Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο Ζ’

    Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθεί ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και αν έχει, αληθεύει ότι, εις την ερημόνησον, την χρησιμεύουσαν ως αυτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοσκόπων αντί τριών δραχμών κατ’ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον διά το νερόν, επειδή το μόνον πηγάδιον το υπάρχον επί της ερημονήσου ταχέως εστείρευσε, κατήντησε να πωληθεί προς δύο δραχμάς η στάμνα.
   Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοσκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλ’ εις τα χρήματα όχι.
    Ελέχθη ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς εκ πείνης. Ίσως να μην υπήρξεν όλως χολέρα.        
   Αλλ’ υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος. Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ’ αλλήλων, εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν. 
   Οι εύποροι εκ των καθαριζομένων εσκληρύνοντο κατά των πτωχών, και εμέμφοντο αυτούς ως παραιτίους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας των.
    Οι πτωχοί εσκληρύνοντο κατά των ευπόρων, και τους ητιώντο ως προκαλούντας την ακρίβειαν των τροφίμων διά της ευπορίας των. Όλοι ομού οι υπό κάθαρσιν ταξιδιώται εσκληρύνοντο κατά των κατοίκων της πολίχνης, και τους κατηγόρουν επί ασυνειδήτω αισχροκερδεία και σκληρότητι, ενώ το αληθές ήτο ότι δέκα μόνον άνθρωποι εκ της εμπορικής και τυχοδιωκτικής τάξεως, ήτις πουθενά δεν λείπει, ήσαν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευταί της δυστυχίας. ΟΙ κάτοικοι της πολίχνης εσκληρύνοντο κατά των ταξιδιωτών, και εμίσουν αυτούς, διότι είχον έλθει να τους φέρωσι την χολέραν. Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια χωρούσα μέχρις απανθρωπίας, εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγέ τις ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων.
    Πρωί και εσπέρας καθ’ εκάστην κατέπλεον πλοιάρια εις την ερημόνησον, εκεί εις την άκραν της κρημνώδους ακτής, παρά τον Άγιον Φλώρον. Ναΐσκος επ’ ονόματι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, ων η μνήμη τελείται τη 18 του Αυγούστου, υπήρχε το πάλαι πέραν της ακτής εκείνης, έσωθεν του όρμου. Σήμερον ο παλαιός ναΐσκος ήτο ερείπιον. Ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής, ο επίτροπος της Μονής του Ευαγγελισμού επί της μικρά νήσου, ενθυμήθη την ημέραν, και παρεκάλεσεν εκθύμως τους δύο Αγίους, να ελευθερώσωσιν αυτόν από τους χολεριασμένους, ελευθερώνοντες τον κόσμον από την χολέραν. Δέκα ημέρας πρότερον, πριν καταπλεύσωσι τα επιχόλερα πλοία και τεθή υπό κάθαρσιν η νήσος, ο πάτερ Μανασσής είχε το εξ αιγών κοπάδι του, τα ερίφιά του, το γάλα του, τες μυζήθρες του, τα τυριά του, τον κήπον του με τα οπωροφόρα δένδρα, τον σικυώνα του με τας κολοκύνθας, τας τομάτας και τα λαχανικά, την άμπελόν του με τας σταφυλάς, όλα εν ακμή και αφθονία. Δέκα ημέρας ύστερον, οι τράγοι είχον σφαγή και τα ερίφια είχον θυσιασθή, αι μυζήθραι είχον καταφαγωθή, και αι αίγες, καταπατηθέντος του χόρτου, είχον στειρεύσει· ο κήπος είχε δηωθή, και ο σικυών σχεδόν είχεν εκριζωθή, και η άμπελος είχε μείνει έρημος σταφυλών. Ο πάτερ Νικόδημος έτιλλε τας ολίγας τρίχας, όσας είχε περί τους κροτάφους, ετράβα το σφηνοειδές γένειόν του, και έλεγε·
