Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο ΙΑ’

    Ο Σταμάτης Γυρατσίνης πολύ θα επεθύμει ν’ απηλλάσσετο ει δυνατόν της ανάγκης της επισκέψεως ταύτης, αλλά δεν ήτο κατορθωτόν το πράγμα. Ο Γιάννης ο Μπρίκος του είχε δώσει να εννοήση ότι πας νεωστί ερχόμενος εις τον τόπον των καθάρσεων ώφειλε να παρουσιασθή εις τον ιατρόν, και αν μάλιστα ήτο βαρδιάνος διά τα καράβια τα σπόρκα, ο ιατρός θα τον εδέχετο, θα τον ανεγνώριζε και θα τον ετοποθέτει οριστικώς εις έν των πλοίων, ή και έξω εις την ξηράν, διότι δεν ήτο υπόχρεως να λαμβάνη υπό σπουδαίαν έποψιν τας διαταγάς του κυρίου υγειονόμου ως προς τούτο. Αυτός δε, ο Γιάννης ο Μπρίκος, ως εκτελών τα έργα του πορθμέως εντός του τόπου των καθάρσεων είχεν ατομικήν ευθύνην διά την εκτέλεσιν της διατυπώσεως ταύτης, και αν παρέβαινε το καθήκον του, υπέκειτο εις φυλάκισιν από δύο έως πέντε ετών, καθώς τον είχον πληροφορήσει. Το καλόν μόνον ήτο, διά τον Γυρατσίνην, ότι η παρουσίασις εγίνετο νύκτα. Το ακόμη καλύτερον ήτο ότι θα εδίδετο εις το μυστηριώδες υποκείμενον η ευκαιρία να μάθει αμέσως διά του ιατρού πού ήτο και τι εγίνετο ο Σταύρος.
   Τούτου ένεκα η Σκεύω ηκολούθησε μετ’ ελπίδος και φόβου τον Γιάννην, και τα γόνατά της έτρεμον. Αφού διήλθον το πλάτος της αμμουδιάς, όπου οι πόδες εβουλούσαν ένα δάκτυλον εντός της άμμου, και αι εμβάδες της εγέμισαν από κόκκους άμμου, εισήλθον εις το μονοπάτιον το διαχαρασσόμενον παρά την όχθην του απεξηραμμένου βάλτου, ανάμεσα εις τες βουρλιές, υπό το φέγγος της σελήνης, όπου το έδαφος φαιόν και λευκόν έστιλβεν από την αναλαμπήν. Εκεί παρά τον βάλτον, ανάμεσα εις τρεις βουρλιές και εις δύο συστήματα ακανθωδών θάμνων, το χώμα εφαίνετο προσφάτως ανασκαφέν, και υπήρχον δύο εξογκώματα γης, το έν μακρότερον του άλλου, γείτονα αλλήλων κείμενα, αποτελούντα μάλλον έν εξόγκωμα εις δύο.
   Η Σκεύω ήρχισε να τρέμει· η μητρική καρδία της εταράχθη, και ήρχισε να πάλλη ταχέως και ασθενώς, και λιποψυχία εκυρίευσεν όλον το είναι της, τα όμματά της εσκοτίσθησαν, και τα ώτα της ήρχισαν να βομβώσι, και εις το ωχρόν φως της σελήνης δεν ήτο ορατή η ωχρότης ήτις έβαψε το πρόσωπόν της. Τα δίδυμα εκείνα εξογκώματα της γης, πολύ ωμοίαζον με δύο τάφους, με δύο τάφους νωπούς, προσφάτως και ίσως αυθημερόν σκαφέντας. Η Σκεύω έκυψε και είδε καλύτερα, και της εφάνη ότι εις την άκραν του ενός των δύο λάκκων προς δυσμάς υπήρχε μικρός πρόχειρος σταυρός εκ καλάμου, με κλωστήν δεμένος εις το κέντρον.
