Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο Η’

   Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέραν. Η θεια-Σκεύω επήγε να ανταμώση την θυγατέρα της την άκληρην, ήτις είχε την οικίαν της εις το άλλο άκρον του χωρίου. Η γυνή αύτη είχεν ένα ανδράδελφον όστις ήτο φύλαξ του λοιμοκαθαρτηρίου. Τώρα, ως ήτο επόμενον, ήτο μόνον επί ψιλώ ονόματι, πράγματι δε διέτριβεν εις την πόλιν, και ήτο υπηρέτης του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου. Διότι εκτάκτως, διά την περίστασιν, είχε διορισθή επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου ο κ. Ρώνυμος, άνθρωπος από ιστορικήν οικογένειαν, ως ελέγετο.
   Η θεια-Σκεύω δεν είπε τίποτε εις την θυγατέρα της, ειμή μόνον ότι έμαθεν ότι είχεν έλθει ο Σταύρος και ότι ήτο εις την καραντίναν. Της είπαν μάλιστα ότι ήτο ολίγον άρρωστος, αλλά δεν είχε φόβον. Η κόρη της η άκληρη δεν έδειξε μεγάλην συγκίνησιν άμα ήκουσε το άγγελμα τούτο. Αυτή είχε καταδαπανηθή σωματικώς και χρηματικώς όλη εις τα λουτρά της Αιδηψού, εις ιατρικά και βότανα, προσπαθούσα ν’ αποκτήσει κληρονόμον. Όλα τα άλλα πράγματα μετρίως την ενδιέφερον. Ήρχισε να διηγήται εις την μητέρα της ότι το τελευταίον βότανον, το οποίον της είχε δώσει ο εμπειρικός της γειτονιάς, της έφερε κακά συμπτώματα. Η Σκεύω την εσυμβούλευσε δι’ εκατοστήν φοράν να είναι προσεκτική, να φυλάγεται από φάρμακα, και να έχει πεποίθησιν ότι, μόνον αν είναι θέλημα Θεού, θ’ αποκτήση κληρονόμον.
   Είτα η γραία εζήτησε να ενταμώση τον ανδράδελφον της κόρης της, επί προφάσει ότι ήθελε να λάβη πληροφορίας διά τον Σταύρον, και να του ζητήση να την ευκολύνει, αν ήθελε να του στείλει κάτι τι εις την καραντίναν. Η νεαρά γυνή έστειλε πτωχήν τινα, ήτις έζη εκτελούσα διαφόρους υπηρεσίας εις τα σπίτια της γειτονιάς, εις την κατοικίαν του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, προς αναζήτησιν του ανδραδέλφου της. Ο φύλαξ της επιστασίας, όστις διήρχετο ώρας τινάς καθ’ εκάστην μαγειρεύων εις την οικίαν του επιστάτου, και το υπόλοιπον της ημέρας εδαπάνα εις το απέναντι καπηλείον όπου κατήρχετο διά να ψωνίση, δεν ήτο άνθρωπος δυσεύρετος. Ακριβώς την ογδόην ώραν της πρωίας, όταν έφθασεν η απεσταλμένη της νύμφης του, ο μπαρμπα-Νίκας ευρίσκετο εις την τρίτην επίσκεψίν του εις το καπηλείον. Είχε κατέλθει άπαξ, λίαν πρωί, διά ν’αγοράση κάρβουνα. Ο μικρός παντοπώλης του εζύγισε μίαν οκάν κάρβουνα. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε εν τω μεταξύ να του βάλη το σύνηθες πρωινόν του ρώμι. Ο κάπηλος του έβαλε το ρώμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το έπιε, και συγχρόνως ήναψε το σιγάρον του. Είτα τον διέταξε να του βάλη έν δεύτερον ρώμι, «το ταχτικό του». Ο κάπηλος του έβαλεν. Ο φύλαξ της επιστασίας το έπιεν, έλαβε το δοχείον με τα κάρβουνα, ανήλθεν εις την οικίαν του προϊσταμένου του, ήναψε φωτιάν, διά να ψήση τον πρωινόν καφέν του προϊσταμένου του. Είτα κατήλθεν εις το μικρόν παντοπωλείον διά να αγοράση ζάχαριν. Ο μικροκάπηλος του έβαλε την ζάχαριν. Είτα ο μπαρμπα-Νίκας είπε: «Για, βάλε μου ακόμη ένα ρώμι». Ο κάπηλος του έβαλε το ρώμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το έπιεν, είτα έστριψε το σιγάρον του, και διέταξεν ακόμη ένα ρώμι.«Αυτό θα τραβήξω ακόμη, είπεν· είναι γιατρικό». Το έπιε, και είπεν εις τον κάπηλον να περάσει τα τέσσαρα ρώμια εις τα οψώνια του προϊσταμένου του.
