Βαρδιάνος στα σπόρκα —  Κεφάλαιο Γ’

   Η Λενιώ η Γαρμπίνα, ήτις έπλαττε την στιγμήν εκείνην επί του σανιδίου την πίτταν της την αλειψήν, την άφησε μισοπλασμένην κι εβγήκεν έξω από το υπόστεγον προαύλιον του φούρνου διά να μάθη τα τρέχοντα. Η Μαρία η Πεπερού, η οποία είχεν εισέλθει αρτίως φέρουσα τα ψωμιά της, ακολουθουμένη από την επταετή κόρην της, το Δεσποινιώ, βαστάζουσαν επίσης λοπάδα με ψωμίον ανεβατόν, απέθεσεν απροσέκτως τας πηλίνας λεκάνας είς τινα γωνίαν, με κίνδυνον να σπάση τας λεκάνας, να σκορπίση εις το χώμα τα ψωμιά, και το παράδειγμα τούτο έσπευσε να μιμηθή η κόρη της, ρίψασα κάτω μετά δούπου την γαβάθαν, και αμφότεραι έτρεξαν έξω εις τον δρόμον, πρώτη η μάννα, κατόπιν η κόρη, αφήσασαι οπίσω την Ζαχαρού την φουρνάρισσαν, ήτις δεν απεμακρύνθη από την θύραν του προαυλίου, και την Λενιώ την Γαρμπίναν, ήτις προυχώρησε μόνον είκοσι βήματα από τον φούρνον, και όλαι έβλεπον απλήστως προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι φωναί. Η Βγενιώ η Αλαφίνα, ήτις εξεροζύμωνε την πίτταν της επί του σανιδίου, την άφησεν αξεροζύμωτην, κι έφυγε τρέχουσα, υψηλή, αμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπεράσασα ταχέως την Μαρίαν την Πεπερού, ως και την Δεσποινιώ, ήτις εν τω μεταξύ είχε προσπεράσει την μητέρα της. Αι τρεις έτρεχον, προηγούμεναι του στρατεύματος των γυναικών, αίτινες όλαι απεμακρύνθησαν περισσότερον ή ολιγώτερον από τον φούρνον, διά ν’ ανακαλύψωσι το μέρος, όθεν ηκούσθη ο θόρυβος, και μάθωσι τάχιστα τι συνέβαινεν.
   Ο Γιάννης ο Πούπουλας, όστις είχεν ανοίξει προ μηνών εις την γωνίαν, αντικρύ του φούρνου μικρόν καπηλείον με είδη τινά της μπακαλικής, και ητοιμάζετο να το κλείση δι’ έλλειψιν πελατών, εξήλθε του καπηλείου, με την ποδιάν του άπλυτον εμπρός, με τα χέρια οπίσω, και εσουλατσάριζεν επί του λιθοστρώτου. Δεν του έκαμνε καρδιά ν’ απομακρυνθή περισσότερον από το μαγαζί του, αλλά τα όμματά του και τα ώτα του ήσαν προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι κραυγαί. Εν τω μεταξύ δύο μοσχομάγκαι του δρόμου, ο Μιχάλης, ο υιός της Πεπερούς, δωδεκαετής, και ο Αλέξης, ο κληρονόμος της Βγενιώς της Αλαφίνας, δεκαετής, εισήλθον σιγά-σιγά, ξυπόλυτοι, εις το καπηλείον, και ο μεν Αλέξης εφύλαγε καραούλι εις την θύραν, ο δε Μιχάλης έλαβε την βοτίλιαν της μαστίχας από το τεζάχι, και ήρχισε να πίνη ηδονικώς εις μεγάλας δόσεις. Είτα έδωκε την βοτίλιαν εις τον Αλέξην, και αυτός, αντί να φυλάξη εις την θύραν καραούλι, με την αράδα, κατά την συμφωνίαν, διά το ασφαλέστερον, ετράπη εις φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τους πόδας θορυβωδώς επί του λιθοστρώτου. Αλλ’ ο θόρυβος ούτος ήρκεσε να εξυπνίση τον Γιάννην τον Πούπουλαν, και δεν θ’ ανεκάλυπτε ποτέ την κλοπήν, αν ο Αλέξης φοβηθείς εκ της φυγής του Μιχάλη, και εκ του κρότου τον οποίον έκαμεν ούτος, σαστισμένος, δεν έκαμνε νέον θόρυβον, αποθέσας με τρομώδη χείρα την βοτίλιαν επάνω εις το τεζάχι, ώστε ολίγον έλειψε να την σπάση. Τότε ο Γιάννης ο Πούπουλας, έσπευσε να συλλάβη τον Αλέξην, τον ολιγώτερον ένοχον, ως πολλάκις συμβαίνει, και αφού του ετράβηξε τα αυτιά, και του έδωκε δύο κολάφους, τον έσπρωξε βιαίως έξω του καπηλείου.
