Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο ΙΖ’

    Δίπλα εις το θεόρατον κτίριον, το οποίον ίστατο εκεί από τεσσαρακονταετίας ατελείωτον και ακατοίκητον δι’ όλου σχεδόν του έτους χρησιμεύον μόνον το θέρος διά να καταλύη, όταν επεσκέπτετο τον τόπον, εκτελών την περιοδείαν του ο άγιος Δεσπότης , ήτο η οικία του δημάρχου, όστις είχεν εξυπνήσει αρτίως και ήκουε τον θόρυβον του διαβαίνοντος πλήθους, ετοιμαζόμενος να εξέλθει. Τον είχεν εξυπνίσει, προ μικρού ελθών, ο απεσταλμένος του Γκέγκε, του κλήτορος της δημαρχίας. Ο δήμαρχος εφόρεσε το πανωβράκι του, έλαβε την μακράν χονδρήν μπαστούναν του, και ήρχισε να καταβαίνει τα σκαλοπάτια της εσωτερικής ξυλίνης σκάλας, ενώ η κυρά δημαρχίνα, εξυπνήσασα αρτίως και αυτή, εφώναζεν από τον άλλον θάλαμον:
    -Για πού, ώρα σ’ καλή, καπετάνιο μ’; Πού θα πας τέτοια ώρα;
    -Κοιμήσου, Φλωρού! έγρυξε με βραχνήν φωνήν ο δήμαρχος, όστις ήτο όλος δυσθυμία, διότι του έκοψαν αποτόμως τον πρώτον ύπνον.
   Είτα επρόσθεσε φιλοσοφικώς, ως προς εαυτόν αποτεινόμενος:
   - Όποιος θέλει να σάσει το χωριό, χαλνάει το κεφάλι του.
   Και κατήλθεν εις την αυλήν του, την στρωτήν με στιλπνά χαλίκια, κα φυτευτήν με λεμονέας, με ροιάς και στολισμένην από γάστρας ανθέων, ενθυμούμενος τους χρόνους εκείνους, τους οιχομένους διά πάντοτε, όταν έκαμνε τα πλουτοφόρα ταξίδια εις την Μαύρην θάλασσαν κι απάνω εις τον ποταμόν, και όταν εκουβαλούσε, κατά τον κοινόν λόγον, με τες κόφες τα τάλληρα από τα ταξίδια της Ρωσίας. Εάν δεν επεχείρει το τελευταίον του τολμηρόν ταξίδιον εις τον Ωκεανόν, όπου εχρειάζετο να δεθή τις με χονδρούς κάλως εις το κατάρτιον του πλοίου διά να μη τον σαρώση η τρικυμία, και αν δεν ετινάζετο από τα κύματα τα εισπηδώντα επάνω εις την κουβέρταν, ώστε να κτυπήση κακά εις την κεφαλήν και τον κορμόν κατά της χονδρής μπούμας προς την πρύμνην, δεν θα εδέχετο ποτέ το αξίωμα το οποίον του είχον προσφέρει αυθορμήτως – πράγμα σπάνιον, αληθώς – οι συμπολίται του.   
 
    Το πλήθος, αφού έφθασεν εις την γωνίαν του σπιτιού του Παπαργυρού, εδιχάζετο, και άλλοι εξηκολούθουν ν’ ανέρχωνται προς τα άνω, όπως φθάσωσιν εις τον ανοικτόν κάμπον υψηλά, εις την Αγίαν Τριάδα, διά να κατοπτεύσωσιν εκείθεν τας λέμβους τας ερχομένας, άλλοι εστρέφοντο προς τα αριστερά, διά να φθάσωσι ταχύτερον εις τις Πλάκες, και τούτων τα βήματα είχεν ακούσει ο δήμαρχος.
