Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο Δ’

   Κάτω εις την ακρογιαλιάν τα κύματα έπληττον τους βράχους, και προσέπαιζον επί της άμμου, ερχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, αέναα και ακούραστα. Επάνω εις το ισόγειον πτωχικόν οίκημα, ηρεμία και ευάρεστος θερμότης εβασίλευεν εις το πρόσωπον της σεβασμίας οικοδεσποίνης με την αργυράν κόμην, και με την μαύρην μανδήλαν την καλύπτουσαν την κεφαλήν, τον τράχηλον και τους ώμους της, και εις τα πρόσωπα των συγγενών της γυναικών, όσαι διεσκορπισμέναι εις τα άκρα της πολίχνης, ήρχοντο καθημερινώς να την επισκέπτωνται, εκτοπισμένην πλησίον της αγοράς, εν μέσω των μαγαζίων και των δημοσίων γραφείων.
   Εμπρός εις την πρόσοψιν της οικίας, δίπλα εις την κληματαριά, από το έν μέρος ήτο το υποτελωνείον, από το άλλο μέρος το υγειονομείον. Οπίσω, προς τον επάνω δρόμον, από την άλλην πόρταν, ήρχετο ο εσμός των γυναικών με την φαιδράν λαλιάν των, περιβομβών ως κυψέλην την οικίαν της γριάς Γερακίνας, την ισόγειον, την μακράν και στενήν, την με δύο εισόδους και εξόδους.
   Όσον σεβασμία γυνή και αν ήτο η γραία Γερακίνα, εκ της διαρκούς προσεγγίσεως προς τα αρχεία και προς τα μαγαζία, μετέλαβεν ολίγον του ανδρικού ήθους, ήτο γνωστή εις όλους τους ανθρώπους της αγοράς, εις τους υγειονομοφύλακας και εις τους τελωνοφύλακας, και ήτο η μόνη γυνή ήτις ηδύνατο να εμφανίζηται ατιμωρητί εν μέσω της διατριβής των ανδρών, διασχίζουσα κατά πλάτος την αγοράν, και κατερχομένη εις την άμμον του αιγιαλού διά πρόχειρον πλύσιμον ή άλλην οικιακήν υπηρεσίαν. Και εις την οικίαν της ήρχοντο όλαι αι συγγενείς της και αι μη συγγενείς της αι θέλουσαι να πληροφορηθώσι τι αποβλέπον αυτάς ή το δημόσιον, ενδιαφέρον ή απλώς περίεργον, ή να μάθωσι περί των απόντων συζύγων και των υιών των, όσοι δεν ενθυμούντο συχνά να στείλωσι γράμματα. Και η Σκεύω, ήτις ήτο και αυτή μακρινή συγγενής της θεια-Γερακίνας –διότι αι γενεαί της δεν είχαν μετρημό, τόσον πολλαί ήσαν –αφού παρηγόρησε την Γαρουφαλιάν, την ανήσυχον διά την τύχην του ανδρός της, του τεθέντος απροσδοκήτως υπό κάθαρσιν, διέτρεξε το μήκος της πολίχνης, και από λιθόστρωτον εις λιθόστρωτον, από κατήφορον εις κατήφορον, από στενούραν εις στενούραν, έφθασεν εις την οικίαν της Γερακίνας.
     
     Κάτω εις την αγοράν, μεγάλη και έκτακτος κίνησις επεκράτει από πρωίας την ημέραν εκείνην. Παρά την αποβάθραν του τελωνείου, πολλά πλοιάρια δεμένα, μ’ ένα ναύτην επ’ αυτών, με τα πηδάλια εις την θέσιν των, εφαίνοντο έτοιμα προς απόπλουν. Επί της αποβάθρας εφαίνοντο σωροί ξυλικής, δοκών και σανίδων, αι οποίαι δεν μετεκινήθησαν από της πρωίας εκείθεν, ως θα συνέβαινεν αν ήσαν προωρισμέναι προς μεταφοράν εντός της πόλεως, αλλ’ είχον όψιν τινά ως να ήσαν διά μβαρκάρισμα, και τούτο, ενώ δεν είχον κουβαληθεί από την ξηράν, η δε νήσος καίτοι δασώδης, δεν παρήγε βεβαίως οικοδομήσιμον ξυλείαν.
