Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο Ε’

   Η Γερακίνα επροχώρησεν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου εγίνετο η δημοπρασία, και η Σκεύω εξελθούσα εστάθη επί της μικράς βαθμίδος, έξω του κατωφλίου. Η πρώτη εκοίταξε να ίδει κανένα οικείον να τον φωνάξη. Αλλ’ όλοι οι παρόντες εκεί ίσταντο προσηλωμένοι περί την τράπεζαν της μειοδοσίας.
   Επί τινα λεπτά της ώρας η γραία ίστατο διστάζουσα, βλέπουσα και αυτή προς το μέρος της δημοπρασίας, ανατολικώς.
   Είτα στρέψασα τυχαίως την κεφαλήν προς τα δεξιά, παρετήρησε τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον καφετζήν, όστις ήτο είς των μακρινών συγγενών της. «Να ποιον πρέπει να ρωτήσω, αγκαλά… δε θα ξέρη πολλά πράγματα». Είπε και επλησίασεν εις το παράθυρον του καφενείου, έσωθεν του οποίου ίστατο ο αγαθός γέρων.
   - Δε μου λες, Αναγνώστη, του λέγει, τι τρέχει σήμερα, και γιατί γίνεται όλο αυτό το νταβατούρι;
   - Δημοπρασία θαρρώ πως κάνουνε, απήντησε μεθ’ ετοιμότητος ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
   - Πως κάνουνε δημοπρασία το βλέπω, μα σε τι απάνου;
    - Δε βλέπεις; Απάνου στο τραπέζι εκεί, απήντησεν ο καφετζής.
    Η θεια-Γερακίνα υπέθεσεν ότι κάτι είχαν επάνω στο τραπέζι, και έστρεφεν αποτόμως την κεφαλήν. Αλλά το πλήθος έκρυπτεν από τους οφθαλμούς της την τράπεζαν, ως και τους υπαλλήλους.
   Ευτυχώς την στιγμήν εκείνην, ο κορυφαίος των βαστάζων, όστις ήτο εξηπλωμένος επάνω εις την μπαγκέταν, έξωθεν του καφενείου, απεφάσισε ν’ ανασηκωθή ολίγον από την θέσιν του και ακούσας την συνομιλίαν του καφετζή και της γραίας, έσπευσε να λάβει μέρος·
  - Βγάζουνε στη δημοπρασία την ξυλική για τα παραπήγματα, είπε.
  - Ποια παραπήγματα; είπεν η θεια-Γερακίνα.
  - Να, παράγκες θα φτιάσουνε μέσα στον Τσουγκριά.  
   Και επειδή από το πρωί επεθύμει να εύρη άνθρωπον διά να διηγηθή ό,τι ήξευρε, και δεν είχεν εύρει κανένα, διότι οι «δικοί του ήσαν όλοι ντουβάρια», έλεγεν, εννοών τους συναδέλφους του αχθοφόρους, ήρχισεν ευθύς να διηγήται, χαρτί και καλαμάρι, εις την θεια-Γερακίναν, όσα εγνώριζε, κατά το μάλλον και ήττον ακριβή. Επειδή η χολέρα εθέριζε κόσμον εις τα μέρη της Τουρκιάς, η ελληνική Κυβέρνησις είχε διατάξει να γίνεται αυστηροτάτη η καραντίνα. Εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου εις την νήσον, διετάχθη να γίνει προσωρινόν έκτακτον λαζαρέτον η ερημόνησος Τσουγκριάς, ανατολικομεσημβρινώς κειμένη, παρά το στόμιον του λιμένος. Το έκτακτον τούτο λαζαρέτον ωνόμαζόν τινες λοιμοκομείον, ενώ το άλλο, το σύνηθες, ήτο το λοιμοκαθαρτήριον. Εις το λοιμοκομείον θα έμενον τα πλοία και οι επιβάται εικοσιμίαν ημέρας, εις το λοιμοκαθαρτήριον άλλας ένδεκα. Το όλον τριανταδύο ημέρας καραντίνα.  
