Γυρνώντας μεσ' στης μοίρας μου τα μαύρα μονοπάτια
πλανεύτηκα ο άμοιρος στης τύχης τα παλάτια·
με τράβηξαν παράμερα νεράιδες φαντασμένες
και μούπαν λόγια ξωτικά κουβέντες μαγεμένες.
Παράβγαιναν στην ομορφιά και μ' έταξαν κριτή,
ένα στεφάνι έπλεξαν με ξωτικά λουλούδια,
μου τόδωσαν κσί μούπανε—με λόγια και τραγούδια,
«Η πιο όμορφη απ' όλες μας μ' αυτό να βραβευτή».
Τριγύρισα το βλέμμα μου παντού, για να διαλέξω,
κι’ άπειρα μάτια όμορφα είδα να με κυττάζουν,
περήφανα ή ταπεινά. Τα μάτια μου διστάζουν,
πεντάμορφες είν' όλες τους· πιά πρέπει να εκλέξω ;
«Θε να σε κάνω βασιληά, σε μέν άν το χαρίση»
μου ψιθυρίζει μια μικρή με τη γλυκειά λαλιά της.
«Πλούσιο θα σε κάνω γω, παλάτια θε να χτίσης»,
μου λέει μια που αστράφτανε τα ολόχρυσα μαλλιά της
«Παιδί!.. εμένα διάλεξε, στα πόδια σου για νάχης
όσες γυναίκες κι αν ποθής». Και τότε ξαναμμένα,
μια, μ' όμσρφα και λυπημένα μαύρα μάτια.
«Θάχεις», μου λέει, «φτωχό παιδί πολλά στον κόσμον ακουσμένα·
μ’ αυτό που θα σου δώσω γω το ψάλλανε γλυκά
αηδόνια, ανθρώποι καί θεοί, και τ’ ουρανού αγγελούδια·
το λεν—-τί όνομα γλυκό !— Αγάπη!». Εγώ γοργά
της φόρεσα στ’ ωραίο της κεφάλι τα λουλούδια.