Γεμάτος πόθο γιο ταξίδια, ταραγμένος
Απ’ όνειρα ξυπνώ κομματιασμένα
Να ψιθυρίζει ακούω ξαφνιασμένος
Ένα μπαμπού μεσάνυχτα ήδη περασμένα.
Αντί να αναπαυτώ, να γαληνέψω
Με βγάζει απ’ τον παλιό μου το ρυθμό
Και να ορμήσω με ωθεί, να ταξιδέψω
Στην απεραντοσύνη να χαθώ.
Κάποτε πριν από χίλια χρόνια
Υπήρχε κάπου ένας κήπος, μια πατρίδα
Όπου σε μια βραγιά, μέσ’ απ τα χιόνια
Πουλί θαμμένο άλλοτ’ εκεί, τους κρόκους είδα.
Σαν πουλί θα ’θελα μακριά να φτερουγίσω
Απ’ της ζωής μου τα δεσμά να αλαργέψω
Στα χρόνια εκείνα πάλι πίσω να γυρίσω
Τη λάμψη τους τη χρυσαφιά να ξαναζωντανέψω.