχερός
όπως έκανε το σημείο του σταυρού ο πατέρας μου
γυμνός με τη βαθειά νύχτα και τα συντελεσμένα...
Γάτες με κίτρινα αινίγματα
έμπαιναν αθόρυβα στην ψυχή μου
αλλ’ υπεράνω ακούστηκε τότε χλιμίντρισμα
το άλογο του θεού, είπα, φωνάζει την καρδιά μου
για το ταξίδι ολόκληρο του προορισμού.
Οι οπλές των προβάτων στην αμμουδιά υπάρχουν ακόμη -
τώρα είχε λυθεί μέσα η ασθένεια
και τα πάθη φεύγοντας εσένα Κύριε μεθούσα.
Την ύλη βρήκα δικό σου εύρημα
τη λύπη κινητήρα του καλού.
Μονάχα τούτο έμεινε απ’ τη νίκη μου
αλλά το θήλυ χύθηκε πάλι σαν το μελάνι του σκοταδιού
μέσ’ στους μηρούς μου...
Είμαι το δέρμα του έρωτα σαν τον καθρέφτη
βυθίζω στη θλίψη τα μάτια κάθετα
διασχίζοντας τα μήλα της μορφής μου.
Χαρά είν’ η δύναμη
καθώς τα μάτια επιμένουν στους χιτώνες
προς τα μέσα γυρίζοντας αναλυμένα
και φέρνοντας απ’ τους κύκλους εκείνη τη γοητεία
που ταιριάζει στη δόξα του δέρματος.
Ω τί αστροφεγγιά που γίνεται η ψυχή
με τους αμφιβληστροειδείς αέναα κύματα
κόγχες σκαλισμένες στο βράχο για τ’ αναθήματα...
Φοβερές είναι οι καύσεις μέσ’ στο σώμα
ενώ η στήλη πλημμυρίζει
θέλει το δάσος με τον καταρράκτη ο χρόνος μου
και τις κραυγές των κεραυνών στην πλάτη τ’ ουρανού.
Μια κακή καρέκλα είν’ η μοίρα μου
οπού με κουράζει και τ’ όνομά μου Σκύλος
που έφτασε στην ομορφιά.

Νίκος Καρούζος
Νίκος Καρούζος (1926 - 1990)

έλληνας ποιητής.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