   Διότι ήτο αληθές και δεν επεδέχετο άρνησιν ότι ο άγγελος ο κρατών το μέγα δρέπανον είχεν επιφοιτήσει αυθημερόν εις την αποκλεισμένην νήσον. Το μεσονύκτιον προς βαθύν όρθρον της Τρίτης είχε τανύσει αιφνιδίως τας πτέρυγάς του από των απωτέρων αοράτων κόσμων, και είχε λάβει το κέλευσμα του Αϊδίου, και είχε καταπτεί από τας πύλας του ουρανού, και μετά τινα μόρια στιγμών χρόνου, ασύλληπτα εις την διάνοιαν των θνητών, είχε φθάσει εις την αφανή μικράν γωνίαν, την ταπεινήν και άγνωστον, και είχεν ασκήσει το αστόμωτον δρέπανόν του εις την κοπήν της ζωής δύο αβρών πλασμάτων των οποίων το βάρος δεν ησθάνετο χθες ακόμη η γη περισσότερον παρ’ όσον ταύτα ησθάνοντο σήμερον επάνω των το βάρος της γης. Η μήτηρ μόλις είχεν εξέλθει προχθές ακόμη εις τον λειμώνα του κόσμου. Άνθος είχε κοπεί από τον κήπον τον παρθενικόν και είχεν εξαχθεί διά της πύλης του γάμου. Το βρέφος μόλις είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς εις το φως της ζωής. Μήτηρ ανεύθυνος και βρέφος άκακον· η μήτηρ μετά τας τρικυμιώδεις συγκινήσεις του έρωτος, μετά τας γαληνίους απολαύσεις του γάμου, μετά τας δεινοπαθείας της κυοφορίας, μετά τας ωδίνας του τοκετού, το βρέφος μετά την πρώτην αίσθησιν του πόνου και την πρώτην φωνήν του κλαυθμυρισμού, ανηρπάγησαν εις επουρανίους καλιάς, το τέκνον εις τας αγκάλας της μητρός, και αμφότεροι εις τους κόλους του αγνώστου. Ο γάμος είχε τελεσθή εν Σμύρνη προ δέκα μηνών, το ζεύγος φεύγον την χολέραν είχεν επιβιβασθή εκ Σμύρνης. Κατά τον διάπλουν είχεν επέλθει, άωρος ίσως ο τοκετός. Το πλοίον, όταν έφθασεν εις τον τόπον της καθάρσεως, εκόμιζε δύο τρυφερά πλάσματα μόλις ζώντα, την μητέρα χθες και πρώην κόρην, το βρέφος σχεδόν ασώματον. 
    Τα σώματα ημιθανή απεβιβάσθησαν εις την ξηράν, αλλ’ η πραεία αύρα του δάσους δεν ήτο ικανή ν’ ανακαλέσει την φεύγουσαν ζωήν διά να την αποδώσει εις τα δύο νεαρά όντα. 
    Η πνοή του αγγέλου, θωπευτικωτέρα και της αύρας της νυκτερινής, απεκοίμισε τα δύο αβρά πλάσματα, και ο κραταιός βραχίων του απεκόμισε μακράν εις τους αγνώστους κόσμους τα δύο πνεύματα, το έν καθ’ εαυτό μακάριον, το έτερον κατά μέθεξιν ευδαίμον.
   Ελαφρά η γη εκάλυψε τα δύο νεαρά σώματα, θερμά ακόμη από την τελευταίαν επαφήν της ζωής, θερμά από τους ασπασμούς του χηρεύσαντος νυμφίου, θερμότερα από τους ασπασμούς της απορφανισθείσης μητρός, ήτις είχε συνοδεύσει εις το ταξίδιον την τέως ευτυχή κόρην. Και τα πνεύματα απέπτησαν και ίπταντο ακόμη μακράν, μακράν, και ο άγγελος τα ανεβίβασεν εις αγνώστους κόσμους, και το κύμα της θαλάσσης εφλοίσβιζε μακρόθεν λικνίζον το αγνόν βρέφος εις την παγωμένην αγκάλην της μητρός, και η αύρα η σείουσα τους θάμνους ετόνιζε βαυκαλιστικον άσμα εις τον ύπνον της μητρός και του τέκνου.
     
    - Τίνος είν’ αυτός ο τάφος; Ποιος πέθανε; ηδυνήθη να ερωτήση με τρέμουσαν φωνήν η Σκεύω.
   Της δυστυχούς είχε κακοβάλει ο νους της διά τον υιόν της, και εντεύθεν ο φόβος και η μεγάλη ταραχή άμα είδε τους διδύμους τάφους.
   Ο Γιάννης ο Μπρίκος έστρεψεν αμελές βλέμμα προς τους τάφους, εσιώπησε προς στιγμήν, έβηξε, και είτα είπε:
   -Μια γυναίκα είχε πεθάνει σήμερα εδώ με το παιδί της. Σου είπα, θεια-
Σκεύω, ποιος ερωτά εδώ ποιος θα ζήση και ποιος είναι για πεθαμό;
  - Και τι γυναίκα ήτον; ηρώτησε καθησυχάσασα εν μέρει η Σκεύω.
