Ο Αϊ-Βασίλης στο Τμήμα!

Στο τρίστρατο του συνοικιακού δρόμου είχε σταθεί ο Αϊ-Βασίλης, για να μοιράσει τα δώρα του, τους μποναμάδες που γέμιζαν την κόφα του. Ήταν ένας ψηλός ψηλός κι όμορφος Αϊ-Βασίλης, με κόκκινη ρόμπα, ίδιο κόκκινο σκούφο στο κεφάλι κι άσπρα, κάτασπρα σαν το μπαμπάκι και σαν το χιόνι, μαλλιά και γένια. Μα ήταν τόσο φυσικός, που ήταν των αδυνάτων αδύνατο να τον περάσεις για ψεύτικο. Θαρρούσες πως ήταν ο ίδιος ο Αϊ-Βασίλης, που μόλις είχε κατέβει απ’ την Καισάρεια.
Κόσμος πολύς -μικροί και μεγάλοι- είχαν συναχτεί ολόγυρά του. Κι εκείνος δεν έκανε άλλο από το να βγάζει τα δώρα του από την κόφα του: κούκλες, αρκουδάκια, καραμούζες, σιδεροδρομάκια κι αεροπλανάκια, μπάλες και μπαλόνια -και τι δεν είχε η «μαγική» του κόφα...- και να τα μοιράζει, γελαστός γελαστός, στα χέρια που απλώνονταν από παντού για να τα πάρουν. Και θα ’πρεπε να είναι στ’ αλήθεια μαγική εκείνη η κόφα του, γιατί, παρόλο που έβγαιναν συνέχεια από μέσα τα διάφορα δώρα, αυτή δεν έλεγε να σωθεί, να στερέψει. Μυστήριο πράγμα, μα την αλήθεια!
Μόνο που, από τη σύναξη του κόσμου ένα γύρω του, ο δρόμος είχε μπλοκαριστεί απ’ όλες τις μεριές, η κίνηση των τροχοφόρων είχε σταματήσει. Κι αυτό ήταν που ανάγκασε έναν αστυφύλακα, περαστικόν από κει, να σταθεί και, χτυπώντας τον στον ώμο, να του φωνάξει:
«Ε, πατριώτη. Τι γίνετ’ εδώ πέρα;»
«Αυτό που βλέπεις, κύριε αστυφύλακα. Μοιράζω τους μποναμάδες μου», ήταν η απάντηση του ασπρογένη γέροντα, που τη συνόδεψε κιόλας με ένα καλοσυνάτο γέλιο, αληθινά γέλιο αγίου.
«Έχεις άδεια;»
«Άδεια; Τι να την κάμω; Δε μου χρειάζεται. Γιατί, όπως βλέπεις, δεν τα πουλάω, τα χαρίζω τα δώρα μου. Άλλωστε, τι Αϊ-Βασίλης θα ήμουν αν τα πουλούσα;»
«Τα πουλάς, δεν τα πουλάς, πρέπει να έχεις άδεια», επέμεινε ο αστυφύλακας. «Όλοι οι Αϊ-Βασίληδες που τριγυρνούν στους δρόμους τέτοιες μέρες, πρέπει να έχουν άδεια της αστυνομίας. Με καταλαβαίνεις;»
«Μα εγώ δεν είμαι από κείνους τους Αϊ-Βασίληδες που ξέρεις», επέμεινε ο ασπρομάλλης γέροντας. «Εγώ είμαι ο αληθινός Αϊ-Βασίλης».
Ο αστυφύλακας τον κοίταξε απορημένος. Με τρελό θα είχε, σίγουρα, να κάνει. Εκτός αν -απ’ το μυαλό του πέρασε μια πονηρή σκέψη- τα είχε κλέψει όλα εκείνα τα δώρα από κάποιο κατάστημα και τώρα είχε βγει στο δρόμο, για να τα πουλήσει μισοτιμής. Μα, πάλι, τι σόι κλέφτης μπορούσε να ήταν, αφού δεν πουλούσε, αλλά χάριζε τα
παιχνίδια που είχε στην κόφα του; Μάλλον τρελός θα ’πρεπε να είναι, που το είχε σκάσει από καμιά κλινική και, θαρρώντας πως είναι ο... Αϊ-Βασίλης, είχε ντυθεί τη ρόμπα και τη σκούφια που φοράνε τέτοιες μέρες οι «Αϊ-Βασίληδες». Και με απότομο ύφος του φώναξε:
«Δώσε μου γρήγορα την ταυτότητά σου».