   Έως τώρα είχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοία και πέντε ή έξ μικρά, εις τον Τσουγκριάν. Επεριμένοντο όμως και άλλα, και άλλα… 
   Επειδή επί της ερημονήσου Τσουγκριά ολίγιστα υπήρχον καταλύματα, δύο ή τρία κελλία προς χρήσιν των καλογήρων –διότι η νήσος ήτο αφιέρωμα εις την Παναγίαν (ήτο κτήμα της ιεράς μονής του Ευαγγελισμού) –και επειδή θα εχρειάζοντο υπόστεγα διά το πλήθος των επιβατών, όσοι ήτο πιθανόν να έλθωσι, και επειδή εμέσαζεν ήδη ο Αύγουστος και επλησίαζαν τα πρωτοβρόχια, διά τούτο η Κυβέρνησις διέταξε κατεπειγόντως να κατασκευασθώσι παραπήγματα επί της μικράς νήσου, διά να εύρωσι στέγην όσοι θα ήρχοντο δυστυχείς από τα χολεριασμένα μέρη, φεύγοντες την φοβεράν νόσον. Αι αρχαί έβγαλαν σήμερον εις την δημοπρασίαν την προμήθειαν του υλικού διά τα παραπήγματα, και την κατασκευήν των παραπηγμάτων αυτών. Εις την προμήθειαν του υλικού, επροτιμήθη διά τόσες χιλιάδες κομμάτια, προς τόσα τα κομμάτι, ο καπετάν Κωσταντής ο Καβαρδίνας, από το Λιτόχωρον. Την κατασκευήν των παραπηγμάτων την επήρε, διά 7.812 δραχμάς, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, ο αρχιτέκτων. Αυτά συνέβησαν σήμερον.
   - Α! για τούτο, μαθές… έκαμεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής.
   Ο κορυφαίος των βαστάζων επέστρεψεν εις την μπαγκέταν του, και η θεια-Γερακίνα εις το σπίτι της.
    Αληθινά, δεν της εκαλοφάνη της γριάς Σκεύως, όταν έμαθε την νέαν είδησιν, ότι ο υιός της έμελλε λοιπόν, όταν έλθει –διότι θα ήρχετο, σίγουρα, αυτό η γριά-Σκεύω το επίστευεν ακραδάντως –να διατρίψη είκοσι μίαν ημέρας εις τον Τσουγκριάν, και άλλας ένδεκα εις τα λαζαρέτα, σωστάς τριανταδύο ημέρας καραντίνα. Τον παλαιόν καιρόν τουλάχιστον, όταν ήρχετο από το ταξίδι ο καπετάν Γιαλής, ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του, έκαμνεν ένδεκα ημέρας, ή δεκατέσσαρας ημέρας, ή και τρεις εβδομάδας εις τα λαζαρέτα, όχι εις αυτό το νεώτερον κοινόν λαζαρέτο, αλλ’ εις τα παλαιά λαζαρέτα, σιμά εις τον Άγιον Γεώργιον, και τότε η Σκεύω, μαζί με άλλες γυναίκες, καπετάνισσες ή άλλες οπού είχαν τους άνδρας των ή τους συζύγους των εις την καραντίναν, έτρεχε κάθε βράδυ εις την καραντίναν, και όλαι είχαν τα κοφινάκια των γεμάτα. Και ήτο η μόνη φορά όπου ήρχοντο τα καλάθια γεμάτα από την πόλιν, αντί να γυρίζουν γεμάτα από την εξοχήν. Η Σκεύω είχεν ένα καλαθάκι λεπτόν, μικρόν, ψιλολογιά καμωμένο, με λεπτοτάτας βέργας αγιοκλήματος και με στιλπνοτάτας σχίζας λείου καλάμου, αριστούργημα καλαθοποιΐας, οποία μόνον εις την νήσον εκείνην κατασκευάζονται. Το έφερε κάθε βράδυ γεμάτον από τυρόπιττες, από αυγά, και από μοσχάτα σταφύλια –διότι ήτο Αύγουστος καθώς τώρα. 
    Τα σταφύλια εκομίζοντο εις τα λαζαρέτα, εις το πείσμα της απαγορεύσεως του ιατρού, όστις δεν ήξευρε τι έλεγε.