   Μετά μίαν ώραν, ο προϊστάμενος ενίφθη, ενεδύθη, εκάπνισε τέσσαρα τσιγάρα, του επέρασε το μαχμουρλίκι, και απήλθεν εις το καφενείον διά να πίη τον δεύτερον καφέν. Μόλις ο προϊστάμενος έκαμψε την πρώτην γωνίαν του παραθαλασσίου δρόμου, και ο μπαρμπα-Νίκας έδειξε την κόκκινην μούρην του, με τους μεγάλους μύστακας και τον μεγάλον κούκον τον οποίον εφόρει, υπεράνω του πτερυγίου του εξώστου. Κατέβη εις το μικρόν καπηλείον διά να οψωνίση διά το μεσημβρινόν γεύμα του προϊσταμένου του. Είπεν εις τον κάπηλον να του βάλη λάδι και βούτυρον και ρύζι. Ο κάπηλος του τα ητοίμασεν. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε να του βάλη ένα ρώμι, «το δυναμωτικό του», και ο κάπηλος του το έβαλε. Είτα εστρώθη εις το καπηλείον, εκάπνισεν αργά το τσιγάρον του, και διέταξε να του βάλη «το ούλτιμο». Ο κάπηλος του το έβαλεν. Ο μπαρμπα-Νίκας το ερρόφησε. Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν η γυνή την οποίαν είχε στείλει η νύμφη του, η θυγάτηρ της Σκεύως. Η γυνή τον εκάλεσεν έξω της θύρας και του ωμίλησεν:
    -  Εγώ δεν αδειάζω ούτε ίσα με το καπηλειό να κατεβώ, απήντησεν ο μπαρμπα-Νίκας· πες της συμπεθέρας πολλά χαιρετίσματα, αν αγαπά, ας κοπιάσει εκείνη να μου πει τι θέλει· γιατί εγώ μαγειρεύω του αφεντικού, και δεν αδειάζω ούτε στο καπηλειό να κατεβώ, να πιω κι εγώ ένα ρούμι.
   Η γυνή απήλθεν. Ο μπαρμπα-Νίκας επανήλθεν εις το καπηλείον και διέταξε τον κάπηλον να του βάλη «το κόντρα ούλτιμο». Το έπιεν, είπεν εις τον κάπηλον να περάση τα τρία ρούμια εις τα οψώνια του αφεντικού, και λαβών τα οψώνια ανήλθεν εις την οικίαν.
 
   Αποτέλεσμα της συνεντεύξεως της Σκεύως και του Νίκα, ήτις συνέβη επί του εξώστου της οικίας του επιστάτου, ήτο ότι ο μπαρμπα-Νίκας συνεκινήθη μέχρι δακρύων εις την απίστευτον ανακοίνωσιν, την οποίαν του έκαμεν η γραία συμπεθέρα του. Ο μπαρμπα-Νίκας ήτο αγαθός τα άλλα άνθρωπος, και έν μόνον ελάττωμα είχεν ότι, ενώ ο προϊστάμενος τού είχεν άδειαν να περνά μόνον τρία ή τέσσαρα το πολύ ρώμια την ημέραν εις τον λογαριασμόν των οψωνίων του επιστάτου, αυτός επέρνα συνήθως το διπλάσιον, ενίοτε και παραπάνω.
   Ο μπαρμπα-Νίκας διεμαρτυρήθη ασθενώς κατά του παραδόξου σχεδίου της Σκεύως, είτα ενέδωκεν, υπεσχέθη την εγκάρδιον συνδρομήν του και την απέπεμψε.
   Μετά την αναχώρησιν της Σκεύως, ο μπαρμπα-Νίκας, στενοχωρημένος, κατέβη εις το καπηλείον, σπογγίζων τους υγρούς οφθαλμούς του, ήναψεν έν τσιγάρον, και διέταξε τον κάπηλον να του βάλει «το πρίμο σεγκόντο».
