Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο ΙΗ’

  Το πλήθος ήρχισε να θορυβή και να κραυγάζει, ενώπιον του θεάματος το οποίον επαρουσιάζετο τώρα φανερά εις τας όψεις του υπό την αστροφεγγιάν της νυκτός εκείνης. Ο δήμαρχος, άμα εξυπνήσας, είχε κατέλθει προς την αγοράν, διά να συνεννοηθή με τας άλλας αρχάς, και δεν είχε φανή ακόμη επάνω εις τις Πλάκες, όπου είχε τρέξει ο πολύς κόσμος. Αλλ’ αφού μάτην περιέμεινεν επί ημίσειαν ώραν την εμφάνισιν του λιμενάρχου, του υγειονόμου και του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, των οποίων αι οικίαι ήσαν εις το άλλο άκρον της πόλεως, το ανατολικόν, και αργά μεν εστάλη προς αυτούς η είδησις, εβράδυναν δε φυσικώ τω λόγω να εμφανισθώσιν, ο δήμαρχος απεφάσισε ν’ αναβή ο ίδιος εις τες Πλάκες, εις το δυτικόν μέρος της πόλεως. Είχε δώσει ήδη εις τον κλητήρα και τους πολιτοφύλακας διαταγάς να προτρέψωσι τους ανθρώπους, όπως μείνωσιν επιτηρούντες μόνον το επίκαιρον προς απόβασιν μέρος, και μη επιχειρήσωσι βιαιοπραγίαν τινά, ειμή εν εσχάτη ανάγκη και εν περιπτώσει αποπείρας προς αποβίβασιν.
   Υπάρχει, νομίζω, απόφθεγμά τι, καθ’ ο ο όχλος έχει δύο ώτα, διά να εισέρχωνται αι νουθεσίαι διά του ενός και εξέρχωνται διά του άλλου. 
   Το πλήθος ήκουσε την διαταγήν του δημάρχου, αντελήφθη καλώς της εννοίας της, και έπραξεν ακριβώς το εναντίον του προσταττομένου. Τα φανέντα εις την θάλασσαν μαυράδια, τα κινούμενα ολονέν προς την διεύθυνσιν του βράχου, εις το όπισθεν μέρος της πόλεως κατά τις Πλάκες, είχον πλησιάσει τόσον, ώστε εφαίνοντο ήδη ότι ήσαν λέμβοι, πλέουσαι διά συντόνου κωπηλασίας προς την ξηράν, ογκώδεις και μαυρίζουσαι υπεράνω του κύματος, πλήρεις ανθρωπίνου φορτίου. Μόλις η πρώτη τούτων είχε φθάσει εντός βολής από του τελευταίου χθαμαλού βράχου, κάτω εις τον Μύτικα, ανοικτά από το Κατεργάκι, και μεγάλοι λίθοι και χονδροί χάλικες και βώλοι χώματος ήρχισαν να εκσφενδονίζονται προς το πέλαγος.
   Η πρώτη προφυλακή του όχλου είχε φθάσει κάτω εις τον αιγιαλόν, επί των αλικτύπων μαρμάρων, σιμά εις το κύμα, και η ουραγία εσάλευεν ακόμη επάνω εις το ύψος του κρημνού, υπεράνω της στέγης του αρσανά των Μαθιναίων, ανάμεσα εις τα τελευταία σπιτάκια, τα κτισμένα σύρριζα εις τον βράχον. Βοή και αλαλαγμός ηκούετο, και η οργή του πλήθους εκόχλαζε μετ’ αγρίων κραυγών βράζουσα, απολυομένη εξ εκατοντάδων στομάτων μετά φρυαγμού οργίλου, διαθέουσα μετά παφλασμού τας τάξεις του όχλου και κορυφουμένη μετ’ αφρού και θολής άχνης επάνω, εις το ύψος του βράχου. Εκ τοσούτων κραυγών οργής, μίσους και αγωνίας διεκρίνοντο κάπου αι λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τη χολέρα»· «θα μας πεθάνετε!… » ως μικρόν καταληπτόν περιθώριον εις κατάμαυρον και ακατανόητον σελίδα βιβλίου. Η χάλαζα των λίθων ήρχισε να πίπτει ήδη άφθονος μετά πλαταγισμού εις το κύμα, καί τινες των λίθων αντήχησαν με σκληρόν δούπον πλήξασαι τας πλευράς της βάρκας, ενώ άλλοι δεν ανάδωκαν ακουστόν κρότον, αλλ’ έπεσαν κωφά, εις τους βραχίονας και τους ώμους των ανθρώπων, των επιβαινόντων της φελούκας. Ο κυβερνήτης της πρώτης βάρκας ενόησε τότε, ότι είχε βιασθή να προτρέξει όλων των άλλων λέμβων, και διέταξε σία. Οι κωπηλάται εσιάρισαν και δι’ ολίγων προς τα οπίσω ειρεσιών, η φελούκα έφθασεν εκτός βολής από τον άκρον χθαμαλόν βράχον της ακρογιαλιάς.