   Δεν είχεν απομείνει, κατά τα φαινόμενα, άνθρωπος από όσους είχαν πλαγιάσει, όστις να μην εξύπνησε, και δεν είχεν απομείνει από όσους δεν είχαν πλαγιάσει ακόμη, κανείς όστις να μην έτρεξε και να μην επετάχθη έξω της οικίας του. Από τας απωτέρας και πτωχοτέρας συνοικίας είχαν φθάσει ο Δημήτρης ο Ντούσκος, ποιμήν βόσκων ολίγας αμνάδας, όστις ποτέ εν καιρώ ημέρας δεν είχε κατέλθει εις την αγοράν· έφθασε φέρων την μαγκούραν του την ποιμενικήν και την κάπαν του, έτοιμος να λάβη μέρος εις την μάχην υπέρ της σωτηρίας της πόλεως, και ο Σταμάτης ο Μπλατσίνης, και ο Δημήτρης ο Στόγιος και άλλοι αγροδίαιτοι, πρόθυμοι να λάβωσι μέρος εις πάσαν ενέργειαν, αν και δεν ήξευραν περί τίνος επρόκειτο· και ο Γιάννης ο Μανίκας προσήλθεν επίσης με πολεμικήν διάθεσιν, μένεα πνέων κατά των υποτιθέμενων εχθρών. Και τον Αργυράκην της Τριανταφυλλιάς τον είχεν εξυπνίσει με πολλήν δυσκολίαν η γυναίκα του, η Τριανταφυλλιά, η φουρνάρισσα, και τον παρεκίνησεν επιτακτικώς να τρέξη κάτω εις την αγοράν να μάθη τι γίνεται, και να έλθη πάλιν οπίσω, διά να την πληροφορήση και αυτήν περί των συμβαινόντων. Ο Αργυράκης έφθασε τρίβων τους οφθαλμούς και μισοκοιμώμενος εις τον δρόμον, αλλά με όλας τας προσπαθείας του δεν κατώρθωσε να μάθη σχεδόν τίποτε, διότι εν εκάστω των ομίλων τους οποίους συνήντησεν εις την αγοράν ωμίλουν οι άνθρωποι μεταξύ των, και δεν απήντων εις τας ερωτήσεις αυτού. Λοιπόν από όλας τας ομιλίας, όσαι εγίνοντο, μόνον άκρες-μέσες ημπόρεσε ν’ ακούση. Ο Αργυράκης της Τριανταφυλλιάς απελπισθείς να μάθει περισσότερα, έτρεξεν ασθμαίνων οπίσω προς την γυναίκα του.
   - Ε! τι έμαθες, Αργύρη;
   -Είναι κόσμος, κόσμος… κάτω στη πιάτσα… στον Αι-Γιάννη απ’ όξου… στην
κολώνα μπροστά…
   - Και τι λέγανε;
  - Να, ο κλήτορας της δημαρχίας σήμανε την καμπάνα.
  -Την ακούσαμε. Ύστερα;
  - Να, μαζώχτηκε κόσμος…
  - Μου το είπες αυτό… ύστερα;
  - Ο κλήτορας έστειλε το Γιάννη το Μαστοράκη, για να ξυπνήση το δήμαρχο.
  - Αλήθεια; - ύστερα;
  - Και είναι κόσμος μαζωμένος… και κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους.
  - Μου το είπες τρεις φορές αυτό. Και τι γίνεται;
  - Ο κόσμος αρχίσανε να τρέχουνε στον Επάνω Μαχαλά, κατά την Αγία Τριάδα…
  - Και δεν πήες και συ!
  - Δε μου ’πες να πάω, Τριανταφυλλιά.
  - Και δεν μπόρεσες να μάθης τι τρέχει;
  - Να, λέγανε πως θα τρέξουνε πίσω κατά τις Πλάκες να τους προφτάσουνε, να φύγει το κακό.
   - Ποιο κακό;
   - Δεν κατάλαβα… μα πρέπει να είναι κλέφτες.
    - Να μην έρχωνται οι χολεριασμένοι απ’ τον Τσουγκριά, για να πάρουν πράτιγο με το στανιό;
   -Καλά λες, αυτό θα είναι, είπε συλλογισμένος ο Αργυράκης· κι εγώ δεν το
κατάλαβα.