  -Σμυρνιά, θαρρώ, ήτον… ή Πολίτισσα… ποιος ξέρει… χθες είχεν έρθει με το
καράβι εκείνο εκεί.
   Κι εδείκνυεν αντικρύ έν των πλοίων.
    -Πώς δε μου είπες, Γιάννη, εξηκολούθησεν η Σκεύω, πού είναι το καράβι που
 ’ν’ ο γυιος μου μαζί;
   Την ερώτησιν ταύτην ήθελε να υποβάλη προ πολλού, όταν έπλεον ομού επί της φελούκας, αλλά την είχε προπάρει τόσον ο Γιάννης με τον βάναυσον τρόπον του, ώστε η πτωχή γυνή απεθαρρύνθη και ανέβαλε την ερώτησιν.
    - Και πού ξέρω εγώ, θεια-Σκεύω; Είπαν πως ήρθε και πως ήτον άρρωστος… Αν 
ήρθε, θα είναι με κανέν’ απ’ αυτά τα ξένα καράβια, γιατί το ντόπιο, του καπετάν Γρατσιώτη, που ήτον λοστρόμος μαζί, δεν έχει ερθή… Αν ο γυιος σου ήρθε θα πη ότι είχε ξεμβαρκάρει στην Πόλη, και μβαρκάρισε με κανένα ξένο, που ήτον για δω.
    - Και πώς δε μπόρεσες να μάθης, Γιάννη; είπε μετά παραπόνου η Σκεύω.
    - Μου κακοφαίνεται κι εμένα, θεια-Σκεύω που δε μπόρεσα να το μάθω… Μα
πού να ξέρω πως ήσουν να ’ρθης για δω τουλόγου σου, και πως θα σ’ εβλέπαμε
βαρδιάνο στα σπόρκα;
 
   Λαβών ο ιατρός τον φάκελον, τον οποίον έτεινεν αυτώ ο Γιάννης ο Μπρίκος, τον ήνοιξε και ανέγνωσε το εν αυτώ έγγραφον. Το έγγραφον ήτο οιονεί διορισμός και πιστοποιητικόν ταυτότητος του αποστελλομένου δι’ έν των επιχολέρων πλοίων φύλακος, τον οποίον ο υγειονόμος επέμενε να ονομάζη Σταμάτην Γυρατσίνην.
   Ο ιατρός έκαμε ζωηρόν κίνημα δυσφορίας, και το έγγραφον του εξέφυγε τας χείρας.
    -Να πάρη ο ντιάολος! είπε· και ποιος είν’ αυτός ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;…
Φέρε τον εντώ.
   Ο Γιάννης εστράφη προς τον όπισθέν του ιστάμενον σύντροφόν του και τον έδειξε:
  - Να τος! είπε
   Ο ιατρός εμειδίασεν, εκάγχασεν, εκάπνισε θορυβωδώς το τσιμπούκι του, επλατάγισε τα χείλη, απέπνευσε μεγάλην έλικα καπνού από το στόμα, και είπε:
    -Έλα ντω! ποιος είσαι;
    Η θεια-Σκεύω επλησίασε τρέμουσα.
    - Εγώ είμαι, γιατρέ, είπε.
    - Και είσαι του λόγκου σου, ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;
   Η θεια-Σκεύω έκαμε διφορούμενον νεύμα· κάτι τι το οποίον ηδύνατο να εκληφθή ως ναι και ως όχι.
   Ο ιατρός ύψωσε το κηρίον το οποίον εκράτει, έβαλε τα γυαλιά του, τα οποία εκρέμαντο δι’ ιμάντος από του λαιμού του, κι εκοίταξε το μυστηριώδες άτομον.
   - Έλα σιμότερα, είπε.
   Με αποφασιστικότητα τιμώσαν αυτήν μεγάλως, η θεια-Σκεύω δεν έδωκε καιρόν εις τον ιατρόν να τελειώσει την επιθεώρησίν του, αλλά κύψασα προς το ους του του είπε:
   - Εγώ είμαι η Σκεύω, η Γιαλινίτσα… που με λένε κάποτε και Σαβουρόκοφα.
   Ο ιατρός ανετινάχθη όλος επί του στελέχους εφ’ ου εκάθητο και εκάγχασε θορυβωδώς:
    -   Χα, χα χα!… χα χα χα! Να πάρει ο ντιάολος!… εκείνο το υγκειονόμο το στραβούλιακα… που είναι και φίλος μου!… χα χα χα! Και ντεν ηύρε άλλο όνομα να σου ντώση, ενός ζωντανού, μόνον σου έντωσε του όνομα του πεταμένου… χα χα χα!