«Ταυτότητα;» έκαμε με ένα καλόβολο και μακάριο, πάλι, γέλιο ο άλλος. «Πού να τη βρω; Δεν έχουμε ταυτότητες εκεί πάνω...»
Κι έδειξε με το χέρι του -ένα παχουλό άσπρο χέρι, καθόλου ρυτιδωμένο, ολότελα νεανικό- ψηλά κατά τον ουρανό.
Τώρα τον αστυφύλακα τον πιάσανε τα δαιμόνιά του. Κι αρπάζοντας το γέρο με τ ’ άσπρα γένια από το μπράτσο, άρχισε να τον τραβολογάει:
«Εμπρός, πάμε στο Τμήμα!» του φώναξε όσο πιο άγρια μπορούσε ο αστυφύλακας.
Μα ο κόσμος που τους περιστοίχιζε έκαμε κλοιό γύρω τους, κόβοντάς τους το δρόμο. Και τότε ο αστυφύλακας άρχισε να σπρώχνει τον παράξενο εκείνον Αϊ-Βασίλη, πασκίζοντας να σπάσει τον κλοιό. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα είδε έναν αστυφύλακα από άλλο Τμήμα, που έτυχε να περνάει από κει:
«Συνάδελφε», του φώναξε, «έλα, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να πάμε τούτον τον... Αϊ-Βασίλη -και τόνισε περιπαιχτικά την τελευταία του λέξη- στο Τμήμα».
Με χίλια βάσανα, άνοιξαν κι οι δυο τους δρόμο ανάμεσα από τον κόσμο. Το καλό ήταν που ο περίεργος εκείνος γέροντας δεν τους έφερε την παραμικρή αντίσταση. Το μόνο που τους ζήτησε ήταν να τον αφήσουν να ζαλωθεί στη ράχη του την κόφα του. Κι ανάμεσα στους δυο αστυφύλακες τώρα, αφέθηκε να οδηγηθεί εκεί όπου τον πήγαιναν. Το συναθροισμένο πλήθος έδειξε διάθεση να τους ακολουθήσει.
Μα οι αστυφύλακες έβαλαν τις φωνές κι ο κόσμος, φοβισμένος, άρχισε να σκορπάει. Μονάχα μερικοί περίεργοι τους ακολούθησαν από μακριά.
«Σας έφερα τον... Αϊ-Βασίλη!» έκαμε θριαμβευτικά ο πρώτος αστυφύλακας, εισορμώντας στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας του συνοικιακού αστυνομικού τμήματος. Και σπρώχνοντας κάπως απότομα το γέροντα με την κόκκινη ρόμπα και τ ’ άσπρα γένια, έκλεισε μόλις μπήκαν κι οι τρεις τους πίσω τους την πόρτα.
«Ποιον Αϊ-Βασίλη;» είπε παραξενεμένος ο αξιωματικός υπηρεσίας, καθώς ανασήκωνε τα μάτια του από κάποιαν αναφορά που διάβαζε κείνη την ούρα.
Και βλέποντας τον άνθρωπο που είχε οδηγήσει ως το γραφείο του ο αστυφύλακας, απόμεινε. Τι όμορφος, αλήθεια, γέρος! Τήλος, πανύψηλος, ζωηρός και κοτσονάτος, παχουλός παχουλός και πεντακάθαρος από την κορφή ως τα νύχια. Δεν έμοιαζε με τους κακομοιριασμένους εκείνους «Αϊ-Βασίληδες», που ρίχνουν απάνω τους μια λερή κόκκινη ρόμπα και, κολλώντας στα μούτρα τους κάτι κιτρινισμένα γένια και μουστάκια, σου παρασταίνουν τον Καισαρείτη άγιο, για να μαζεύουν φραγκοδίφραγκα απ’ τους περαστικούς. Ο γέρος, που είχε μπροστά του, έμοιαζε μ’ αληθινόν άγιο - λες κι ήταν ο ίδιος ο Αϊ-Βασίλης! Σύγκαιρα, πήρε το μάτι του και τον άλλον αστυφύλακα:
«Εσύ, πώς βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησε.
«Να, έτυχε να περνάω και με φώναξε ο συνάδελφος να τον βοηθήσω, να φέρουμε εδώ τούτον τον... Αϊ-Βασίλη».