   - Γλήορα, να τρέξης πίσω, σκυλί, είπεν η Τριανταφυλλιά… πάρε και το ραβδί
σου μαζί… να πας να μάθης, κι ύστερα να ’ρθης να μου πης.
   Την ιδίαν στιγμήν καθ’ ην ωμίλει η σύζυγος του Αργυράκη, ηκούσθη και εις την απωτέραν εκείνην συνοικίαν η κραυγή, ήτις είχεν αρχίσει να επαναλαμβάνεται προ μικρού αλλαχού της πόλεως:
   - Μας φέρνουν την χολέρα! ξυπνάτε, παιδιά!
   Αι κραυγαί αύται εξύπνισαν και όσους δεν είχαν εξυπνήσει ακόμη από τον ήχον του κώδωνος.
 
    Πρώτη εις όλην την γειτονιάν, απάνω εις τις Πλάτες, είχεν εξυπνήσει η Βγενιώ η Αλαφίνα, ήτις ήνοιξε μετά κρότου πέρα-πέρα το μέγα και πλατύ, το κυανούν χρωματισμένον παράθυρον, και απλώσασα τους ογκώδεις ανδροπρεπείς βραχίονάς της, με τα μανίκια της άσπρης βαμβακερής φανέλας ολίγον κάτω του αγκώνος φθάνοντα, με το κόκκινον υποκάμισον συμμαζευμένον περί την μασχάλην, εστήριξε τας πλατείας χείρας της επί του θριγκού, φωνάζουσα, διά να εξυπνίση την Μαρίαν την Πεπερού.
   Εκ των φωνών της Βγένας εξύπνησε πρώτη η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, διότι εχρειάζετο κανόνι διά να ταράξη τον ύπνον της Μαρίας της Πεπερούς, και το κανόνι το οποίον ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν μέσα εις το Μπούρτσι ήτο σκωριασμένον και άχρηστον δυστυχώς από πολλού.
   -Τι τρέχει, γειτόνισσα;
   -Μας φέρνουν τη χολέρα!
   Η Βγενιώ η Αλαφίνα είχεν εννοήσει αμέσως τι τρέχει. Το παράθυρόν της έβλεπε προς τη θάλασσαν, και είχεν ιδεί τας λέμβους αίτινες έπλεον προς τα εδώ.
   -Ποιος θα μας την φέρη;
  -Ποιος! Οι χολεριασμένοι απ’ τον Τσουγκριά.
  -Πούν’τοι;
  -Για κοίταξε! Έρχονται πενήντα βάρκες.
  Είτα, επειδή της εφάνησαν ολίγαι όσας είπε, προσέθηκε·
   - Πενήντα! Θα είναι ως εκατόν είκοσι!
   Ακολούθως μεταμεληθείσα διότι είπε βάρκες και δεν είπε καράβια, εζήτησε μέσον τινά όρον όπως διορθώση το πράγμα.
  - Βάρκες! Είναι σωστές σκαμπαβίες…  μεγάλες σα σκούνες!
   Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα εκοίταξε και άμα είδε τα μαύρα σημεία να μηκύνωνται, φαινόμενα κολλητά το έν με το άλλο επί της θαλάσσης, προσέθηκε·
   - Παναγία μου! είναι μακριές σαν τράτες…
  -Τράτες! Τι λες; διώρθωσεν οργίλως η Βγενιώ· είναι ψηλές σαν καβαρδίνες!
   Την στιγμήν εκείνην εξύπνησε τέλος και η Μαρία η Πεπερού, ήτις εξήλθεν από το ισόγειον σπιτάκι της τρίβουσα τους οφθαλμούς. Κατόπιν της εξήλθε, με κοντόν φουστανάκι και με γυμνάς κνήμας και πόδας γυμνούς, το Δεσποινιώ, η μικρά κόρη της.
