Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο ΙΒ’

   Η Σκεύω εξηκολούθησε:
    - Σαν έβαλα τα φορέματα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου κι εκοίταξα στον καθρέφτη, μου φάνη πως μου πήγαιναν καλά, και μου φάνη πως ωμοίαζα, κοντούλα όπως είμαι, με το γερο-Σταμούλη τον Καρδαράκη, τον παλιό γείτονά μου, που ήμαστε έναν καιρό γειτόνοι στον ελιώνα, απάνω στην Κορακοφωλιά, που τον έδωκε τώρα προικιό της κόρης του. Σαν είδα πως ωμοίαζα με το Σταμούλη τον Καρδαράκη και στο μπόι, και στο μουστάκι, και σ’ όλα, άρχισα κι εγώ να καμαρώνω, να σιάζωμαι στον καθρέφτη κι εγύρευα να μοιάσω ακόμα πλιότερο με τον παλιό το γείτονά μου. Έβαλα το φέσι καθώς το φορεί ο Σταμούλης, εζώστηκα το κίτρινο ζουνάρι τρεις πιθαμές πλατύ, όπως το ζώνεται ο Σταμούλης, έκαμα και τη σέλλα του βρακιού όπως την κάνει ο Σταμούλης, ύστερα, σαν τα έβγαλα τα ρούχα, έλεγα πότε να τα ξαναφορέσω, κι αποφάσισα με κάθε τρόπο να ’ρθω μέσα στο νησί, να περάσω για βαρδιάνος.
   Ο κ. Βίλελμ Βουντ εύρισκε μεγάλην τέρψιν εις την ακρόασιν της διηγήσεως ταύτης. Ηραίωσε τα ροφήματα του τσιμπουκίου του, έπαυσε τους πλαταγισμούς των χειλέων, εγέλα και ήκουε.
   - Λοιπόν;
   -  Εγώ πήγα και ηύρα το Νίκα, το φύλακα που ήτον πρώτα στα πέρα λαζαρέτα, το συμπέθερό μου, και τον επαρακάλεσα να κάμη νόμο-τρόπο να καταφέρη ένα βαρκάρη φίλο του να με πάρη, έτσι όπως ήμουν, γυναίκα, στη βαρκούλα του μέσα, να με φέρει στο νησί. Ο Νίκας μου είπε πως το βλέπει πολύ δύσκολο. Δεν άφηναν κανέναν άλλον, έξω από κείνους που έχουν άδεια, να ζυγώσει στην καραντίνα…
   - Ύστερα;
   - Τότες έκαμα απόφασι και του λέω του συμπέθερου, του Νίκα: «Για να σου
πω, ξέρεις τι μ’ εφώτισε ο Θεός; Θα φορέσω αντρίκεια και θα περάσω για βαρδιάνος. Εσύ, που έχεις τα μέσα, να πης τ’ αφεντικού σου να με γράψη στα χαρτιά, για να με βάλουν βαρδιάνο. Εδοκίμασα τα ρούχα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου, και μου έρχονται καλά, και μοιάζω με το Σταμούλη τον Καρδαράκη όταν τα φορέσω. Πες του κυρ επιστάτη πως με λένε Σταμούλη Καρδαράκη».
   Ο ιατρός εκάγχασε θορυβωδώς.
    - Ω! ντιάολο! και ύστερα;… πήες στον επιστάτη… και στο υγγειονόμο, το
στραβούλιακα, το φίλο μου; Και πώς από Καρνταράκης έγινες Γκυρατσίνης;
    - Ο Νίκας, ο συμπέθερός μου, σαν τ’ άκουσε, του φάνηκε παράξενο, και
άρχισε να κλαίη από το ένα μάτι, τόσον επαραπονέθηκε, που με είδε να επιμένω να ’ρθω να ’βρω το παιδί μου… και με το ένα μάγουλο άρχισε να γελά… κι εσφόγγιζε τα δάκρυά του, και δεν εμάζωνε τα χείλη του… Και ύστερα το είπε στον επιστάτη… Κι ο επιστάτης, σαν να τον είχα ορμηνεμένον, του είπε να πάω να παρουσιασθώ στο λιμεναρχείο το βράδυ-βράδυ, που δε θα μ’ έβλεπαν καλά…
    - Ω! ντιάολο! και ηύρες εκεί και το υγγειονόμο, το στραβούλιακα;
    -Το βράδυ-βράδυ πήγα, κι ήτον εκεί ο υγειονόμος, κι ο επιστάτης, κι ο
λιμενάρχης, οι τρεις τους, κλεισμένοι μες στη μέσα κάμαρη… Κι εμάς μας έβαλαν να καρτερούμε στην όξου κάμαρη, για να νυχτώσει ακόμα, σαν να τους είχα ορμηνεμένους… Κι άλλοι πέντ’ έξ γέροι που καρτερούσαν εκεί, να ’ρθ’ η αράδα τους, να παρουσιαστούν στ’ αφεντικά, για να μπουν βαρδιάνοι, μ’ επήραν για ξένο, και μ’ ερώτησαν, κι εγώ τους είπα πως ήμουν απ’ τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Ύστερα ένας-ένας παρουσιάστηκαν κι επήραν το χαρτί τους, κι εμβήκαν βαρδιάνοι. Στα υστερνά ήρθεν η αράδα μου να παρουσιαστώ κι εγώ.