   Προφανώς, ο κυβερνήτης της λέμβου δεν είχε παρατηρήσει την κάθοδον των ανθρώπων εις το άκρον μάρμαρον των Πλακών. Αναμφιβόλως, αυτός και οι άλλοι επιβάται των λέμβων, θα είχον αντιληφθή εκεί υψηλά, εις την κορυφήν του κρημνού, την παρουσίαν του πλήθους και θα είχον ακούσει τον συγκεχυμένον θόρυβον. Αλλ’ η πρωτοπορία του όχλου είχε κατέλθει διά του κρυφού κοχλιοειδούς μονοπατίου κάτω εις τον άκρον αιγιαλόν, και η παρουσία των ανθρώπων τούτων εκεί κάτω εις απόστασιν ολίγων οργυιών από την πρώτην βάρκαν, τους είχεν εξαφνίσει, ως πράγμα απρόοπτον, και σχεδόν μυστηριώδες.
   Η πρώτη βάρκα, αφού ανέκρουσε πρύμναν και απεμακρύνθη δέκα οργυιάς παραπάνω, εστάθη κι εφαίνετο να περιμένη τας άλλας συντρόφους της. Η δευτέρα έφθασε πλησίον της μετ’ ολίγον, κι εστάθη εις το πλάγι της. Φαίνεται ότι έστησαν συμβούλιον εκεί επί της θαλάσσης. Αι άλλαι συντρόφισσαι λέμβοι έφθασαν μετ’ ου πολύ πλησίον των δύο πρώτων, και το συμβούλιον έγινε γενικώτερον, και προσέλαβε το κύρος της ολομελείας.
   Η ανακωχή, η επελθούσα ευθύς μετά την πρώτην αψιμαχίαν, διήρκεσεν επί πολύ. Έξω εις τις Πλάκες οι άνθρωποι συνεσώρευον λίθους και βώλους γης και άμμον, καί τινες σκληροί κρότοι ηκούσθησαν εδώ κι εκεί εις τας τάξεις του πλήθους. Οι κρότοι ούτοι ωμοίαζον πολύ με τον κρότον υψουμένης σκανδάλης τουφεκίου ή πιστόλας. Εις τους κρότους τούτους απήντησαν άλλοι παραπλήσιοι κρότοι υπεράνω του κύματος, από μέσα από τας λέμβους.
   Φαίνεται, και είναι επόμενον, ότι υπήρχον δύο γνώμαι επικρατέστεραι επάνω εις τας λέμβους. Η μία τούτων ήτο ότι ώφειλον να υποχωρήσωσιν. Η άλλη ήτο ότι έπρεπε να προβώσι και επιχειρήσωσι την απόβασιν, αντί πάσης θυσίας. Επειδή οι εισηγηταί αμφοτέρων των γνωμών τας διεξεδίκουν πεισματωδώς και ουδετέρα υπεχώρει εις την ετέραν, το συμβούλιον παρετείνετο επί μακρόν.
   Τέλος η τόλμη εφάνη ότι ενίκησε την φρόνησιν, και αι λέμβοι ήρχισαν να κινώνται όλαι ομού, κατά μέτωπον προς την ξηράν. Τότε οι σκληροί κρότοι της σκανδάλης επληθύνθησαν, και η χάλαζα των λίθων ήρχισε να πίπτει εις τα κύματα, πολύ πριν αι λέμβοι φθάσωσιν εντός βολής.