  -Τι είναι; Τι τρέχει;
   Η Βγενιώ η Αλαφίνα δεν εδίστασε πλέον, και έκρινεν ότι ήτο καιρός να προβιβάση τις βάρκες εις καράβια.
   -Τα καράβια τα χολεριασμένα έρχονται απ’ τον Τσουγκριά… Πενήντα
κομμάτια καράβια!
   Η Πεπερού εκοίταξε και δεν ηδύνατο να ίδη τίποτε, διότι εμισοκοιμάτο ακόμη.    Το Δεσποινιώ η κόρη της, κρατούσα αυτήν από την φουστάναν, έβλεπε τες βάρκες και έλεγε:
   - Να τα, να τα! Κοίτα, μάννα!
   Αι τρεις γυναίκες εκινήθησαν να φθάσωσι προς τες Πλάκες, ακολουθούσαι το πλήθος, το οποίον διήρχετο. Ο Αλέξης και ο Μιχάλης, ο υιός της Πεπερούς και ο υιός της Αλαφίνας, είχον εξυπνήσει, και έτρεξαν ακολουθούντες τους άνδρας να ίδωσιν.
   Η Πεπερού έλεγεν εις την κόρην της:
   - Σύρε να κοιμηθής εσύ… Κάτσε στο σπίτι.
   Η Δεσποινιώ την εκράτει καλά από το φουστάνι και έτρεχε κατόπιν της λέγουσα·
   -Φοβώμαι… φοβώμαι μοναχή μου, μάννα!
    Το πλήθος είχε φθάσει εις το ύψος του βράχου, πέραν του οποίου σχηματίζεται η στενή προεκβολή του λαιμού των Πλακών εντός της θαλάσσης. Άνω τα άστρα του ουρανού έλαμπον εις το ύψος του στερεώματος ή έτρεμον σβήνοντα εδώ κι εκεί, και ο γαλαξίας έλουε με αβρόν αργυρόχρουν φως τα ουράνια δώματα, και έζωνε την μέσην του ουρανού, ως να έστρωνε με ακήρατα άνθη τον δρόμον του απείρου εις τα αόρατα πνεύματα των μακάρων. Και ο τριάστερος Πήχυς ίστατο μυστηριώδης επάνω εις το στερέωμα, ακατανόητον όργανον το οποίον ετέθη εκεί ως διά να εξακολουθεί να μετρεί εσαεί το άπειρον διά του αιωνίου. Και αι Άρκτοι η μία και η άλλη έλαμπον με γλυκύ φως μειδιώσαι εις τα προσφιλή πελάγη, και το άστρον του Βορρά εδείκνυε τον Πόλον εις τους αγαπημένους του θαλασσινούς, οίτινες έχουσιν αυτό μόνην συντροφίαν και μόνον αιθέριον φάρον παρηγορούντα αυτούς εις τον δρόμον των, και αν όλα τα λαμπρά άστρα χαθώσι προς καιρόν εις τους οφθαλμούς των, και αν όλοι οι μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθώσιν από τα νέφη· η Πούλια είχεν υψωθεί τρία κοντάρια υψηλά ανερχόμενη εξ ανατολών προς το μεσουράνημα, χρυσή κλώσσα με τα πουλιά της, καταστερεωθείσα και αθανατισθείσα θεία νεύσει, διά να διδάσκει την οικογενειακήν συνοχήν και αρμονίαν εις τους δειλαίους θνητούς, οίτινες γεννώνται διά να χάσκωσι προς καιρόν αναβλέποντες εκεί επάνω, και διά να συγκαλύπτει χρονίως του θανάτου η νυξ τους οφθαλμούς των εις το υποχθόνιον σκότος.
   Ελαφρά αύρα έσειε γύρω εις τα προαύλια και τους κήπους των οικιών τους κλώνας των δένδρων, και η θάλασσα κυανή και μαύρη, απλουμένη κάτωθεν του βράχου, εμορμύριζεν ελαφρώς πλήττουσα τους βράχους.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