   Εις το απέναντι του καπηλείου παράθυρον είχε προκύψει ωχρά μορφή γυναικός. Ήτο η κυρα-Σωτήραινα, η ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας, και διατελούσα κλινήρης. Είχεν ακούσει και αυτή τας κραυγάς και τον θόρυβον, και ανασηκωθείσα μετά κόπου από την κλίνην της, εσύρθη μέχρι του παραθύρου, επιθυμούσα να μάθει τι συνέβαινεν. Απηυθύνετο εις τον κάπηλον και εις τας γυναίκας τας εξελθούσας από τον φούρνον:
   - Τι είναι; Τι τρέχει;
   Αλλ’ αι γυναίκες δεν ήξευρον και αυταί να την πληροφορήσωσι τίποτε.
   - Τι είναι; επανέλαβε πάλιν.
   - Δεν ξέρω κι εγώ, είπεν ο κάπηλος, όστις εσυλλογίζετο, ότι τα δύο παιδία –διότι ο Αλέκος είχε μαρτυρήσει τον Μιχάλην– θα του έπιον ως δεκαπέντε λεπτών μαστίχα.
  Εν τούτοις ο θόρυβος κοπάσας προς στιγμήν, επανελήφθη πάλιν, και ηκούοντο λυγμοί και θρηνώδεις κραυγαί εν μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι λέξεις: Ωχ! αλλοίμονο· τι να γένω;
   - Τι είναι; Τι τρέχει, δε μου λέτε; επανέλαβεν ανυπομονούσα από του παραθύρου η ημίπληκτος.
   Ουδείς ηδύνατο να την πληροφορήση.
   - Δεν είναι κανένας χριστιανός να μου πει τι τρέχει; επανέλαβεν εν νευρική εξάψει η κυρα-Σωτήραινα.

    Εν τούτοις η Βγενιώ, η σημαιοφόρος της γυναικείας εξόδου, προχωρήσασα εισήλθεν εις την οικίαν, εξ ης ηκούοντο αι φωναί. Κατόπιν ταύτης διωλίσθησε διά της ημιανοίκτου θύρας η μικρά Δεσποινιώ, και τρίτη ανέβη η Πεπερού μέχρι του ουδού της θύρας.
   Αι γυναίκες, αι μείνασαι οπίσω, όχι μακράν του φούρνου, επερίμεναν ανυπομόνως, πότε θα εξέλθη η Βγενιώ, διά να μάθωσιν. Αλλ’ επειδή η Βγενιώ αργοπόρησεν ολίγα λεπτά της ώρας, ο παροξυσμός της περιεργείας των εξήφθη εις το έπακρον.
   Μία τούτων έκραζε την Πεπερού, η εσθής της οποίας εφαίνετο έξω της θύρας της οικίας ενώ η κεφαλή της είχε κύψει εντός διά του ανοίγματος. Αλλ’ η Πεπερού, όλη προσέχουσα, φαίνεται, εις τα έσω της οικίας συμβαίνοντα, δεν είχε νώτα διά τας όπισθέν της ριπτομένας ερωτήσεις.
   Άλλη των γυναικών έτρεξε και ανήλθε τετάρτη εις την οικίαν, ήτις ήτο ορατή από το πλάγι του προαυλίου του φούρνου, τετρακόσια περίπου βήματα απέχουσα. Αλλ’ η Πεπερού, ζων φραγμός εγειρόμενος εις το άνοιγμα της θύρας, δεν επέτρεπεν αυτή να προχωρήση.
   - Τι είναι; ηρώτα η γυνή.
   Η Πεπερού έκαμεν αυτή νεύμα: «Σιώπα».