«Γιατί; Δεν ήθελε -κι έδειξε τον ασπρομάλλη γέροντα- να σ’ ακολουθήσει; Έφερε μήπως αντίσταση;» ξαναρώτησε τον αστυφύλακα του δικού του τμήματος.
Εκείνος άρχισε να τα μασάει. Όχι, ο «Αϊ-Βασίλης» δεν του είχε φέρει καμιάν αντίσταση. Τον είχε πρόθυμα ακολουθήσει, αλλά χρειάστηκε τη συνδρομή του συναδέλφου του, γιατί ο κόσμος που είχε συναχτεί στο δρόμο δεν τους άφηνε να προχωρήσουν. Και βάλθηκε να εξιστορήσει γρήγορα γρήγορα στον ανώτερό του το παράξενο εκείνο περιστατικό:
«Επιμένει πως είναι ο αληθινός Αϊ-Βασίλης», έκαμε τελειώνοντας την αναφορά του και κλείνοντας με σημασία το μάτι στον αξιωματικό υπηρεσίας. «Και, επιπλέον, δεν έχει μαζί του ταυτότητα».
«Δεν έχεις ταυτότητα;» ρώτησε την ίδια στιγμή τον ασπρομάλλη γέροντα ο βαθμοφόρος αστυνομικός. (Αμέσως, όμως, μετανιώνοντας, γιατί είχε μιλήσει στον ενικό σ’ έναν τόσο σεβάσμιο γέροντα, βιάστηκε να τον ξαναρωτήσει:) «Δεν... δεν έχετε ταυτότητα;»
«Εξήγησα στον κύριο» -κι έδειξε τον αστυφύλακα- του απάντησε ο γέρος με την κόκκινη ρόμπα και τ’ άσπρα γένια, «πως εκεί πάνω -κι έδειξε κατά το ταβάνι, σα να
’δειχνε κατά τον ουρανό- δεν έχουμε ταυτότητες. Τι να τις κάνουμε τις ταυτότητες; Δε μας χρειάζονται...»
Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον άκουγε παραξενεμένος. Λες να μιλούσε με τρελό; Κι όμως, θα έπαιρνε όρκο πως είχε να κάμει με άνθρωπο που τα είχε τετρακόσια! Ήταν αδύνατο να είχε μπροστά του έναν τρελό. Έναν τόσο ήσυχο τρελό...
«Ώστε επιμένεις... επιμένετε πως είσαστε ο Αϊ-Βασίλης;»
«Το εξήγησα από την πρώτη στιγμή στον κύριο, αλλά δε θέλησε να με πιστέψει».
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, καθισμένος πάντοτε στο γραφείο του, οι δυο αστυφύλακες όρθιοι μπροστά του κι ανάμεσά τους ο σεβάσμιος γέροντας, που μπορούσε να ήταν και παππούς τους στα χρόνια. Άσε που δεν είχε την όψη απατεώνα, δεν έμοιαζε καν με κάτι γέρους αλήτες που του κουβαλούσαν συχνά πυκνά στο Τμήμα. Σαν να ντράπηκε κιόλας, που τον κρατούσε τόσην ώρα όρθιο.
«Για καθίστε... καθίστε, παρακαλώ...» του είπε στο τέλος, δείχνοντάς του μιαν άδεια καρέκλα δίπλα του.
Ο ασπρομάλλης γέροντας, αφού ξεζαλώθηκε με αργές κινήσεις την κόφα που είχε στις πλάτες του, κάθισε με όση περισσότερη άνεση γινόταν.
«Ώρα είναι να του παραγγείλουμε και... καφεδάκι», μουρμούρισε μέσ’ από τα δόντια του ο αστυφύλακας του Τμήματος.
Μα δεν τον άκουσε κανένας - ο «Αϊ-Βασίλης» μονάχα κρυφογέλασε κάτου απ’ τα μουστάκια του.
«Και λέτε πως έρχεστε από την Καισαρεία;» ξαναρώτησε τώρα ο αστυνομικός υπηρεσίας.
«Ακριβώς, από κει. Για να μοιράσω τους μποναμάδες μου στα παιδιά. Όπως κάθε χρόνο...»