   - Ε! και τότε;
   - Εγώ εμβήκα μέσα τρέμοντας, και λίγο έλειψε να μου φανή ο ουρανός
σφοντύλι. Και πιάστηκα απ’ την πόρτα για να μην πέσω. Κι όσο να μπω μεσ’ απ’ την πόρτα, παρακάλεσα την Παναγιά και μόδωσε Θάρρος… Κι ο υγειονόμος, άμα με είδε…
   - Α!
   - …μου λέει, σαν να τον είχα ορμηνεμένον: «Εσύ είσαι ο Σταμάτης ο
Γυρατσίνης;… Τι γίνεσαι Σταμάτη;… Γηράσαμε, Σταμάτη, γηράσαμε…».  Κι εγώ τότε, χωρίς να το συλλογισθώ, «Μάλιστα, λέω, εγώ είμαι ο Σταμάτης ο Γυρατσίνης… Τι κάνεις, κυρ υγειονόμε; Είσαι καλά;…»
   Ο ιατρός ανεπήδησεν από του στελέχους εφ’ ου εκάθητο, διότι σφοδρός γέλως ανετίναξεν όλον το σώμα του, και ησθάνετο την ανάγκην να καγχάση εν ανέσει.
    - Ω! ντιάολε! ω! ντιάολε!…τώρα καταλαβαίνω… σ’ επήρε για τον πεταμένο…
Κι εσύ σαν σου ήρτε, σα μπούφος, έτοιμο όνομα, το εντέχτης, και επαρατήτηκες από το άλλο;
    - Ναι.
    - Ω ντιάολο!… το στραβούλιακα… Κι εσύ είπες μέσα σου, τι τέλω να γγυρεύω
άλλο όνομα, αφού μου ντίνει αυτό ο υγγειονόμος. Έτσι;
    - Ναι.
   Ο ιατρός εξηκολούθει να καγχάζη επί μακρόν, και επί πέντε λεπτά της ώρας δεν έλαβε καιρόν να πλησιάση εις το στόμα το μακρόν τσιμπούκι του.
    -  Ω! ντιάολε! το στραβούλιακα!… Είναι παρατηρημένο, επρόσθεσεν, ως να ωμίλει προς εαυτόν, ότι κανένας, περισσότερο από ένα μισόστραβον δεν ημπορεί να πη με τι ομοιάζει ένα πράγμα που ντεν είναι εκείνο που φαίνεται… Κατώς κι ένας στραβομούρης ημπορεί να κάμη καλύτερα από κάτε άλλον μορφασμούς και παντομίμες… κι ένας που ντεν είναι πολύ καταρόγγλωσσος ημπορεί να μιμητή καλύτερα έναν τραυλόν και ψευντόν… κι ένας μισοαγγράμματος ημπορεί να ντιαβάσει καλύτερα ένα κοκογγραμμένο γγράμμα.
   Ο ιατρός ανέπνευσε προς στιγμήν, ετράβηξε μαζωμένα πέντε ή έξ ροφήματα καπνού, είτα ετίναξε το τσιμπούκι του, κι ενώ το εγέμιζεν εκ νέου, επανέλαβεν·
   - Ε! Και ύστερα;… ντεν ηύρες καμμιά ντυσκολία, και οι άλλοι, έχοντας
κολαούζο τον υγγειονόμον, σ’ επαραντέχτηκαν για Σταμάτη Γκυρατσίνη και σε ντιώρισαν βαρντιάνο…
   -  Ο επιστάτης κάτι υπωπτεύτηκε, απήντησεν η Σκεύω.
   -  Α!
   - Εγύρισε και είπε του Νίκα: «Μα εσύ αυτόν που μου εσύστησες τον έλεγες
Καρδαράκη, τώρα πώς βρίσκεται Γυρατσίνης;»
   - Α! κι ο Νίκας τι του είπε;
    - Ο Νίκας τα εχρειάστηκε… λίγο έλειψε να τα χάση.