   Την μεσημβρίαν, όταν έφθασεν ο επιστάτης από το καφενείον, όπου είχε παίξει τρεις ρωσικές πρέφες και δύο πικέτα, και είχε συζητήσει επί δύο ώρας πολιτικά, ο μπαρμπα-Νίκας, όστις εξηκολούθει να είναι συγκεκινημένος ακόμη από την μετά της Σκεύως συνέντευξιν, και όστις δεν είχε καταβεί πλέον εις το καπηλείον, αφότου έπιε το «πρίμο σεγκόντο», έστρωσε την τράπεζαν εις τον προϊστάμενόν του, τον υπηρέρησε με έκτακτον προθυμίαν και περιποίησιν, τον αφήκε να φάγη, και εις τα επιδόρπια, αφού ο κ. Ρώνυμος έφαγε τρία τεμάχια εκλεκτού ροδακίνου και έπιε δύο ποτήρια ευώδους μοσχάτου, ο μπαρμπα-Νίκας έφερε τρεις γύρες περί την τράπεζαν, και είτα ήρχιζε να προοιμιάζεται εις τον προϊστάμενόν του διά μίαν μικράν υπόθεσιν.
   Αυτός απαιτήσεις πολλάς δεν είχε. Δεν ήτον ωσάν μερικούς άλλους οπού δεν αφήνουν ησύχους τους προστάτας των, με τας ατελειώτους απαιτήσεις, τας οποίας παρουσιάζουν. Περιπλέον ήξευρε να γνωρίζη χάριν εις τον ευεργέτην του. Δεν ωμοίαζε με άλλους, οπού γίνονται γη να τους πατήσης, ενόσω έχουν την ανάγκην σου, κι ύστερα, όταν τους παρακαλέσης για ασπρού πράμα, «πού σ’ είδα, πού σε ξέρω». Αυτός ήξευρε να διατηρεί την ευγνωμοσύνην προς τον καλοθελητήν του εφ’ όρου ζωής του. Ένας πτωχός συγγενής του του είχε φορτωθεί –μα είναι αλήθεια και αξιολύπητος –ο μπαρμπα-Σταμούλης ο Καρδαράκης, έτσι τον λένε. Ημπορεί να μην είναι και δύσκολο αυτό που ζητεί, μα εις αυτόν, αλήθεια, φαίνεται μεγάλο πράμα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τον κύριον επιστάτην τον παραφορτώνονται πολλοί, με πολλάς και μεγάλας απαιτήσεις.
   Ας είναι. Λαμβάνει κι αυτός το θάρρος να τον παρακαλέση να του κάμη την χάριν να τον βάλη αυτόν τον συγγενή του, τον Σταμούλην Καρδαράκην, βαρδιάνον εις ένα από τα καράβια που είναι στην καραντίνα, και που έρχονται καθημερινώς. Θα το γνωρίζη μεγάλην χάριν του κυρ- επιστάτη. Ημπορεί μάλιστα, αν δεν υπάρχη κατά το παρόν άλλη θέσις, να τον συστήσει να μπη βαρδιάνος, να τον βάλη βαρδιάνον, εις αυτό το μεγάλο καράβι που ήρθε χθες, που είναι και ντόπιοι άρρωστοι από χολέρα, καθώς λέγουν, ένας Σταύρος του Γιαλή, γυιος της Σκεύως, ο λοστρόμος του καραβιού και άλλοι, απάνω εις το καράβι. Ημπορεί ο κύριος επιστάτης, εκ συμφώνου με τον λιμενάρχην και με τον υγειονόμον, να υποχρεώσουν τον πλοίαρχον αυτού του καραβιού να πάρει και δεύτερον βαρδιάνον, σιμά εις τον πρώτον που πήρε, ως μεγάλο παρτίδο που είναι. Και άλλα καράβια επήραν βαρδιάνους διπλούς. Και αν δεν γίνεται πάλιν εις το ίδιο καράβι, να πάει δεύτερος, ας πάη σ’ ένα άλλο καράβι, απ’ αυτά που ήρθαν και έρχονται καθημερινώς. Αυτό ήθελε να παρακαλέση τον κύριον επιστάτην. Αυτός δεν θα είχε το θάρρος ποτέ. Μα αυτός ο συγγενής του, εκείνος του επαραφορτώθη. Το σωστόν είναι ότι είναι πτωχός άνθρωπος και είναι αξιολύπητος. Σταμούλη Καρδαράκη, έτσι τον λένε.