   Είτα μία φωνή ηκούσθη:
   - Μη ρίχνετε! μη ρίχνετε! μην πετάτε τες πέτρες στο γιαλό.
   Ο ούτω κράξας ήτο εκείνος, ον η ιδία νυξ ανέδειξεν αρχηγόν της. Ο όχλος, τυφλός από το σκότος και τυφλός από τον θυμόν, είχε φθείρει μέγα μέρος των πολεμοφοδίων του, πετών αυτά ασκόπως. Ο άνθρωπος όστις εξέφερε το αυθόρμητον εκείνο πρόσταγμα, προσέθηκε μετά σαρκασμού:
   -Είναι φόβος μη μολώσετε την θάλασσαν…
  Ο λαός ενόησε την σκέψιν του και εσταμάτησε.
   - Μη ρίξει κανένας, αν δεν ρίξω εγώ, προσέθηκεν ο άνθρωπος.
   Δεν εχρειάζετο περισσότερον διά να χρισθή αρχηγός. Ο άνθρωπος εκείνος εκαλείτο Γιώργος Δ. Καραγεώργος, και εφημίζετο ως αισθηματίας. Ήτο βραχύς το σώμα, με ογκώδη κεφαλήν, με πλατέα λάσια στήθη, με τραχείαν όψιν βράχου ψημένην από τον ήλιον και την άλμην της θαλάσσης, και με χαίτην λέοντος φριξότριχα.
   Αι λέμβοι εχώρουν βραδέως, άνευ ορμής, και τούτο εφαίνετο παράδοξον, κατόπιν της αποφάσεως της βίας, ην εφαίνετο ότι είχον λάβει οι επιβαίνοντες. Αλλά πράγματι απεδείχθη κατόπιν ότι η ληφθείσα απόφασις ήτο μικτή τις. Διότι μόλις οι πρώτοι λίθοι, αφού έδωκε το σημείον ο Καραγιώργος, έπληξαν την πρώραν μιας των λέμβων, καθώς αύται είχον πλησιάσει, και ηκούσθη φωνή εκ μιας των λέμβων εκείνης ήτις είχε πλησιάσει μεμονωμένη την πρώτην φοράν.
  -Σταθήτε! 
 Ο Γιώργος Καραγεώργος εστράφη προς το πλήθος και εφώναξε·
  -  Μη ρίχνετε, παιδιά! ν’ ακούσωμε.
  Ο κυβερνήτης της πρώτης λέμβου, όστις είχεν έλθει εις την πρώραν και διεκρίνετο ορθός ιστάμενος, επανέλαβε·
   - Γιατί μας πετροβολάτε, παιδιά; Εμείς δεν ήρθαμε να σας φέρουμε τη
χολέρα.
   Ολολυγμός αντήχησεν, αναιρών την βεβαίωσιν ταύτην, εκ μέρους του πλήθους. Αφού ο Γιώργος Καραγεώργος επέβαλε μετά κόπου σιωπήν, ο ξένος εξηκολούθησεν·
    -Είχατε το δικαίωμα να μας βάλετε καραντίνα, μα δεν έπρεπε να μας αφήσετε ν’ αποθάνουμε της πείνας.
   Νέος ωρυγμός του όχλου απήντησεν εις την ζωηράν ταύτην έκφρασιν. Ο ξένος το συνησθάνθη, κι εταπείνωσε τον τόνον του.
   - Σας παρακαλώ, δεν κατηγορώ σας, αλλά μερικούς άλλους…Ο λαός τι φταίει;
Όσο φταίμε μεις, άλλο τόσο και σεις…
   Ο όχλος ήκουε σχεδόν εν ησυχία.
   - Θέλουν να μας βάλουν παραπάνω καραντίνα, ας μας βάλουν. Έχουμε
εικοσιδυό μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν να κάμουμε άλλες δέκα. Όσοι από μας έχουν τελειωμένες τες εικοσιδυό μέρες, και έχουν καθαρισθεί, να μας αφήσουν να πάμε στη δουλειά μας, σα δε θέλουν να μας αφήσουν να βγούμε έξω στην πολιτεία.