    - Κι ύστερα, πώς μπόρεσε και τα μπάλωσε;
     -Τον εφώτισε ο Θεός και του είπε, του επιστάτη: «Τον λένε και Καρδαράκη,
μα αυτό είναι παρατσούκλι, και του κακοφαίνεται… το καθ’ αυτό όνομά του είναι Γυρατσίνης».
    Ο κ. Βουντ εκάγχασε θορυβωδέστερον παρά ποτε.
    - Μπράφο! Μπράφο! Χοχ ! πραίχτιγ ! φερμάχτ !
    Ήναψε το τσιμπούκι του, εισέπνευσε πεντάκις ή εξάκις, πλαταγίζων τα χείλη και επανέλαβε:
    - Κι ο επιστάτης εγγελάστη μ’ αυτό;
    - Γελάστηκε.
    - Ύστερα, σου ’ντωκαν το καρτί σου, κι ήρτες…
    -   Μου το ’δωκαν… Μονάχα ο λιμενάρχης είχεν ακόμα κάποια υποψία, κι έλεε: «Αυτός φαίνεται σα γριά ζαρωμένη!»
   Ο ιατρός εκάγχασε διά τελευταίαν φορά· είτα ο γέλως και η εκπνοή του καπνού εξήλθεν ως στεναγμός από το στόμα του. Είχεν αποκάμει να γελά.
   Εσκέπτερο ότι, αν του παρεσκεύαζε καθημερινώς ανά έν τοιούτον επεισόδιον ο φίλος του ο υγειονόμος, τότε η μοναξιά και ο αποκλεισμός εν τη ερημονήσω θα διέρρεεν ανεπαίσθητος δι’ αυτόν. Αλλά και μόνον το συμβάν της εσπέρας ταύτης ήρκει ν’ αντισταθμίσει πολλών ημερών ανίαν εις την εύθυμον και ζωηράν φαντασίαν του.  

    Προς τα εξημερώματα ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής κατέβη ως συνήθως από το κελλίον του, διά να ψάλει τον όρθρον, διά του κομβοσχοινίου και του «Κύριε Ιησού Χριστέ», εις το μικρόν ισόγειον χώρισμα το χρησιμεύον ως ευκτήριος οίκος. Όλην την νύκτα ο γέρων μοναχός δεν είχε κλείσει το όμμα. Αφ’ ότου έχασε την ησυχίαν του και την προσφιλή μοναξίαν του, δεν είχε πλέον ύπνον εις τους οφθαλμούς ουδέ εις τα βλέφαρά του νυσταγμόν. Ό,τι διά τους άλλους ήτο αποκλεισμός και ανία αφόρητος, δι’ αυτόν ήτο πολυθόρυβος συναγελασμός ανθρώπων και τύρβη κόσμου. Εκλείετο από ενωρίς εις τον μικρόν θαλαμίσκον του. το μόνον εκ των πέντε κελλίων το οποίον του είχαν αφήσει, και αφού έλεγε το απόδειπνον, μάτην εκάλει τον ύπνον να κατέλθει εις τους οφθαλμούς του. Δίπλα, εις τα συνεχόμενα κελλία, ένθεν και ένθεν, ενοσηλεύοντο ασθενείς τους οποίους είχαν εκφέρει την προτεραίαν από τα καταπλεύσαντα πλοία. Στεναγμοί πόνων, ενίοτε ρόγχοι αγωνίας, ηκούοντο.
   Είτα επήρχετο σιωπή και ησυχία, βαρεία ως κουφόβρασις, ως συννεφόκαμα και βεβαρημένη ατμόσφαιρα, κυοφορούσα βροχήν. Μόνον προς όρθρον βαθύν, εις το δεύτερον λάλημα του πετεινού, ο ύπνος επήλθεν εις το καταπονημένον σώμα του μοναχού, και ηδυνήθη ν’ αποκοιμηθή επί μίαν ώραν. Είτα εξύπνησεν από φωνάς και εναγωνίους ομιλίας, ακουσθείσας εκ του παρακειμένου κελλίου. Είτα εφόρεσε το ράσον του και εξήλθε.