   -«Τι λόγο θα δώσω τώρα στον ηγούμενο, εγώ; Τι θα πω τώρα στον οικονόμο;»
   Την πρωίαν εκείνην της 18 Αυγούστου είχον καταπλεύσει, ως συνήθως, αι λέμβοι εις την άκραν της ακτής, και είχον κομίσει τρόφιμα. Μεταξύ των συνήθων πορθμέων ήσαν ο Γιάννης ο Νυδραίος, ο Δημήτρης ο Τσούνος, ο Γιαννιός ο Ντεληβάρκας, ο Αλέξης το Παποράκι και άλλοι. Ο Αλέξης το Παποράκι έκαμνε πέντε και έξ ταξίδια καθ’ εκάστην, μεταξύ της πολίχνης και του Τσουγκριά. Ήτο ακούραστος. Έλεγε «τώρα θα βάλω ατμό». Και εξήρχετο πράγματι αχνός από τα ιδρωμένα στέρνα και τον τράχηλόν του. Με τον ένα ηράκλειον βραχίονα ήλαυνε την κώπην, με τον άλλον ίθυνε το πηδάλιον, με τους οδόντας εκράτει την σκόταν του πανιού. Είχεν ένα σύντροφον παιδίον δεκατετραετές, τον υιόν του τον Γεώργιον. 
    Εις την πρώραν της βάρκας εφόρτωνε ψωμία και κάνιστρα με οπώρας και ζεύγη ορνίθων δεμένων τους πόδας, και βοτίλιες με ρούμι, εις το αμπάριον εφόρτωνε σάκκους αλεύρου και ορυζίου και ζαχάρεως, εις την πρύμνην εφόρτωνε φλάσκες γεμάτες κρασί και στάμνες με νερόν. Αυτός ίστατο ανάμεσα εις δύο φλάσκες, τας οποίας «εχαιρετούσε» κάποτε, διά να δροσίζηται εις το ταξίδιον, και είτα τες απεγέμιζε με νερόν· ο υιός του ο Γεώργης, επάτει ανάμεσα εις ζεύγος ορνίθων δεμένων και εις βοτίλιαν με ρούμι. Εκοίταζε πότε έβλεπεν αλλού ο πατήρ του, έσκυπτε διά να διευθετήση τις κόττες, που ήσαν ζαλισμένες και σχεδόν δεν έβγαζαν φωνήν, ήρπαζε την βοτίλιαν με το ρώμι, κι έπινε μικράν δόσιν. Όλοι οι ιατροί το εσύσταιναν ως ιατρικόν. Ήτο αγγλικόν ρώμι, και με ολίγας δόσεις εγίνετο κανείς «ζούνα».
   Την εσπέραν της ημέρας εκείνης ο Αλέξης το Παποράκι εις το τελευταίον ταξίδιόν του είχε φέρει διά της λέμβου του κι ένα νεωστί διορισθέντα «βαρδιάνον». Έκαστον πλοίον τιθέμενον υπό κάθαρσιν ήτο υπόχρεων να προσλάβη ένα βαρδιάνον, ήτοι φύλακα. Εάν το πλοίον ήτο μεγαλύτερον, έπαιρνε και δύο τοιούτους φύλακας. Οι βαρδιάνοι ούτοι ήσαν γηραιοί ναύται ή άλλοι άνθρωποι του τόπου πτωχοί, οίτινες, χάριν μικρού μισθού, εδέχοντο να «σπορκαρισθούν», ήτοι να τεθώσιν υπό κάθαρσιν, όπως επιβλέπωσι την ακριβή τήρησιν της καθάρσεως των πλοίων. Ο πλοίαρχος του καθαριζομένου πλοίου ήτο υπόχρεως να δίδη αυτοίς μισθόν και τροφήν. Πλείονας των πενήντα τοιούτους βαρδιάνους είχον κουβαλήσει ήδη ο Αλέξης το παποράκι και οι άλλοι βαρκάρηδες. Εκείνος τον οποίον είχε φέρει σήμερον ο Αλέξης ήτο μικρόσωμος και στρογγύλος τον κορμόν, και σπανός. Εφόρει πλατείαν βράκαν, και επί της βράκας μέγα ταμπάρον, το οποίον είχε λάβει, ως έλεγε, διά να μη κρυώνει την νύκτα εις την κουβέρταν του καραβιού, όπου θα εκοιμάτο, και ήτο ζαρωμένος το πρόσωπον. Εκαλείτο, καθώς εγράφη εις τα βιβλία του υγειονομείου, μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης.