   Ο λαός ήκουε μετά ψιθυρισμών και αμφιβόλων αισθημάτων.
   - Όσοι κοντεύουν να έχουν εικοσιδυό μέρες, ας τους μεταφέρουν το ελάχιστο στα κάτω λαζαρέτα, για να τους είναι εύκολο ν’ αγοράζουν ψωμί, το Κουβέρνο πρέπει να δώση μικρή βοήθεια.
   Ο Γιώργος ο Καραγεώργος ήκουεν εν σιωπή και σκέψει. Είτα, όταν ο ξένος εφάνη ότι είπεν ό,τι είχε να είπη, του εφώναξεν:
   - Ετελείωσες;
   Ο άνθρωπος απήντησεν:
   - Ετελείωσα.
   Ο Γιώργος Καραγεώργος έλαβε τον λόγον·
    - Εάν έχης, αδελφέ, τόσο ειρηνικά αισθήματα, ποια σου η ανάγκη να ’μβης και συ και οι άλλοι μες σ’ αυτές τες βάρκες, άμα είδατε πως έκαμε παραέξω λιγάκι το βασιλικό, να κινήσετε να ’ρθήτε, νύχτα και σκοτάδι, για να ξεμβαρκάρετε στο χωριό μας με το στανιό; Στην εξουσία τα λες αυτά ή στο λαό; Και τι φταίει ο λαός, καθώς είπες; Ημείς εξουσία δεν είμαστε για να λάβωμε μέτρα. Και αν σας αφήνη το Κουβέρνο να πεθάνετε της πείνας, και δεν σας δίνει βοήθεια, τι φταίει το χωριό μας, τι σας φταίει ο πτωχός ο λαός; Ημείς εφωνάξαμε όλοι με μία βοή ότι πρέπει να περιποιηθούν καλά τους ανθρώπους στην καραντίνα, και, καθώς φαίνεται, δεν μας άκουσαν. Δεν λέγω πως το κάνουν επίτηδες, μα η διοίκησις είναι ρωμέικη, τι τα θέλεις;
   Ο Γιώργος ο Καραγεώργος επήρε την αναπνοήν του και είτα εξηκολούθησε·
   -Τώρα είναι δίκιο Θεού να πατήσετε νύχτα στο χωριό μας, να μας δώσετε
μεγάλο φόβο, το φόβο που μπορεί να γεννήση τη χολέρα και χωρίς να είναι χολέρα; Είτε ετελείωσεν η καραντίνα σας είτε όχι, πρέπει να λάβετε υπομονή, αφού η αρχή λέγει ναι και όχι, και μεις καλά-καλά δε ξέρουμε αν ήρθε ο καιρός για να πάρετε πράτιγο. Γυρίστε όμορφα-όμορφα και ήσυχα-ήσυχα στο νησί μέσα κι εγώ σας υπόσχομαι το πρωί, σα ξημερώσει, να πάρω τέσσερες βάρκες να τες γεμίσω ψωμί και κρέατα και ρύζια και νερό και ρώμι και κρασί, όλα δωρεά, όλα προσφορές από μέρους του φτωχού λαού, που θα σας τα δώσει από το υστέρημά του…
   Φωναί προθύμου επιδοκιμασίας και συναινέσεως ηκούσθησαν από τας τάξεις του όχλου. Το πλήθος ήρχισε να συγκινήται.
   Ο Καραγιώργος εξηκολούθησε·
   - Να σας τα φέρω πρωί-πρωί στον κάβο του Αγίου Φλώρου, από μέρους της
φτώχειας, δώρον εις τη φτώχεια, για να περάσετε μια μέρα και ως την άλλη μέρα αι αρχαί, πιστεύω, θα πάρουν απόφαση να σας μεταφέρουν στα εδώθε λαζαρέτα, ή να δώσουν πράτιγο εις όσους από σας έχουν είκοσι δύο μέρες σωστές.
   Νέαι φωναί συγκινήσεως ήχησαν εκ μέρους του λαού.
   Αίφνης, από την δευτέραν βάρκαν, ηκούσθη φωνή λέγουσα:
   - Εμείς δεν είμαστε ζητιάνοι, για να μας φέρης ψωμιά τουλόγου σου, να μας
τα μοιράσης ψυχικό!

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