   Τέσσαρες ή πέντε ηλιοκαείς άνδρες εκάθηντο εις το κεφαλόσκαλον, απέναντι των αρχείων, περιμένοντας πότε να ευαρεστηθή να έλθη ο υγειονόμος και ο υποτελώνης. Ήσαν στιβαροί, λάσιοι, με γυμνά τα στήθη, με μαύρας τας κνήμας και ανασηκωμένα πανταλόνια. Ήσαν πορθμείς. Συνωμίλουν ζωηρώς, περισσότερον με τας χειρονομίας παρά με τας λέξεις, ρίπτοντες διαφόρους υπαινιγμούς, και δεν εφαίνοντο τρέφοντες μεγάλην προς αλλήλους εμπιστοσύνην.
   Δύο ή τρεις άλλοι, βραχύσωμοι κυρτοί, με ογκώδη κορμόν, δεν έπαυον να φέρωσι γύρον περί τους σωρούς της ξυλείας. Απέναντί των καθήμενος άλλος ομότεχνός των, τους έρριπτε σκώμματα, και εμειδία πονηρώς, εξηπλωμένος επί τινος μπαγκέτας, έξωθεν του καφενείου.
   Μέσα εις το καφενείον, κατά ομάδας ανά δύο ή τρεις καθήμενοι περί τας τραπέζας, οι πελάται συνωμίλουν ησύχως. Έκυπτον προς τα ώτα αλλήλων, και δεν ενεπιστεύοντο εις τους παραπλεύρως καθημένους. Ο καφετζής, γηραιός πρώην ναυτικός, με την ποδιάν λευκήν, καθαράν, με το βρακίον κοντόν επί του γόνατος, εις μάτην περιήρχετο από ομίλου εις όμιλον. Δεν ηδύνατο να κλέψη λέξιν.
    -Το ελάχιστο να πίνανε και καφέδες, έλεγε, θα βρισκόμουνα σε δουλειά· μα αυτοί τίποτε δεν πίνουνε, κρυφά μιλούνε, κι εμένα τίποτε δε μου λένε.
   Δίπλα εις το καφενείον, εις το υποδηματοποιείον του Γερασίμου Δ. Γερασίμου, εκεί ήτο η μεγάλη συζήτησις. Το μικρόν εκείνο μαγαζίον υπήρξεν από εικοσαετίας το κυριώτερον πολιτικόν κέντρον του τόπου, το κέντρον της βαρύτητος. Πας υποψήφιος δήμαρχος, καθήκον του ενόμιζε να εγκολπωθή τον Γεράσιμον Δ. Γερασίμου. Θέσις δημοτικού συμβούλου –και ιδιαιτέρου συμβούλου – ήτο το μικρότερον αξίωμα το οποίον ηδύνατο να του υποσχεθή. Ο Γεράσιμος εδέχετο το δώρον, υπεστήριζε τον νέον υποψήφιον, περιμένων εν τω μεταξύ να έλθη κατάλληλος ευκαιρία διά να τον υποσκελίση εις τας μελλούσας εκλογάς, είτα ευθύς μετά την εγκαθίδρυσίν του, τον εγκατέλειπεν, έχριε νέον υποψήφιον, καθίστα το μαγαζείον του το κέντρον της αντιπολιτεύσεως και της ραδιουργίας κατά του νέου δημάρχου, και ο νέος υποψήφιος τον ενεκολπούτο πάλιν μετά διπλασίας από τον παλαιόν θερμότητος. Εν τω μεταξύ, εμπορικώς δεν εξήρχετο ζημιωμένος από τας επιχειρήσεις ταύτας, και από του υποδηματοποιείου, διά βαθμιαίων εξελίξεων και μεταμορφώσεων, το εργαστήριόν του μετεβλήθη εις καπηλείον, είτα εις εμπορικόν, τελευταίον εις λέσχην.
