Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο ΙΓ’

    Η Κοτσινή ήτο η άλλη προσφιλής του όρνις, την οποίαν του είχαν «φαρμακώσει» προ δύο ημερών οι ελθόντες ξένοι. Και τας δύο, την Πιτσινή και την Κοτσινή, του τας είχεν εμπιστευθεί ως πολύτιμον παρακαταθήκην ο πάτερ Σισώης, ο δάσκαλος, από το ιερόν κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Σύρριζα εις το βουνόν είναι κτισμένον το μοναστήριον, κάτω εις το ρέμα, ανάμεσα εις τας καρυάς και εις τας πλατάνους, όπου πελώρια κλήματα έρπουσιν ανά τους βράχους και τους κρημνούς, εξαπλούμενα εις τας αιμασιάς και τας χαράδρας, και οι καρποί των κρέμανται εις τους υψηλούς κλώνας των πλατάνων, βορά των ορνέων του ουρανού, ή σήπονται από την δαψίλειαν της υγρότητος εις τα άβατα φυλλώματα των υψιερπών θάμνων. 
    Σταλαγμός του ουρανού και μαργαρίτης, ως δρόσος αερμών η καταβαίνουσα εις τα όρη, καλύπτει και στολίζει δι’ όλου του έτους την σκιεράν και εύδροσον κοιλάδα. Κάτω από την ρίζαν του βράχου αντηχεί ο ρόχθος του νερού, οπόθεν εκβλύζον το ρεύμα μορμυρίζει εν μέσω βρύων και χόρτων κατερχόμενον εις την στέρναν, ήτις έχει δύο διεξόδους, την μίαν σιγανήν και έντεχνον προς τους κήπους και τας αιμασιάς ολόγυρα, τας οποίας εκαλλιέργει μετά φιλοκάλου επιμελείας ο πάτερ Μεθόδιος ο μυλωθρός, την άλλην ραγδαίαν και ορμητικήν διά της πελωρίας κοπάνας προς τον νερόμυλον υποκάτω, όπου αι μυλόπετραι εγύριζον μετ’ ιλιγγιώδους ταχύτητος αλέθουσι τον σίτον, και η φτερωτή κάτωθεν εις την εκβολήν του νερού εστρέφετο γοργώς τέμνουσα εις μυρίας ιριδωτάς αργυρόχρους διαθλάσεις το ύδωρ, πίπτον πάλιν άφθονον εις την κοίτην του, εις το βάθος της σκιεράς κοιλάδος. Επάνω από τα θεμέλια του μοναστηρίου, ανά την κλιτύν του υψηλού βουνού, υψηλά ανάμεσα εις τους θάμνους και τους απατήτους βράχους, ο πάτερ Σισώης, πρώην διδάσκαλος, ζητήσας την γαλήνην του γήρατός του εις το μοναστήριον, έτρεφεν ή μάλλον άφηνε να τρέφηται αγέλη ορνίθων υπέρ τα τριακόσια κεφάλια, εις την οποίαν άγνωστος νόσος έπεσέ ποτε, ενσπείρασα τον θάνατον εις το πλήθος των ορνίθων. Ελέχθη ότι άγνωστοι εχθροί του φθονήσαντες είχον ρίψει δηλητήριον, επί τη προφάσει ότι δεν έπρεπε, μοναχός ων, να τρέφηται με ορνίθια. Όπως και αν έχει, από το μέγα θανατικόν εσώθησαν μόνον δύο όρνιθες, η Πιτσινή και η Κοτσινή, τας οποίας ο πάτερ Σισώης παρέδωσε δι’ ασφάλειαν εις τον πάτερ Νικόδημον, τον επίτροπον της Μονής εις το μετόχιον της νήσου Τσουγκριά. Ο πάτερ Νικόδημος τας είχε φυλάξει μέχρι τούδε ως κόρην οφθαλμού, αλλ’ οι ξένοι οι ελθόντες κατ’ αυτήν την δυστυχισμένην χρονιάν εις την νήσον είχον αρπάσει την μίαν και, αφού την έσφαξαν, την έβαλαν εις ξυλίνην σούβλαν, την έψησαν και την έφαγαν. Περί του είδους της παρασκευής της όρνιθος δεν αμφέβαλλεν ο πάτερ Νικόδημος, διότι ξένοι διαβατικοί δεν θα είχον την υπομονήν και τα μέσα να την μαγειρεύσωσι κατ’ άλλον τρόπον. Είχε γίνει μάλιστα περίεργος από ανεπαρκές ίχνος, από ολίγιστα πτίλα, τα οποία είχε παρατηρήσει την πρωίαν της προτεραίας κυλιόμενα επί τους εδάφους, να εξετάση και ν’ ανακαλύψη τους τύπους των ποδών των ορνιθοκλόπων επί της άμμου, και οδηγούμενος υπ’ αυτών, να εύρη το μέρος όπου είχον ανάψει πυρ διά να ψήσωσι την όρνιθα, κάτω εις την ακρογιαλιάν, την σφένδαμον από την οποίαν έκοψαν την ράμνον, την οποίαν μετεχειρίσθησαν ως σούβλαν , και κατά πάσα πιθανότητα, το μικροκάικον εις το οποίον ανήκον οι κλέπται. Αλλά δεν τους ωμίλησε τίποτε. Είπε μέσα του, «ο Θεός να τους συγχωρήσει» Ελυπήθη μόνον την άτυχην την Κοτσινή, και εστενοχωρείτο τι λόγον να δώση εις τον «δάσκαλον», αν ούτος, μετά τόσην συρροήν ξένων επελθούσαν απροσδοκήτως εις την νήσον, θα είχεν ακόμη την ιδιοτροπίαν να τον ερωτήσει τι είχε γίνει η Κοτσινή.