   Ο Γιάννης ο Μπρίκος επερίμενε την τελευταίαν βαρκαδιά του Αλέξη εις την άκραν της ακτής του Αγίου Φλώρου. Ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο λεμβούχος, όστις είχε σπορκαρισθεί ακουσίως, ως είπομεν εν αρχή του παρόντος διηγήματος, είχεν εύρει δουλειάν, κι εξετέλει χρέη βαρκάρη εντός της νήσου, μεταξύ των εμπορευμάτων, των κομιζομένων ημερησίως από την ακτήν του Αγίου Φλώρου, και τα μετέφερεν εις τον άλλον κάβον, παρά τον Λαλαριάν, όπου ήσαν τα παραπήγματα.
   Είχε νυκτώσει ήδη, και ο Γιάννης ο Μπρίκος μετέφερεν εν σπουδή τα πράγματα από το μέρος, όπου τα απέθετε ταχέως το Παποράκι, εις την λέμβον την ιδικήν του. Ιδών δε αιφνιδίως εις το λυκόφως τον βραχύσωμον γέροντα, όστις είχεν έλθει με την φελούκαν του Αλέξη:
   - Μπα! αυτός πάλιν ποιος είναι; είπεν.
   Ο Αλέξης το Παποράκι απήντησε μακρόθεν, ενώ έφευγε με κωμικήν και πλαστήν φωνήν·
   - Αυτός είναι ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης.
   Ο Μπρίκος ανεσκίρτησε, το μεν εκ φόβου, το δε εκ δυσπιστίας και απορίας.
   - Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης είναι πεθαμένος τώρα από δω και δυο χρόνια, είπεν.
   Εκείνος περί ου εγίνετο η φιλονικία αύτη έφερε τον δάκτυλον εις το στόμα και επέβαλε σιωπήν εις τον Μπρίκον τον βαρκαρην.
   -  Χαιρετίσματα από τη γυναίκα σου, τη Γαρουφαλιά, Γιάννη, του είπε.
   -  Μπα!… τίνος φωνή είναι αυτή; είπεν ο Μπρίκος.
   Και εκτύπα το μέτωπόν του διά να ενθυμηθή.
    - Ησύχασε τώρα , παιδί μου, και θα σου πω τι τρέχει, είπεν εκείνος τον οποίον εκάλουν μπαρμπα-Σταμάτην Γυρατσίνην… Αλλά πρώτα, ήθελα να σ’ ερωτήσω κι εκρατήθηκα ως τώρα, μη ξέρης τι γίνεται ο Σταύρος του Γιαλή, ο γυιος της Σκεύως;
   Ο Γιάννης ο Μπρίκος διά μιας ανεγνώρισε το λαλούν πρόσωπον.
    - Α! συ είσαι, είπε… και πώς αυτό;
    - Σιώπα τώρα… και θα σου πω… Πες μου τι γίνεται ο Σταύρος…
    - Ο Σταύρος… είπαν πως… ήτον άρρωστος… ποιος ξέρει… ετραύλισεν ο Γιάννης· εδώ, όπως καταντήσαμε, ποιος ερωτά για τον άλλον, αν ζει ή αν απέθανε;
   Το πρόσωπον το παρουσιαζόμενον ως βαρδιάνος, έρρηξε σπαρακτικήν κραυγήν απελπισίας και συνήψεν εν αγωνία τας χείρας.
   - Ο Σταύρος πέθανε! είπεν.