   Την ημέραν εκείνην ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου είχε σπουδαίαν συζήτησιν προς τον Ανθέμιον Δουκαΐδην, πρώην εμπορορράπτην, και νυν δικολάβον. Αμφότεροι ήσαν απύλωτα στόματα. Ηδύναντο να φωνάζωσι συγχρόνως και οι δύο επί ώρας, χωρίς ν’ απαντώσιν εις τα επιχειρήματα αλλήλων, ακολουθούντες μόνον την σειράν των ιδίων συλλογισμών των. Ήτο μονόλογος εν διπλώ μάλλον ή διάλογος. Απετείνοντο μετά χειρονομιών και επαφών των βραχιόνων και των ώμων, προς τους ακροατάς μάλλον ή προς αλλήλους. Και οι ακροαταί δυσκόλως ηδύναντο να εννοήσωσι, διότι δεν ήξευρον απ’ αρχής τίποτε. Επρόκειτο περί εργολαβίας, περί ξυλείας, περί κατασκευής παραπηγμάτων, και περί καθάρσεως διά τους επιβάτας των καταπλεόντων πλοίων. Τόσον μόνον ενόησαν αμυδρώς. Εκάτερος είχε τον υποψήφιόν του ξυλέμπορον και τον υποψήφιόν του αρχιτέκτονα. Και εκάτερος τον υπεστήριζε διά φωνών μέχρι διαρρήξεως του λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμού των ώτων των ακροατών.
    Τέλος ευηρεστήθη να φθάση ο κυρ- υγειονόμος. Κατόπιν του έφθασεν ο κυρ- δήμαρχος, ο κυρ- ειρηνοδίκης και ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου. Οι θεαταί είδον τότε και ενόησαν ότι επρόκειτο περί μειοδοτικής δημοπρασίας. Αλλά μόλις επρόφθασαν να το εννοήσωσι, και ηκούσθη η φωνή του κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Εφαίνετο ότι ήσαν «κατακυρωμένα» εκ των προτέρων, και ότι όλα εγίνοντο απλώς διά τον τύπον. Οι αρμόδιοι υπέγραψαν το πρωτόκολλον, ο ειρηνοδίκης, ως αντιπρόσωπος της διοκητικής αρχής, ενέκρινεν οριστικώς το αποτέλεσμα επί τόπου, διά το κατεπείγον, οι τέσσαρες ηλιοκαείς και γυμνόστερνοι λεμβούχοι εσηκώθησαν από το κεφαλόσκαλον κι έτρεξαν εις την ξυλικήν, οι τρεις κυρτοί βραχύσωμοι, απογοητευθέντες έπαυσαν να φέρωσι γύρους κι εζήτουν εις μάτην να βοηθήσωσιν εις την επιβίβασιν των δοκών και σανίδων. Οι λεμβούχοι τους απώθησαν, λέγοντες ότι δεν είχον ανάγκην των εκδουλεύσεών των, και ο αντικρύ εξηπλωμένος μεγαλόσωμος γεννάδας, ο αρχηγός της συντεχνίας, τους έστειλε τελευταίον σκώμμα, λέγων: «Δε σας το ’λεγα εγώ;»
   Ούτοι ήσαν αχθοφόροι, οίτινες επέμενον να πιστεύωσιν ότι η ξυλεία, αφού είχεν εκφορτωθή επί της αποβάθρας, ήτο προωρισμένη να μεταφερθεί εντός της πολίχνης. Αλλο αρχηγός της συντεχνίας, όστις ήτο πολύ σοφώτερος, τους είχε προειπή ότι μάτην επερίμεναν, και ότι η ξυλεία, καθώς ηξεύρει αυτός (και τούτο το έλεγε μυστηριωδώς) θα μεταφερθεί οπίσω πάλιν διά θαλάσσης.
   Εκ δευτέρου ήχησε το σφυρίον του κήρυκος, και ηκούσθη πάλιν το «κατεκυρώθη». Αύτη ήτο δευτέρα δημοπρασία. Την πρώτην φοράν επρόκειτο περί προμηθείας ξυλείας, και εκ δύο εμποροπλοιάρχων, οίτινες είχον φέρει ξυλικήν με τα πλοία των, επροτιμήθη ως έχων «τας καλυτέρας συστάσεις» ο είς. Την δευτέραν φοράν επρόκειτο περί εργολαβίας προς κατασκευήν παραπηγμάτων, και μεταξύ τριών ή τεσσάρων ανταγωνιστών, επροτιμήθη πάλιν είς, ως «παρέχων όλας τας ευκολίας». Εις την μίαν περίπτωσιν, και αν ο δεύτερος επρόσφερεν ευθηνότερον το πράγμα, δεν θα ήτο δεκτός, διότι είναι «κατεπείγον» και διότι «κατεκυρώθη». Εις την άλλην περίπτωσιν ήτο γνωστόν ότι ουδείς αρχιτέκτων θα κατήρχετο τόσον χαμηλά, διότι ίσως να είχεν ίχνη τινά ευσυνειδησίας εις την εργασίαν του.