   Ο πάτερ Νικόδημος, αφού ενίφθη, επλησίασεν εις τον ορνιθώνα και ήπλωσε την χείρα διά ν’ αποκομίσει εκείθεν την Πιτσινήν. Είχε συλλογισθεί μέσα του: «Τι ανόητος που είμαι! Αφού χθες μου έκλεψαν την άλλη, και την αφήνω αυτή μοναχή της την νύκτα εις την καλαμωτή, σιμά εις το πηγάδι, όπου θα έλθουν να πάρουν νερόν, και όπου είναι σχεδόν σίγουρα ότι θα μου την κλέψουν. Δεν εφρόντισα να την εξασφαλίσω αποβραδύς, μόνον την άφησα ολονυχτίς εις την τύχην της, κι εσκεπτόμην τι να την κάμω την άλλην ημέραν, διά να την γλυτώσω, αφού όλην την νύκτα εκινδύνευεν εκτεθειμένη εδώ! Χαμένα τα έχω! Έλα δω, Κοτσινή, Κοτσινή!»
   Είτα, εννοήσας το λάθος:
   - Πώς να πω… Πιτσινή!
   Και στενάξας προσέθηκε·
    - Την καημένη την Κοτσινή, στο στόμα μου κόλλησε!… Τώρα δε θα βρίσκωνται ούτε τα κοκκαλάκια!
   Έλαβεν εις τας χείρας την όρνιθα, ανέβη εις το κελλίον του, την απέθεσεν εντός, της έρριψε τροφήν, και εκλείδωσε την θύραν. Είτα κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον.
     Τέσσαρες τοίχοι παλαιοί, υγροί και γυμνοί. Τέσσαρες εικόνες επί του ανατολικού τοίχου· του Χριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και των Αγίων Φλώρου και Λαύρου.
   Δύο κανδήλαι με μεγάλα μετάλλινα καλύμματα, καταλαδωμένα. Έν αναλόγιον προσηρμοσμένον επί του δεξιού τοίχου, προς το μόνον παράθυρον. Τέσσαρα βιβλία, το Ωρολόγιον, η Οκτώηχος, το Ψαλτήριον και η Πανδέκτη, τρίτη ευτελής κανδήλα με μέγα εκ λευκοσιδήρου σκούφωμα ανερχόμενον και κατερχόμενον διά του μηχανισμού της ισορροπίας, διά να συγκεντρώνει το φως επί του βιβλίου και επί της γενειάδος του αναγινώσκοντος· κανέν στασίδιον· μία χονδρή ράβδος εις σχήμα κεφαλαίου Τ προωρισμένη να χρησιμεύη αντί στασιδίου εις τον ασκητήν και εις τον νυκτερινόν ευχέτην, τον εκτελούντα τον μοναστικόν κανόνα του δι’ ορθοστασία και δι’ ανακυκλώσεως του κομβοσχοινίου με τους δακτύλους της δεξιάς· τοιούτος ήτο ο ευκτήριος οίκος του μετοχίου.
