Οι Χαλασοχώρηδες: Μία σάτιρα του Παπαδιαμάντη για τα πολιτικά και εκλογικά ήθη —  Κεφάλαιο Γ’

Τοιαύτα ήρχισε να διηγήται εις τον Λάμπρον, όστις τα εγνώριζε καλλίτερα απ’ αυτόν, ο μπαρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ενίοτε εις την σειράν της διηγήσεως έν «καθώς έμαθα, καθώς μου είπαν». Τα πλείστα όμως προς συμπλήρωσιν της εικόνος τα προσέθηκε, διακόπτων τον γέροντα αλιέα, ο Λάμπρος αυτός, όστις δεν έπαυεν εις το τέλος εκάστης περιόδου του απλοϊκού αφηγητού να κατανεύη διά της κεφαλής, επιδοκιμάζων και προσδοκών αίσιον δι’ αυτόν το αποτέλεσμα. Αλλά το περιεργότερον ήτο το πείσμα και η οξύτης, μεθ’ ων τα ήρτυεν ο μπαρμπα-Διοματάρης. Αληθώς δε ο Λάμπρος δεν το επερίμενε και μεγάλως εξεπλάγη, όταν εις το τέλος της διηγήσεως ο αφηγητής προσέθηκε·

-Τέτοιοι είναι όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο. Δεν πάω ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ’ αγόρασαν.
-Τι λες, μπαρμπα-Διοματάρη; ανέκραξεν ο Λάμπρος. Αυτήν τη φορά δεν είναι ο Γεροντιάδης… είναι ο Αλικιάδης, και δεν έχεις να κάμης με τον Μανόλην τον Πολύχρονον, έχεις να κάμης μ’ εμένα…
-Όλοι το ίδιο είναι! επανέλαβε μετά πεισμονής ο μπαρμπα-Διοματάρης, αμεριμνών αν προσέβαλλε κατά πρόσωπον τον Λάμπρον τον Βατούλαν.
-Πώς όλοι το ίδιο είναι! επανέλαβεν ο Λάμπρος. Ημείς δεν καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη, να κάνουμε τις δουλειές που κάνει ο Μανόλης ο Πολύχρονος.
-Δεν το καταδιώχνετε! ανεκάγχασε σκληρώς ο τραχύς ναύτης.
-Ναι, αυτό που σου λέω εγώ. Δεν μου λες, μπαρμπα-Διοματάρη, στην άλλη εκλογή επήρες παράδες απ’ το Μανόλη;
-Εγώ να πάρω παράδες; είπε βλοσυρός ο γέρων πορθμεύς· εμένα μου έταξαν να βγάλουν την σύνταξή μου.
-Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρεις παράδες.
-Γιατί;
-Γιατί ο Μανόλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το ξέρης σίγουρα.
-Τώρα το κατάλαβα κι εγώ, και γι’ αυτό ούτε ξαναπάω πλια να ρίξω ψήφο.
-Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο Βατούλας.
-Το ξέρω κι εγώ…Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.
-Δεν υπάρχει κανείς…Είσαι μοναχός σου…Δεν έχεις ταίρι.

Και ο Λάμπρος εστέναξεν εκ δευτέρου αναλογιζόμενος ότι, αν υπήρχον πενήντα τοιούτοι εκλογείς, μη δεχόμενοι χρήματα αλλά υποσχόμενοι, ουχί όπως ο μπαρμπα-Διοματάρης, να ψηφοφορήσουν, κατ’ ευχήν θα εκέρδιζε και αυτός πενήντα χάρτινα δεκάδραχμα από μίαν εκλογήν. Εφθόνει δε και τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όστις ήξευρε τον τρόπον, υποσχόμενος εις τον ένα διορισμόν, εις τον άλλον σύνταξιν, εις τον τρίτον αισίαν έκβασιν της δίκης, να ευρίσκει απληρώτους εκλογείς, τους οποίους να περνά εις το κατάστιχόν του ως πληρωμένους. Εν τοσούτω δεν απηλπίσθη να μεταπείσει τον μπαρμπα-Διοματάρην, και ηξεύρων ότι, αν επέμενεν αποτόμως κατ’ αυτήν την ιδίαν εσπέραν, θα εστόμωνε μόνον το γεροντικόν πείσμα του χελωνοδέρμου ναυτικού, τον εκαληνύκτισε δι’ απόψε, επιφυλαχθείς να επανέλθη μετά δύο εσπέρας.

Ακολούθως ο Λάμπρος ο Βατούλας μετά των συνοδών του ανήλθεν εις την μικράν οικίαν του Θανάση του Τσιρογιάννη.
-Καλώς τα κάνετε! Καλησπέρα, Θανάση με τη φαμίλια σου! έκραξεν ο Λάμπρος με την λιγυράν και θωπευτικήν φωνήν του και με την μελισταγή ευπροσηγορίαν του.
-Καλώς τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του.
-Ε; είμαστε για νάμαστε;
-Μα βέβαια… Εσείς δεν εφανήκατε κανένας σας, ούτε σεις ούτε οι άλλοι…Είπα κι εγώ, μαθέ, γιατί δε μου μιλεί κανένας;…Να μη μ’ πη κανένας ένα λόγο;…
-Να που ήρθαμε…

Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο έτοιμος να δώση τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών, όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρη. Ηγάπα, ως φαίνεται, τας θωπείας και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να έλθη τις παρακαλών να του δώση την ψήφον του.

«Άλλο σόι άνθρωπος αυτός», είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας. «Καλά που πρόφτασα κι ήρθα…πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανόλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον πάρει!». Ο Θανάσης ο Τσιρογιάννης προσέφερεν οίνον και στραγάλια εις τους επισκέπτας, ο δε Λάμπρος του έδωκε παχείας υποσχέσεις δι’ οιανδήποτε απαίτησιν και αν είχεν από τον μέλλοντα βουλευτήν, όστις ήτο σίγουρος «με το παραπάνω», και τον παρεκάλεσε να περάση από το γραφείον του, όπου είναι το εκλογικόν κέντρον, διά να τα ειπούν καλλίτερα.

Μόλις απήλθεν ούτος μετά των ακολούθων του, και ο Μανόλης με τους ιδικούς του ανήλθεν εις την οικίαν.
-Λοιπόν, κουμπάρε, πώς είμαστε;
Ο Μανόλης είχε συνηθίσει ν’ αποκαλεί κουμπάρους σχεδόν όλους, και τους συντέκνους των συμπεθέρων του.
-Τώρα, κουμπάρε, έδωσα το λόγο μ’.
-Σε ποιόνε;
-Στο Λάμπρο τον Βατούλα… Τώρα- δα, τώρα- δα, ότι κατέβηκε… Δεν ηξεύρατε ναρθήτε μισή ώρα μπροστά;

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