   Είτα επέφερε:
    - Αν-καλά τι λέω εγγώ;… το όνομα του ζωντανού είναι κάποιου… το όνομα του   
πεταμένου ντεν έχει ιντιοκτήτη, είναι έρμο… Έξυπνος εφάνη ο στραβούλιακας που σου έντωκε το όνομα του πεταμένου.
   Είτα ευθύς ηρώτησε:
   -Και τι σου ήρτε, Σκεύω να το κάμεις αυτό;
   Η Σκεύω την ερώτησιν ταύτην επερίμενε.
    - Για το Θεό, γιατρέ, να ’χης πολλή ζωίτσα… και να σου δώση ο Θεός ό,τι επιθυμείς… να ’χεις και καλή ψυχή… δεν μου λες, τι γίνεται ο γυιος μου, ο Σταύρος; Είναι καλά; πέθανε; ζει; τον είδες τουλόγου σου;
   Ο ιατρός, όστις εξηκολούθει την θορυβώδη ευθυμίαν του, διεκόπη, ανεκάλεσε τας προσφάτους εκ των επισκέψεων της ημέρας εντυπώσεις του και είπεν:
   - Α! Ο Σταύρος… του Γιαλή… Ο λοστρόμος… είναι γυιος σου. Α! ναι… είναι  
άρρωστος… υπέφερε πολύ… μα ντεν έχει ανάγκη… τα ζήση.
   Η Σκεύω ανέπνευσε.
   - Ν’ αγιάση το στόμα σου, γιατρέ, και τα χείλη σου, που μου είπαν τον καλό
 το λόγο, να γίνουν μαλαματένια, σαν τ’ Αι-Γιαννιού του Χρυσοστόμου.
   Ο ιατρός εκολακεύθη εκ της ευχής, εμειδίασε, και είτα πάλιν επανήλθεν εις τον φίλον του, ως τον ωνόμαζε, τον υγειονόμον.
   - Μα να πάρη ο ντιάολος, τι του ήρτε του φίλου μου, του υγειονόμου, του
στραβούλιακα, και σε αγκαζάρισε για βαρντιάνο;… Ή ήτελες του λόγγου σου;
   - Εγώ το ήθελα… δεν μπόρεσα να μάθω για το γυιο μου, κι ήρθα να τον ιδώ.
   - Α! κι εγκέλασες τον υγειονόμο, το στραβούλιακα;
   - Δεν τον εγέλασα, τόσον εγώ, είπε μετ’ αμηχανίας η Σκεύω, όσο γελάστηκε
μοναχός του.
   - Πώς;
   Και ο ιατρός εξηκολούθει να ροφά μεγάλας εισπνοάς καπνού, να εκπέμπη πυκνά νέφη περί τους παχείς καστανούς μύστακάς του, να ακτινοβολή από ευθυμίαν και ν’ ακροάται.
    -   Εγώ ήμουν σαν παλαβή, σαν το έμαθα, που μου το εφώναξε μια κλήρα προχτές το βράδυ, από μια βάρκα μέσα, πως ο γυιος μου είναι άρρωστος από χολέρα.
    - Α!… λοιπόν;
    - Εγώ γονάτισα μπροστά στα κονίσματα, κι επαρακάλεσα την Παναγίτσα μου,
μια μικρή Παναγίτσα ασημωμένη που έχω, να με λυπηθή και να μου στείλη καλά μαντάτα από το Σταύρο ή να με φωτίση τι να κάμω…
    - Ύστερα;
    -  Εμένα η Μεγαλόχαρη καλά μαντάτα δεν ηυδόκησε να μου στείλη, γιατί
ήμουν αμαρτωλή, έξω απ’ αυτά που σ’ εφώτισε να μου δώσης, γιατρέ μου… μονάχα μ’ εφώτισε, σαν ήτον πολύ δύσκολο να με πάρουν οι βαρκάρηδες να με φέρουν, όπως ήμουν με τη γυναίκεια φορεσιά μου, στο νησί μέσα για να βρω το γυιο μου, μ’ εφώτισε να φορέσω αντρίκεια και να πάω βαρδιάνος στα σπόρκα.
    Ο ιατρός ανεκάγχασε θορυβωδώς.
    - Α! χα χα χα! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στα σπόρκα! Α! ντιάολο! Και το
 στραβούλιακα το υγκειονόμο;…

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