   Αι κανδήλαι έλαμπον με ασύνηθες φως, όχι καλογηρικόν, και ως σωστά πυροφάνια, διά της υάλου του παραθύρου. Τούτο εξέπληξε κατ’ αρχάς τον Νικόδημον, αλλ’ ούτος εσυλλογίσθη ευθύς ότι γυνή τις εκ των από χθες και προχθές γειτονισσών του, αίτινες ενοσήλευον οικείους πάσχοντας, αποβιβασθέντας από της προχθές εκ των πλοίων και εγκατασταθέντας εις τα τρία εκ των κελλίων, θα ήναψεν εξ ευλαβείας τα κανδήλια, αφού εξεφιτίλισε και εσήκωσεν υψηλά τας θρυαλλίδας, και διά τούτο έλαμπον ως πυροφάνια αλιευτικά. Ήνοιξε την θύραν και εισήλθε. Γυνή τις εκάθητο εις το χθαμαλόν ανάβαθρον, το ευρισκόμενον παρά την βάσιν του αναλογίου. Ο πάτερ Νικόδημος δεν εξεπλάγη. Είχε πολλάς γυναίκας εις την γειτονίαν του προ δύο ή τριών ημερών, και του εφάνη ότι ανεγνώρισεν εκείνην την οποίαν έβλεπεν. Ήτο η γεροντοτέρα εκ των τεσσάρων ή πέντε εγγυτέρων γειτονισσών του.
    - Ε! καλημέρα, κυρά· πώς είναι ο γυιος σου; έκραξεν ο Νικόδημος.
    Η γυνή εκοιμάτο κι εξύπνησεν αποτόμως εκ της φωνής. Εκοίταξεν έκπληκτος τον μοναχόν.
    - Πώς είν’ ο γυιος σου; επανέλαβεν ο Νικόδημος.
    -  Δεν ξέρω, παιδάκι μου… απήντησε τρίβουσα τους οφθαλμούς η Σκεύω, διότι
εκείνη ήτο… Ξέρεις να μου πης τι γίνεται; Γι’ αυτό κι εγώ ήρθα.
   Την φοράν ταύτην ο εκπλαγείς ήτο ο γέρων μοναχός. Εστάθη κοιτάζων την γυναίκα, και είδεν ότι δεν ήτο εκείνη, την οποίαν είχε νομίσει κατ’ αρχάς ότι έβλεπεν.
   Η Σκεύω επανέλαβε·
    - Μου είπεν αποβραδύς ο γιατρός, ας είναι καλά, πως δεν έχει φόβο, και πως
θα γίνη καλά… Σήμερα θα πάω μες στο καράβι να τον εύρω.
   Ο Νικόδημος, αν και από εικοσαετίας δεν είχεν εξέλθει από την μικράν νήσον, την ανεγνώρισεν ως συντοπίτισσαν.
    -Τουλόγου σου είσαι από δω, ξέρω… Για πες μου το όνομά σου…
    -Σκεύω.
    - Ναι, Σκεύω… Με γνωρίζεις εμένα;
    - Πώς! ο Νικολάκης της Μανασσίνας δεν είσαι;
    - Ναι.
    - Πώς σε λένε στο καλογερικό σου;
    - Νικόδημο.
    - Καλά είσαι, γυιε μ’, τι κάνεις;… Να, κι εγώ ήρθα για να βρω το παιδί μου
που είν’ άρρωστο.
   Και διηγήθη εν ολίγοις τα πράγματα πώς είχον, παραλείψασα να είπη ότι είχε φορέσει ανδρίκεια και ότι είχε περάσει ως βαρδιάνος.
   Ο Νικόδημος την παρηγόρησε λέγων ότι έπρεπε να έχη τας ελπίδας της εις τον Θεόν, και ότι αν δεν είναι θέλημα του Θεού, δεν έχει να πάθη τίποτε ο υιός της. Είτα ήρχισε να εκτραγωδεί τα ίδια παθήματά του·
   -Να, κι εγώ πόσα υποφέρω… Έφθασαν πολλά παρτίδα, που δεν είχαν έρθει άλλη φορά. Δεν με πειράζουν τόσο τα καράβια, όσο τα μικροκάικα… Άρχισαν να μου κλέφτουν τα σταφύλια, μου ρήμαξαν τες κολοκυθιές και τες μπάμιες… Δεν μου άφησαν γάλα για να πήξω τυράκι… Μου έκλεψαν την Κοτσινή, την κόττα του πάτερ Σισώη, και την έβαλαν στη σούβλα και την έφαγαν… Μου αγρίεψαν τη γάττα, την καημένη τη Μπαμπή, και την έκαμαν να πάρει τα βουνά.
   Η θεια-Σκεύω του εσύστησεν υπομονήν, και ως συμπέρασμα είπεν ότι «Αμαρτίες είχαμε όλοι, εδώ που φτάσαμε».