     Να είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εις τα πλοία, επί εβδομάδας, Αύγουστον μήνα, και να μην έχουν σταφυλάκι να βρέξουν το στόμα των! Και πού το ηύρε γραμμένο; Λέει πουθενά το γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από το ένα κακό διά να γλυτώσουν από το άλλο; Και έφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ηλίου, αι γυναίκες, πέρα στα λαζαρέτα, αντικρύ του χωρίου, εκείθεν της λίμνης και του ναυπηγείου, σιμά εις τον Άγιον Γεώργιον. Και άδειαζαν τα καλαθάκια τους επάνω εις ένα χαμηλόν βράχον, εις την ακρογιαλιά, και έβγαιναν οι βάρκες από τα καΐκια οπού ήσαν εις την καραντίνα, και έπαιρναν τες τυρόπιττες, τα αυγά, τα μποκάλια με το βαθύ ξανθόν μοσχάτον, τα φλωροκίτρινα μοσχάτα σταφύλια, τα γλυκά μεγάλα καλαμόσυκα και τα χνοώδη ως παρειάς παρθένου εύχυμα ροδάκινα. Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντες «Καλή νύχτα!» Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν «Καλή νύχτα! καλή νύχτα σας! καλό πράτιγο!» Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε: «Καλή νύκτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραϊτέ μου!» Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε:«Καλή νύκτα, καναρίνι μου! πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!» Και πολλάκις επρόσθετον παρανομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεια-Σκεύως, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο «Γιαλεϊνέ μου». Εάν εκαλείτο Γεώργιος, «Γιωργάκη μου». Εάν εκαλείτο Ευστάθιος «Σταθένιε μου», ή «Αρέθα μου», εκ του ονόματος άρχοντός τινος, προεστού της κώμης Προμυρίου, του Πηλίου όρους. Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο «Αλεξανδριανέ μ’ αέρα» Αν ο προσφωνούμενος ήτο πλοίαρχος, τότε εις το όνομά του προσετίθετο το τουρκικόν όνομα ρεΐζ ή ρειζ (καπετάνιος), ως εξής: «Κωνσταντή-ρείζη μου, Γιαννάκη-ρείζη μου» κτλ.
    Ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι, όταν υπήρχον ακόμη τα παλαιά λαζαρέτα. Απλούν άκομψον κτίριον, του οποίου τα ερείπια φαίνονται αραιά σήμερον εις όσους εγήρασαν αρκετά, ώστε να προτιμώσι τας παλαιάς αναμνήσεις από την σύγχρονον πραγματικότητα. Βορειανατολικώς, πέραν του κτιρίου εξετείνετο ο κάμπος του Αγίου Γεωργίου, όπου έβοσκον τα ολίγα πρόβατά των δύο πτωχοί ποιμένες, καταβαίνοντες τρις της ημέρας από το αντικρύ βουνόν, διά να ποτίσουν τα μικρά κοπάδια των εις την κοπάναν, εκεί από το πηγάδιον με το δροσερόν νερόν, πλησίον εις την λίμνην, όπου ο γερο-Ξυλοπόδαρος, ισόβιος ενοικιαστής, επαιδεύετο όλην την ημέραν με την χωρίς καρίναν σκάφην του, διά να συλλάβει τα κεφαλόπουλα που εγλιστρούσαν εις τους βάλτους, και τα χέλια, τα οποία εχώνοντο άπιαστα μέσα εις τον βούρκον. Εκείθεν της λίμνης, επί της πλατείας λωρίδος της άμμου, οι κρότοι, οι δούποι και οι θόρυβοι των ναυπηγών, των πριονιστών και των καλαφατών, αντήχουν, από πρωίας μέχρις εσπέρας, κρότοι ευάρεστοι εις ώτα υγιών ανθρώπων, παρατεινόμενοι και χρωματιζόμενοι από την ηχώ, ήτις τους εδέχετο ως ποθεινήν συντροφίαν εις τα μονήρη σπήλαιά της, γύρω εις τα βουνά. Ολόγυρα αι ευωδίαι του θύμου, του σχοίνου, της φασκομηλέας, του υσσώπου, ανήρχοντο, ως δι’ ακάπνου θυμιατηρίου, θυμίαμα εις τον ουράνιον θόλον. 