   Η γυνή έλαβεν υπομονήν κι επερίμενεν επ’ ολίγα λεπτά. Αι κραυγαί είχον παύσει εν τω μεταξύ. Χαμηλαί φωναί και ψιθυρισμοί ηκούοντο. Η Βγενιώ ενουθέτει, ως φαίνεται, τους ενοίκους της οικίας.
   Εν τω μεταξύ πέμπτη γυνή είχε φθάσει κάτω της κλίμακος. Αύτη ήτο η γραία Σκεύω, η γνώριμός μας, ήτις αν και δεν εκυριεύετο τόσον από το δαιμόνιον της πολυπραγμοσύνης, όσον αι νεώτεραι εκ του φύλου της, εσκέφθη ίσως ότι εις την οικίαν εκείνην θα είχον ανάγκην παρηγορίας και συμβουλής, και έτρεξε με τα γηρατεία της να φθάση.
   Η τετάρτη γυνή, η αναβάσα κατόπιν της Μαρίας της Πεπερούς, έμεινεν υπομονητική, ελπίζουσα ότι εκείνη θ’ απεφάσιζε τέλος, αφού θα απέκαμνεν ακροαζομένη, να λύση την σιωπήν, όπως πληροφορήση και αυτήν τα τρέχοντα. Αλλ’ αίφνης η Πεπερού, έσπρωξε με τον αγκώνα την όπισθέν της ισταμένην, και κατέβη με ορμήν την κλίματα, κινδυνεύσασα ν’ ανατρέψη εις τον δρόμον της και την γραίαν Σκεύω, ήτις επάτει τον ένα πόδα εις το κάτω σκαλοπάτιον.
   Η Σκεύω παρεμέρισεν έμφοβος, και η άλλη γυνή κατέβη τρέχουσα κατόπιν της Πεπερούς. Αμφότεραι είχον υποπτεύσει ότι απειλητικός τις κίνδυνος είχεν αποδιώξει την Πεπερού από την θύραν της οικίας.
   Αλλ’ ουδέν τοιούτον υπήρχεν. Η Πεπερού, φειδομένη των λόγων της όπως διηγηθεί το πράγμα εις μίαν των γυναικών, έτρεχεν απλώς διά να διηγηθή την ιστορίαν εις όλας συνάμα.
   Δεν ήτο τίποτε σοβαρόν το πράγμα, αν και εφαίνετο κάπως έκτακτον. Η Γαρουφαλιά, η σύζυγος του Γιάννη του Μπρίκου, πορθμέως αλιεύοντος με την βαρκούλα του εις τα πέριξ του λιμένος, έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθή. Της είχαν ειπεί ότι ο άνδρας της, όστις έλειπεν από δύο ημερών με την βάρκαν, είχε «σπορκαρισθή».
   Ο δήμαρχος είχε κηρύξει χθες επιχόλερον την νήσον Τσουγγριάν. Ο Γιάννης ο Μπρίκος, όστις έλειπεν από προχθές, δεν το ήξευρε, και είχε προσεγγίσει εις την Τσουγκριάν, είχεν αποβιβασθή μάλιστα επάνω εις την μικράν νήσον.
   Ιδών τα τρεχαντήρια, τα οποία είχον φθάσει την προτεραίαν, και μη γνωρίζων ότι ήσαν υπό κάθαρσιν, ή ίσως ελπίζων να διαλάθη, επλησίασε διά να τους πωλήση ακριβά τους ορφούς, τας συναγρίδας και τους αστακούς, όσους είχε ψαρεύσει. Άλλοι όμως τον είδαν, και τον κατήγγειλαν εις τον υγειονόμον, και ο υγειονόμος τον έβαλε καραντίνα άλλας τόσας ημέρας, όσας θα ετέλουν και τα πλοία, τα οποία είχον φθάσει εξ επιχολέρων μερών. Και διά τούτο η Γαρουφαλιά, η γυναίκα του, έκλαιε και παρηγορίαν δεν είχε. Και το πράγμα έκαμε τας γυναίκας να καγχάσωσιν.