 
    Την εσπέραν, μετά την συνδιάλεξιν της προς τον ιατρόν, η Σκεύω ηκολούθησε τον βαρκάρην, τον Γιάννην Μπρίκον, μέχρι της ακρογιαλιάς. Ο κ. Βουντ της είχεν ειπεί ότι, αν ήθελεν, ημπορούσε να διανυκτερεύσει εις την σκηνήν του, ή παραπλεύρως αυτής, εις το πρώτον ημιτελές παράπηγμα, το οποίον είχεν αρχίσει ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης. Της υπεσχέθη δε ότι το πρωί θα επήγαιναν ομού εις το καράβι, όπου ευρίσκετο ο υιός της. Λαβούσα την υπόσχεσιν ταύτην η Σκεύω, επέμεινε να γυρίσει οπίσω εις την βάρκαν, διά να φορέσει τα γυναικεία φορέματά της, διότι της ήρχετο πλέον εντροπή να φορεί τα ανδρίκεια, αφού εφανερώθη ο δόλος της. Επειδή δε δεν έμελλε πλέον να εκτελέση έργα βαρδιάνου, προσεφέρθη να εγχειρίση εις τον ιατρόν τα δύο τάλληρα, τα οποία είχε λάβει ως προκαταβολήν εις το λιμεναρχείον. Αλλ’ ο ιατρός της είπε να τα κρατήση προς το παρόν, και εδήλωσεν ότι αυτός γίνεται εγγυητής διά το μικρόν τούτο ποσόν ενώπιον του φίλου του, του στραβούλιακα του υγειονόμου.
   Μέσα εις το μέγα ταμπάρον, το οποίον είχε φέρει μαζί της η Σκεύω από την οικίαν της, είχε μίαν αβασταγήν, και μέσα εις την αβασταγήν είχε πλήρη την γυναικείαν φορεσιάν της. Την είχε πάρει μαζί της, ως να είχε προβλέψει ότι γρήγορα θα την εχρειάζετο. Ο Γιάννης ο Μπρίκος επέβη εις την λέμβον και της έρριψε την αβασταγήν, καθώς και έν μικρόν καλαθάκι, μέσα εις το οποίον είχεν έν λαδικόν γεμάτον, και ολίγα κηρία και ψωμίον, διότι όλα τα είχε προβλέψει.
   Η Σκεύω έλαβε την αβασταγήν, και αποχωρήσασα όπισθεν των λυγαριών και των βουρλιών, σιμά εις τον βάλτον, ήλλαξε τα ενδύματά της, είτα εσχημάτισεν εκ νέου την αβασταγήν με τα ανδρίκεια φορέματα τα οποία είχεν αποβάλει, την έδεσε, και ελθούσα την έρριψε μέσα εις την βαρκούλαν, εις τας χείρας του Γιάννη.
   Είτα έλαβε το καλαθάκι της, και εκαληνύχτισε τον πορθμέα λέγουσα ότι θα υπάγη να κάμει ένα σταυρόν και ν’ ανάψει τα κανδήλια της εκκλησίτσας, εις το μετόχι, και, «όπως ιδεί, ή έρχεται ή δεν έρχεται». Ίσως μάλιστα ν’ απεφάσιζε να κοιμηθεί εις την μισοτελειωμένην παράγκαν, όπου της είπεν ο ιατρός. Ο Γιάννης δεν επέμεινε, διότι ενύσταζεν αρκετά ο ίδιος, ώστε να τον μέλει πού θα εκοιμάτο ο άλλος. Ήδη είχε μισοκοιμηθεί πριν ακούσει το τέλος του λόγου της Σκεύως.
   Σιγά-σιγά πατούσα, από βουρλιάν εις βουρλιάν και από αρμυρήθραν εις αρμυρήθραν, η Σκεύω, ήτις δεν εφοβείτο ποτέ να περιπατεί την νύκτα (άλλως το μέρος ήτο ανοικτόν, φώτα έλαμπον ένθεν κακείθεν, η σελήνη ανήρχετο προς το μεσουράνημα, και τα κελλία του μετοχίου και αι πρόχειροι σκηναί εκατοντάδας μόνον βημάτων απείχον από την ακρογιαλιάν), επέρασεν εκ τρίτου από το μέρος όπου εφαίνοντο οι δίδυμοι νεοσκαφείς τάφοι, εστάθη, έκαμε τον σταυρόν της, εγονάτισε, κι έκαμε τρεις ολοψύχους μετανοίας «κλίνουσα όχι μόνον τα γόνατα, αλλά και την καρδίαν ενώπιον του Κυρίου», και εδεήθη υπέρ της ατυχούς αθώας ψυχής, της αποθανούσης μακράν της πατρίδος της εις τα ξένα, της κοιμωμένης μετά του ακάκου βρέφους της τον χρόνιον ύπνον εκεί υπό το χώμα. Είτα έλαβεν εκ του καλαθίου της δύο κηρία, και αφού τα διέθεσεν εις σχήμα Σταυρού, τα εκόλλησεν επί του άλλου καλαμίνου Σταυρού, του σημειούντος την κεφαλήν επί της άκρας του τάφου. Είτα ηγέρθη, έλαβε το καλάθιόν της, και διευθύνθη προς τα κελλία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