   Η χλόη της κοιλάδος, τάπης ατίμητος της φύσεως, εξηπλούτο φθάνουσα μέχρι των άκρων ορίων της εις τους θάμνους, οι θάμνοι ανείρπον μέχρι της λόχμης εις την μέσην του βουνού, και η λόχμη ανεπτύσσετο εις δάσος από την μέσην έως την κορυφήν.
   Δις της ημέρας διήρχετο την κοιλάδα φιλάγαθος ανήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ως να μην αντείχεν εις το κοινωνικόν δηλητήριον, το οποίον ενωρίς    ήρχισε ν’ αναπτύσσηται εις τας τάξεις της ελληνικής κονωνίας.
   Κυρτός, σιωπηλός και μελαγχολικός, ο Γιαννιός της Μαργαρίτας ανήρχετο το πρωί εις το μονάκριβο κτήμα του, εις το προσφιλές του τιμάριον, το οποίον είχεν επί του ζυγώματος του όρους, ανάμεσα εις δύο κορυφάς. Το μικρόν κτήμα ήτο αγρός άμα και άμπελος, ελαιών και κήπος. Εξηπλούτο από του υψώματος του ζυγού, μέχρι της ακρογιαλιάς, προς το πέλαγος του βουνού· εκαρποφόρει άνωθεν ικανά εκ των προϊόντων της γης, και μετείχε κάτωθεν των προϊόντων της θαλάσσης. Επί των αιμασιών του έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια, τα κλήματα εκάμπτοντο πολυβριθή από τας μεγάλας περκαζούσας και μαυροβολούσας σταφυλάς. Ανά τας πεζούλας μικραί συκαί τεσσάρων ή πέντε ετών φυτείας έφερον ήδη τον γαλακτερόν και ψωμωμένον καρπόν των, παραπολύ ερεθιστικόν διά ν’ απλώση παρθένος την αβράν κυανόφλεβα χείρα εις ένα των κλώνων. Ένθεν και ένθεν, εις τα σύνορα του κτήματος και του δάσους, βάτοι εδείκνυον τους μαύρους λοβώδεις καρπούς των, παρά την αποσκαφήν της αμπέλου, και κόμαροι το φθινόπωρον έμελλον να ωριμάσωσιν υπομονητικώς τους ιδικούς των εις τας θερμοτέρας ακτίνας του χλιαινομένου ηλίου.
   Κάτω, εις τους βράχους, μαύρους από το κύμα, αποπνέοντας άλμην, μυστηριώδεις από το πέλαγος, η θάλασσα, αφού έσκαπτε καρτερικώς λάκκους επί της κορυφής των βράχων, τους εγέμιζεν είτα αποτόμως εκ της ιδίας ουσίας της, και ο σεβάσμιος ο κυρ Γιαννιός, του οποίου το κτήμα είχεν ανατολικόν σύνορον την θάλασσαν, εύρισκε δράκας άλατος διά ν’ αλατίζει προς πρόχειρον πρόγευμα τες πεπεριές, τα αγγουράκια και τας τομάτας, τας οποίας ο ίδιος, εξ έρωτος, εκαλλιέργει. Ανάμεσα εις τους βράχους, εις τας σπηλαιώδεις υπονόμους του κύματος και εις τας τραχείας υφάλους, μεγάλα παγούρια και κάβουροι, βόσκοντες εις τον υποβρύχιον λειμώνα, ήσαν αρκετά χειροήθεις εις τας προσπαθείας του μπαρμπα-Γιαννιού, και πέραν των απωτέρων βράχων, ανάμεσα εις την λευκάζουσαν εκεί προς το πέλαγος νήσον, την ούσαν προσφιλές ενδιαίτημα γλάρων και αγρίων περιστερών, και εις τρεις μεγάλους σκοπέλους, κλίνοντας την κορυφήν προς την ακτήν, αφ’ ης προ μακρών αιώνων απεσπάσθησαν, τα δελφίνια έπαιζον εις το κύμα, και ημιλλώντο εις τον δρόμον με την ελαφράν βαρκούλαν, την πλέουσαν με το λευκόν πανίον της προς την αντικρύ νήσον.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