   Ο Γιάννης ανένευσεν.
   -  Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα, είπε· σου λέω την αλήθεια… Τι, θέλεις να σε περιγελώ; Δε ξέρω πού είναι και τι γίνεται.
   Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης, ησύχασεν εν μέρει. Είτα αυτός και ο Γιάννης, αφού είχαν μεταφερθεί τα πράγματα εις την βάρκαν, επεβιβάσθησαν εις την φελούκαν του Μπρίκου, και απεχαιρέτισαν μακρόθεν τον Αλέξην το Παποράκι. Ο Γιάννης έλαβε τα κωπία, κι εξεκίνησαν.
 
   Από της εσπέρας εκείνης, καθ’ ην η θεια-Σκεύω, επιστρέφουσα από την οικίαν της Γερακίνας, ήκουσε το δυσοίωνον άγγελμα, το οποίον της έστειλεν εν τη αώρω και ασυνειδήτω σκληρότητί του έν παιδίον από μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ο γυιος σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά από χολέρα…», η Σκεύω δεν ήκουσε πλέον άλλην φωνήν ή αυτήν και μόνην, την αντηχούσαν εις τα ενδόμυχά της, και χαραχθείσαν με πυρίνους χαρακτήρας επί της μητρικής καρδίας· και δεν έζησε πλέον άλλην ζωήν, ή την συνεχομένην με την ζωήν και με τον θάνατον του υιού της, και αντανακλωμένην από την κινδυνεύουσαν ύπαρξιν εκείνου.
   Επανήλθεν, η έρημη, εις το σπιτάκι της. Πώς ηύρε τον δρόμον; Πού επάτησεν; Από πού επέρασε;  –Ποίος ενθυμείτο; Ήνοιξε την θύραν της. Πώς ημπόρεσε να γυρίσει το κλειδί εις την κλειδότρυπαν; Εισήλθε. Πώς δεν έπεσεν εις την μέσην του δρόμου;
   Εγονάτισεν εμπρός εις την Παναγίτσαν της, την μικράν ασημωμένην Παναγίτσαν, την ίσην με το τρυφερόν και λευκόν μέτωπον τριετιζούσης αθώας κόρης. Εγονάτισεν εμπρός εις τον Αι-Νικόλα της, εκείνον όστις υπήρξε συνταξιδιώτης του ανδρός της εις τα ταξίδια, συγκολυμβητής και σωτήρ εις τα ναυάγια. Εκράτησε το μέτωπόν της με τας δύο χείρας διά να μην εκραγή, τους κροτάφους της διά να μη ραγισθούν, την καρδίαν της διά να μη σταματήση. Εδοκίμαση να κάμει το σημείον του Σταυρού, και η χειρ της η δεξιά ήτο μολύβδινη. Εδοκίμασε να είπη το «Κύριε Ιησού Χριστέ», και η γλώσσα της δεν εγύριζε, και τα χείλη της δεν εκινούντο, μόνον η έννοια της προσευχής εσχηματίζετο ευτυχώς εις τον νουν της. Είτα αφήκεν αίφνης μίαν κραυγήν, και ήρχισαν να τρέχωσι ποταμός τα δάκρυά της. Τότε ησθάνθη ανακούφισιν και συνέλαβε μικράν ελπίδα.
   Προσηυχήθη επί μακρόν διά το παιδί της –διότι φευ! -  δεν αμφέβαλλεν ότι η κλήρα τής είχεν είπει την αλήθειαν, και ουδ’ ησθάνετο την ανάγκην να ζητήσει επιβεβαίωσιν της ειδήσεως.
   Έμεινεν επί ώρας γονατιστή, και όταν επήλθεν ο κάματος, και εξηπλώθη αυθορμήτως επί του μικρού εστρωμένου χαμηλού σοφά της, τότε συνέλαβε μίαν απόφασιν και είπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στα σπόρκα θα πάω. Βαρδιάνος στα σπόρκα!»

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