    Κάτω εις την υπόστεγον αυλήν, την παραλλήλως εκτεινομένην εις όλην την σειράν των κελλίων, δύο μεγάλαι αναδενδράδες ανήρχοντο επιστέφουσαι την κορυφήν της στοάς, και οι πόδες επάτουν εφ’ υψηλής πεζούλας, εν είδει αιμασιάς, πλαισιούσης την άμπελον και τον κήπον τα οποία ήσαν προωρισμένα να δηωθώσιν από την ανήκουστον επιδρομήν την επισυμβάσαν κατ’ εκείνο το έτος. Δεξιά εις τον βλέποντα προς μεσημβρίαν ήτο ο κήπος, αριστερά η άμπελος. Εις το μεταξύ του κήπου και της αμπέλου ήτο δρομίσκος, φέρων εις το πηγάδιον.
   Εις τον δρομίσκον κατήρχετό τις διά κλίμακος με τρία ή τέσσαρα σκαλοπάτια, πατών επί χόρτων και βρύων, τα οποία ήρχισαν ήδη να ξηραίνωνται, πατηθέντα από αγνώστους πόδας.
   Διά του δρομίσκου έφθανέ τις εις το πηγάδιον, το οποίον είχεν ολίγον νερόν ακόμη, και ο πάτερ Νικόδημος κατέβη τα τρία σκαλοπάτια, διήλθε τον δρομίσκον, και έφθασεν εις την σκιάδα, την καλύπτουσαν το πηγάδιον. Διπλή αλλόκοτος φλοξ έλαμψεν αντικρύ του εις το σκότος. Μόλις επάτησε τον πόδα υπό την σκιάδα και δυνατός θόρυβος αγριμίου φεύγοντος ηκούσθη. Ο πάτερ Νικόδημος εφώναξε δις και τρις: «Ψι! ψι! Μπαμπή! Μπαμπή! Μπαμπή!» αλλ’ εις μάτην. Το αγρίμιον είχε γίνει άφαντον.
    Ο πάτερ Νικόδημος έσεισε μελαγχολικώς την κεφαλήν και είπεν·
    -Αυτή μου δείχνει τον δρόμον μου! Κι εγώ τι κάθομαι ανάμεσα εις τόσον κάσμον; Τι δουλειά έχω;
   Ήτο η γάτα του, η προσφιλής του γάτα Μπαμπή, μαύρη ως έβενος, με δύο λαμπρά όμματα φαιά, κυανά, και αορίστου χρώματος, λάμποντα εις το σκότος. Τον είχεν ιδεί, τον είχεν αναγνωρίσει και ετράπη εις φυγήν. Άλλοτε, όταν ήρχοντο αραιοί ξένοι επάνω εις το νησί, ηγρίευε προς αυτούς, δεν ήτο χειροήθης εις κανένα, αλλά δεν εθύμωνε διά τούτο με τον προσφιλή της κύριον. Εξηκολούθει να είναι φίλη ευσταθής και τιθασή προς αυτόν. Από εβδομάδος, άμα ήρχισαν να έρχωνται πλοία, και ν’ αποβιβάζηται ασυνήθης πληθύς εις την νήσον, ηγρίευσεν, εθύμωσεν, έπαυσε να είναι χειροήθης εις τον κύριόν της, και την άλλην ημέραν έφυγεν υψηλά, εις τους λόφους και εχώθη εις το δάσος. Έκτοτε δεν επαρουσιάσθη πλέον εις τον κύριόν της. Εφαίνετο διαμαρτυρομένη εναντίον του διατί να δεχθεί τόσον κόσμον επάνω εις το βασίλειόν των, εις την περιοχήν των, εις το κτήμα των.
   Την νύκτα, αφού είχε ξεφαντώσει από τους αρουραίους μέσα εις τους θάμνους, είχε διψάσει φαίνεται, και κατέβη να πίη νερόν είς τινα γούρναν, σιμά εις το πηγάδι. Αλλ’ άμα είδε τον κύριόν της, ετράπη εις πείσμονα φυγήν.
   Ο πάτερ Νικόδημος εστέναξε, κι επλησίασεν εις το πηγάδιον, και ήντλησε νερόν, διά να νιφθεί. Ενώ ενίπτετο, παρέκει ολίγον, υπό τινα καλαμωτήν, αποτελούσαν δευτέραν σκιάδα εγγύς της πρώτης, ηκούσθη ο κλωγμός μιας όρνιθος.
     -Α! Πιτσινή μου! Πιτσινή μου! εστέναξεν ο πάτερ Νικόδημος, εσύ είσαι;
     Νέος κλωγμός απήντησεν εις την επιφώνησιν του γηραιού μοναχού.
      - Συλλογίζομαι νύκτα και μέρα, ήρχισε να μονολογή ο πάτερ Νικόδημος, πώς
να κάμω για να την γλυτώσω, μην πάθη κι αυτή ό,τι έπαθεν η άτυχη η Κοτσινή. Αχ! Κοτσινή, Κοτσινή!...

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