   Η Βγενιώ η Αλαφίνα έφθασεν ακολουθουμένη υπό της Δεσποινιώς, ήτις προσεπάθει να φθάση διά πηδημάτων τα μεγάλα βήματα της ευσώμου αμαζόνος. Η Βγενιώ επεκύρωσε με ολίγας λέξεις τα λεχθέντα υπό της Πεπερούς προσθείσα ότι η γρια-Σκεύω η Σαβουρόκοφα ανέβη αρτίως εις της Γαρουφαλιάς και ήρχισε να την παρηγορεί, λέγουσα ότι και ο υιός αυτής περιμένεται να φθάση και θα μείνη επί ημέρας εις την καραντίνα, και ότι θα είναι μαζί εις την καραντίνα ο Γιάννης, ο άνδρας της Γαρουφαλιάς, και ο Σταύρος ο υιός αυτής, της Σαβουρόκοφας!
   Νέοι καγχασμοί των γυναικών υπεδέχθησαν την διήγησιν της Βγενιώς. Ακολούθως η Ζαχαρού επανήλθεν εις την πάνην της, διότι ήτο φόβος να ξυνίσουν τα ψωμιά, και ήρχισε να πανίζη τον φούρνον.
   Κάτω εις την παραθαλάσσιον αγοράν, παρά τον αιγιαλόν, ευρίσκετο η οικία της γραίας Γερακίνας, χήρας και χαροκαμένης. Ήτο οικία και ήτο μαγαζείον. Κτίριον μακρόν, στενόν, ισόγειον, με πόρταν απ’ επάνω προς τον παράλληλον της αγοράς λιθόστρωτον δρόμον, πόρταν από κάτω προς την παραθαλάσσιον λωρίδα, την χρησιμεύουσαν ως κέντρον της πολίχνης και ως αγοράν. Η πόρτα είχε κιοπένι, κατά τον παλαιόν τρόπον, με το έν θυρόφυλλον κομμένον εις δύο μέρη. Το άνω θυρόφυλλον έκλειε διά μανδάλου προς το ανώφλιον, το κάτω θυρόφυλλον έκλειε διά σύρτου προσαρμοζομένου εκ του άλλου θυροφύλλου, του ακεραίου, και παντοτινώς κλειστού με τους σκωριασμένους στροφείς του. Δίπλα εις την πόρταν ήτο μικρόν στενόν παράθυρον, και δίπλα εις το παράθυρον ανήρχετο το κλήμα προς την οροφήν, σχηματίζον μεγάλην κρεβατιάν από την οποίαν εκρέμαντο το φθινόπωρον μαύρα αετονύχια, μεγάλα όψιμα σταφύλια, ωριμάζοντα τον Οκτώβριον, οσάκις οι νυκτερινοί διαβάται και οι μοσχομάγκαι του δρόμου τους έδιδον καιρόν να ωριμάσωσιν.
   Είτα ο ήλιος εκιτρίνιζε βαθμηδόν τα φυλλώματα της κληματαριάς, η υγρασία τα εσάπιζε και ο άνεμος τα απέσπα από το κλήμα, και τα έστρωνεν επί της γης, ή τα εσκόρπιζεν εις την άμμον προς την θάλασσαν. Είτα οι κλάδοι έμενον έρημοι, ηπλωμένοι μαύροι επί των βεργών και καλάμων της κρεβατιάς, και ο χειμών τους εστόλιζε με αγνά κοσμήματα της ασπίλου χιόνος, και ο ξηρός βορράς εσκλήρυνε και εστίλβωνε την χιόνα εις δακτυλοειδείς κρυστάλλους, κρεμαμένους κάτω, ως δώρα ουρανίας δρόσου συμπυκνωμένης, δεικνύοντας την γην, από την πιότητα της οποίας θα προέλθει ευφορία και βλάστησις και πάσα αγαθοσύνη.
   Έξω εις την υπήνεμον μεσημβρινήν αγοράν, καθ’ όλον τον χειμώνα, εις τα καφενεία και τα καπηλεία, καθ’ όλον το θέρος, υπό αυτοσχεδίους τέντας έμπροσθεν των μαγαζείων, οι άνδρες καθήμενοι εχαρτοπαίκτουν ή συνεζήτουν, ή εκακολόγουν συνήθως μεν τον εκάστοτε δήμαρχον, κατά προτίμησιν δε τους διδασκάλους και τους ιερείς. Μέσα εις το ισόγειον, επί του εδάφους της γης, η θεια-Γερακίνα ύφαινεν εις τον αργαλειόν της, ή ένεθε με την ρόκαν της.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