   Ο κ. Ρώνυμος, ανακεκλιμένος επί του καναπέ, κατά το ήμισυ ήκουε τον υπάλληλόν του και κατά το ήμισυ ερρέμβαζεν ή εκοιμάτο. Τέλος του απήντησε·
      - Πώς μπόρεσες να πης τόσα πολλά λόγια διά τόσον μικράν υπόθεσιν, μπαρμπα-Νίκα;… Εσύ άλλοτε δεν συνηθίζεις να λες τόσα πολλά λόγια…
     -  Αλήθεια, απήντησεν ο μπαρμπα-Νίκας… μα κι εγώ δεν το είχα σκοπό… Αυτός ο συμπέθερός μου, ο Σταμούλης ο Καρδαράκης…
     -Ας είναι, υπέλαβεν ο επιστάτης. Φέρε τον το βράδυ εις το λιμεναρχείον, και θα ιδούμε…
   Ο μπαρμπα-Νίκας ευχαρίστησε κι εξήλθε.

Την εσπέραν της αυτής ημέρας, ήτις ήτο η 17 Αυγούστου, βραχύσωμον γερόντιον παρουσιάσθη ενώπιον του κυρ- υγειονόμου, του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, και του λιμενάρχου οίτινες είχον συνέλθει εις συμβούλιον εν τω λιμεναρχείω. Εις τον προθάλαμον ευρίσκοντο πέντε ή έξ άλλοι γηραιοί, πρώην ναύται, οίτινες επερίμεναν να μάθωσιν αν έγινε δεκτή η προσφορά των. Ήσαν όλοι υποψήφιοι φύλακες των υπό κάθαρσιν πλοίων, βαρδιάνοι. Δεν εβράδυναν δε να μάθωσιν ότι ήσαν δεκτοί.
   Το γερόντιον, περί ου ο λόγος, εφαίνετο προστατευόμενον από τον φύλακα του λοιμοκαθαρτηρίου, τον μπαρμπα-Νίκαν, όστις, χωρίς να παρίσταται συνεχώς, χωρίς να φαίνεται συνοδεύων, εισήρχετο, εξήρχετο, επλησίαζεν εις την θύραν του θαλάμου όπου συνεδρίαζον οι τρεις δημόσιοι λειτουργοί, έβαινε πλησίον του γεροντίου, έκυπτεν εις το ους αυτού, έλεγε δύο λέξεις και απεσύρετο.
   Τέλος εδόθη διαταγή να εισαχθώσιν οι περιμένοντες. Οι έξ γέροντες πρώην ναυτικοί επλησίασαν ο είς μετά τον άλλον εις την θύραν του ιδιαιτέρου γραφείου, έβγαλαν τους κούκους των, τα κασκέτα, ή τα χονδρά σκιάδιά των, είπεν έκαστος το όνομά του, ενεγράφη εις το βιβλίον των υπό κάθαρσιν πλοίων καθώς και εις το ιδιαίτερον βιβλίον των φυλάκων της καθάρσεως, έλαβε μικράν προκαταβολήν απέναντι του μισθού ον θα ελάμβανε ως βαρδιάνος, και απεσύρθη. Τελευταίος εδόθη διαταγή να εισαχθεί ο μικρός γέρων, τον οποίον εφαίνετο ότι επροστάτευεν ο μπαρμπα-Νίκας.
   Το γερόντιον είχε ρυτίδας εις το πρόσωπον και ήτο σπανόν. Εφόρει πλατείαν βράκαν, γελέκον και τσάκαν από ξεθωριασμένον βελούδον. Εφαίνετο ως ζων αναχρονισμός μεταξύ των άλλων ναυτικών, οίτινες εφόρουν συνήθως τας καθημερινάς στενά αμπαδίτικα. Εσηκώθη μετά διστακτικού βήματος, και επλησίασεν εις την θύραν του εσωτερικού γραφείου. Ο μπαρμπα-Νίκας τον συνώδευεν εγγύς εκ των όπισθεν.
    -  Ποιος είν’ αυτός πάλι; είπεν ο λιμενάρχης με δύσπιστον βλέμμα. Πρώτην φοράν τον βλέπω. Δεν μου φαίνεται για θαλασσινός.
    -  Α! εσύ είσαι, μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη! ανέκραξεν ο υγειονόμος, άμα
ιδών το γερόντιον.
     - Εγώ είμαι, κυρ- υγειονόμε, απήντησε μετ’ αποφάσεως το γερόντιον.
     -  Δεν μου τον είπες Σταμάτη Γυρατσίνη, μπαρμπα-Νίκα, είπεν αποτεινόμενος προς τον υπάλληλον ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου. Κάπως αλλοιώς μου τον είπες.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