   Τα πράγματα ήλθαν τόσον ραγδαία και απροσδόκητα, ώστε κανείς σχεδόν των παρεστώτων εν τη αγορά δεν ενόησε τίποτε. Ακόμη ολιγώτερον ενόησαν αι γυναίκες αι συνηθροισμέναι εις την οικίαν της γραίας Γερακίνας, ων δύο προέκυπτον διά του παραθύρου, και άλλαι τρεις εκοίταζον διά της θύρας. Αλλ’ αι εκ του ασθενούς φύλου έχουσι τούτο το πλεονέκτημα, ότι όχι μόνον χρωματίζουσιν, αλλά και μεταπλάττουσι διά της φαντασίας παν το πραγματικόν, αναπληρούσαι το ελλείπον, και αι πελάτιδες της γραίας Γερακίνας, βλέπουσαι μόνον, ήσαν ικαναί να φαντάζωνται και να προσθέτωσι και να βεβαιώσι πράγματα, τα οποία ουδέποτε είχον συμβή. Ό,τι είναι παράδοσις εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης, από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.
   Η γραία όμως Σκεύω, επειδή είχε σπουδαίον ενδιαφέρον και όχι ματαίαν πολυπραγμοσύνην και περιέργειαν, δεν ηρκείτο εις τας εικασίας των ομοφύλων της, οίας ηδύνατο να σχηματίσει και αυτή, εάν ήθελε, και πολύ πιθανωτέρας. Αλλ’ εσυλλογίζετο τον υιόν της, τον γυιόκα της, τον μονάκριβόν της, τον πάπον της, τον σταυραετόν της, όστις επεριμένετο να φθάσει, όστις θα έμενεν επί ημέρας εις την καραντίναν, και διά τούτο αυτή επεθύμει να μάθει, να γνωρίσει ό,τι πραγματικώς συνέβαινε.
   Διά συγγενικής προσλιπαρήσεως έπεισε την γρια-Γερακίνα να εξέλθη εις την θύραν, και να κοιτάξη όπως εύρη κάποιον, εις τον οποίον να έχει θάρρος δια να τον ερωτήση.
   Εκατόν βήματα μακράν ήτο η τράπεζα της δημοπρασίας, περί ην ευρίσκοντο ο δήμαρχος, ο ειρηνοδίκης, ο υγειονόμος, ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, ο γραμματεύς και οι μειοδόται, ασχολούμενοι εις την υπογραφήν των πρωτοκόλλων. Ολόγυρα ίσταντο οι περίεργοι, ικανοί τον αριθμόν, άνδρες και παιδία. Παρέκει εκάθηντο καπνίζοντες τους ναργιλέδες των σοβαροί γέροντες ναυτικοί απόμαχοι. Κατέμπροσθεν εξηπλούτο πλατεία και λιθίνη αποβάθρα, από το έδαφος της οποίας οι λεμβούχοι εξηκολούθουν να μεταφέρωσι τας διπλοσανίδας και τα πέταυρα εις τας φελούκας των, ερίζοντες θορυβωδώς με τους αχθοφόρους, οίτινες επέμενον ότι «έδωσαν χέρι» εις το «μπαρκάρισμα του κερεστέ» και είχον περικυκλώσει ήδη τον εργολάβον αρχιτέκτονα, ζητούντες να πληρωθώσιν. Αντικρύ ο μεγαλόσωμος βαστάζος εξηκολούθει να τους μυκτηρίζει λέγων ότι δεν είχαν τύχη σήμερα. 
    Μέσα εις το καφενείον, ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής, ολομόναχος εκοίταζε μελαγχολικός από το παράθυρον, αναλογιζόμενος ότι δεν είχε πωλήσει από το πρωί ούτε τρεις καφέδες. Και ώκτειρε τα μέτρα των καθάρσεων, τα οποία φέρουσι στάσιν εις το εμπόριον. Δίπλα, εις το υποδηματοποιείον, ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου και ο Ανθέμιος Δουκαΐδης, εξηκολούθουν ακόμη και μετά το τέλος της δημοπρασίας να λογομαχώσι, λέγων ο καθείς ότι ο καλύτερος εργολάβος ήτο ο ιδικός του.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