«Και πώς δεν έτυχε να σας δούμε άλλη φορά;»
Χαμογέλασε ο σεβάσμιος γέροντας, αλλά είχε έτοιμη την απάντηση που θα ’δίνε:
«Άλλοτε», άρχισε να εξηγεί, «συνήθιζα να κατεβαίνω στα σπίτια από τις καμινάδες των τζακιών. Μα τώρα όλα τα σπίτια έχουν σόμπες ηλεκτρικού ή πετρελαίου και οι πολυκατοικίες καλοριφέρ. Και δεν είμαι, όπως βλέπετε, κι... αδυνατούλης, για να μπορώ να περνάω ανάμεσα από μπουριά κι από σωλήνες!»
Και γέλασε, σύγκαιρα, ένα ηχηρό και πλούσιο γέλιο, που έκαμε τη μακριά του γενειάδα να χοροπηδήσει απάνω στο πλατύ του το στήθος.
Τα μάτια του αξιωματικού υπηρεσίας πήγαν και καρφώθηκαν την ίδια στιγμή πάνω σ’ εκείνα τα γένια. Είχε γούστο να ήταν αληθινά! Έκαμε νόημα στον αστυφύλακα να τον πλησιάσει, κάτι του είπε στ’ αυτί.
«Όχι, παρέλειψα να το εξακριβώσω», δικαιολογήθηκε ο αστυφύλακας, μα τόσο ψιθυριστά, που ήταν των αδυνάτων αδύνατο να τον ακούσει ο γέρος με τ’ άσπρα γένια. Καθώς όμως έκαμε να τον πλησιάσει, εκείνος, λες κι είχε διαβάσει τη σκέψη του αξιωματικού υπηρεσίας, τον πρόλαβε. Και χαϊδεύοντας, τραβώντας μάλλον, τη μακριά του γενειάδα:
«Μπορείτε να τα τραβήξετε όσο θέλετε τα γένια μου», έκαμε χαμογελώντας. ((Το ίδιο και τα μουστάκια μου. Είν’ αληθινά, δεν είναι ψεύτικα σαν αυτά που κολλούν οι ψεύτικοι Αϊ-Βασίληδες...»
Ο αξιωματικός υπηρεσίας αναπήδησε στο κάθισμά του. Για κοίτα, ο γέροντας είχε διαβάσει ολοκάθαρα τη σκέψη του! Και τότε εκείνος, χαϊδεύοντας ολοένα τη γενειάδα του, ξαναμίλησε:
«Ναι, ναι, και γένια αληθινά έχω κι ο αληθινός Αϊ-Βασίλης είμαι, αυτός που έχετε μπροστά σας. Μη σας κάνει εντύπωση, κύριε αστυνομικέ. Εγώ είμαι ο Αϊ-Βασίλης από την Καισάρεια, που λεν. Θα με γνωρίζετε, βέβαια, κι εσείς από τον καιρό που ήσασταν παιδί. Όπως και τα παιδιά όλου του κόσμου. Και θα μπορούσα να γυρνάω αθέατος στους δρόμους, όπως πάντα... Μα, να, τον τελευταίο καιρό, σαν ν’ άρχισαν, ακόμα και τα παιδιά, να με... ξεγράφουν απ’ τα κατάστιχά τους. Έχει ξεστρατίσει, βλέπετε, τόσο πολύ ο κόσμος στην εποχή που ζούμε... που ζείτε, ήθελα να πω. IV αυτό και φέτος -πώς μου ήρθε...— θέλησα να κάμω πιο αισθητή την παρουσία μου. Να ξαναζεστάνω το θρύλο μου, που είχε αρχίσει να παγώνει. Αν έφερνα αντίσταση σ’ ετούτα εδώ τα καλά παιδιά -κι έδειξε τους δυο αστυφύλακες, που είχαν αρχίσει να τον κοιτάζουν κι αυτοί σαν παράξενο, υπερφυσικό πλάσμα- δε θα με βλέπατε τώρα μπροστά σας. Ούτε και θα μιλούσαμε σαν δυο καλοί φίλοι. Θα μπορούσα να εξαφανιστώ, να χαθώ μέσ’ από τα χέρια τους. Μα είδατε πως δεν το ’θελα. Ήταν, όπως καταλαβαίνετε, ζήτημα... -πώς να το πω;- γοήτρου για μένα. Μήπως και τώρα δε θα μπορούσα να φύγω, αν ήθελα, από δω μέσα;»
Και βλέποντας τον αξιωματικό υπηρεσίας και τους δυο αστυφύλακες να καρφώνουν ανήσυχοι τα μάτια τους στην κλειστή πόρτα του γραφείου -ο αστυφύλακας, μάλιστα, του Τμήματος έκαμε μηχανικά δυο βήματα προς τα πίσω, για να βρεθεί πιο κοντά της- πρόσθεσε την ίδια στιγμή:
«Δεν έχει σημασία που είναι κλειστή η πόρτα. Αλίμονο αν ένας Αϊ-Βασίλης δεν είχε τη δύναμη να κάνει τ’ αδύνατα δυνατά! Αλλά δε θα χρειαστεί να την παραβιάσω την πόρτα. Θα μου επιτρέψετε να την ανοίξω μόνος μου όταν θα είναι να φύγω».
Μιλώντας, ανασηκώθηκε από την καρέκλα του - μηχανικά, ανασηκώθηκε και ο αξιωματικός υπηρεσίας από τη δίκιά του. Και σύγκαιρα η κοψιά του ψηλού γέροντα με την κόκκινη ρόμπα πήγε και γέμισε ολόκληρο το χώρο του αστυνομικού γραφείου. Οι δυο αστυφύλακες παραμέρισαν θορυβημένοι! Και ο «Αϊ-Βασίλης» συνέχισε:
«Αυτό ήταν που γύρευα να πετύχω: να ξαναζεσταθούν οι καρδιές μικρών και μεγάλων από τη μαγεία του Αϊ-Βασίλη, που είχε τόσο πολύ αδυνατίσει τον τελευταίο αυτό καιρό. Α, είναι τόσο όμορφο να πιστεύει κανείς, παιδιά μου!... Τα μυαλά μας -τα μυαλά σας ήθελα να πω- έχουν τόσο θαμπώσει και θολώσει από τα μυστήρια του Διαστήματος που μας περιβάλλει, έχουν πελαγώσει από πύραυλους και διαστημόπλοια, οι καρδιές σας κινδυνεύουν ν’ αδειάσουν από αγάπη και καλοσύνη. Αχ, αυτές οι καρδιές! Από ανθρώπινες που ήταν, κοντεύουν να καταντήσουν φτωχά μηχανάκια, που δουλεύουν με... μπαταρίες. Ας τις ξαναζεστάνουμε όσο μπορούμε. Για να ξαναβρούν τους παλιούς, ζεστούς ανθρώπινους χτύπους τους...»
Οι άλλοι τον άκουγαν σαν μαγεμένοι. Λες και μια αδιόρατη νεφέλη περίχυνε από παντού το χώρο του αστυνομικού εκείνου γραφείου, που δεν άφηνε τη σκέψη να δουλέψει, έδινε την ευκαιρία μονάχα στην καρδιά να ξαναβρεί τους αποξεχασμένους ζεστούς χτύπους της. Εκείνος ο παράξενος γέροντας με την κόκκινη ρόμπα, τον κόκκινο σκούφο και τα κάτασπρα μαλλιά και γένια, τους είχε επιβληθεί σε σημείο που δεν τους άφηνε να σκεφτούν πως ο άνθρωπος αυτός που είχαν μπροστά τους μπορούσε και να μην ήταν ο Αϊ-Βασίλης...
«Και τώρα, θα μου επιτρέψετε να πηγαίνω», ξανακούστηκε η γλυκιά και μελωδική φωνή του ψηλού εκείνου γέροντα. ((Αλλά, με συγχωρείτε, κάτι ξέχασα. Έχετε παιδιά, κύριε αστυνόμε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι... ένα αγοράκι...»
«... κι ένα κοριτσάκι», βιάστηκε να τον συμπληρώσει ο γέροντας. «Μπράβο, να ζήσουν. Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να τους προσφέρω κάτι από την κόφα μου».
Μιλώντας, έσκυψε κατακεί όπου την είχε ακουμπήσει. Κι ανάσυρε από μέσα μιαν όμορφη κούκλα κι ένα χαριτωμένο αρκουδάκι. Τ’ ακούμπησε και τα δυο πάνω στο γραφείο του αστυνομικού:
«Να τους πείτε πως τους τα έφερε ο ίδιος ο Αϊ-Βασίλης από την Καισάρεια», πρόσθεσε χαμογελώντας μ’ εκείνο το πράο και καλόβολο χαμόγελό του.
Και σκύβοντας για δεύτερη φορά πάνω από την κόφα του, ανάσυρε από το βάθος της μια μπάλα ποδοσφαίρου κι ένα ταμπούρλο. Ία έδωσε, από ένα στον καθένα, στους δυο αστυφύλακες, που δεν τολμούσαν, ωστόσο, ν’ απλώσουν τα χέρια τους για να τα πάρουν.
«Πάρτε τα, γιατί δεν τα παίρνετε;» τους έκαμε εκείνος καλοσυνάτα. «Μπορεί να μην έχετε ακόμα παιδιά, έχετε όμως, σίγουρα, μικρότερα αδερφάκια. Θα τους δώσετε τόση χαρά!... Α, είναι τόσο όμορφο να δίνεις στους άλλους τη χαρά, παιδιά μου!...»
Ύστερα, συνέχεια, με αργές κινήσεις, σήκωσε την κόφα από το πάτωμα, τη ζαλώθηκε στις πλάτες του και τράβηξε κατά την πόρτα. Κανένας από τους τρεις αστυνομικούς δε σκέφτηκε να τον εμποδίσει. Την άνοιξε ο ψηλός γέροντας και, πριν να βγει, τους πέταξε το στερνό του λόγο:
«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος! Και να μη με ξεχνάτε, παιδιά μου. Να θυμάστε πάντα τον Αϊ-Βασίλη...»

Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά λεπτά της ώρας, ώσπου να συνεφέρουν οι τρεις αστυνομικοί. Πρώτος μίλησε ο αξιωματικός υπηρεσίας.
«Μυστήρια πράγματα!» έκαμε μονολογώντας.
Και, γυρνώντας προς τους άλλους δυο:
«Τι κάθεστε και με κοιτάτε σαν χαζοί;» τους φώναξε. ((Τρεχάτε να δείτε καταπού πήγε αυτός ο άνθρωπος».
«Και να τον ξαναφέρουμε εδώ όταν τον βρούμε;»
«Μα και βέβαια... ή, μάλλον, όχι. Μόνο να δείτε καταπού τράβηξε».
Παράδερνε ακόμα ανάμεσα στην αμφιβολία και την πίστη ο καημένος... Κι όταν οι δυο αστυφύλακες έφυγαν τρέχοντας απ’ το γραφείο του, κάρφωσε για ώρα πολλή τα μάτια του στην άδεια καρέκλα δίπλα του. Η μαγεία που πλημμύριζε ως πριν λίγο το γραφείο του έμοιαζε να έχει τώρα διαλυθεί. Κι όμως απόμειναν ακόμα αρκετά μόριά της σκόρπια εδώ κι εκεί. Ο ώριμος εκείνος άντρας σαν να είχε ξαναγίνει άξαφνα παιδί. Το παιδί που είχε ζήσει τα πρώτα του χρόνια με το όραμα του Αϊ-Βασίλη, μα που ποτέ του δεν είχε αξιωθεί να γνωρίσει. Είχε περάσει στην ώριμη ηλικία με τόσο τραυματισμένη την όμορφη παιδική ευαισθησία του. Κι η καρδιά του χτυπούσε τώρα τόσο παράξενα - μα τόσο παράξενα...
'Οταν σε λίγο γύρισε ο αστυφύλακας του δικού του τμήματος, τον βρήκε να κάθεται στο γραφείο του κρατώντας το κεφάλι του και με τα δυο του τα χέρια.
«Πουθενά Αϊ-Βασίλης!» βιάστηκε να του πει, λαχανιασμένος ακόμη απ’ την τρεχάλα, ο υφιστάμενός του. «Λες κι έγινε καπνός και χάθηκε. Τον κατάπιε η γη ή... πέταξε στον ουρανό! Βρήκα στην πλατεία έναν άλλον, ψεύτικο αυτόν, Αι -Βασίλη, με κόκκινη ρόμπα κι άσπρα γένια. Μια ρόμπα γεμάτη λίγδα και κάτι γένια κιτρινισμένα. Του γύρεψα ταυτότητα και μου την έδειξε. Για να πειστώ, του τράβηξα και τα γένια, μα λίγο έλειψε να μου μείνουνε στα χέρια. Τον ρώτησα κιόλας μήπως είχε ιδεί πουθενά κανόναν άλλον Αϊ-Βασίλη. Και μου είπε πως τον είχε ιδεί... Πέρασε, λέει, σα σίφουνας από μπροστά του. Και πριν καλά καλά να τον ιδεί, χάθηκε, εξαφανίστηκε, λέει. Μυστήρια πράγματα, όπως λέτε κι εσείς, κύριε υπαστυνόμε...»

Άλκης Τροπαιάτης (1909 - 1999)

έλληνας συγγραφέας, που ασχολήθηκε κυρίως με την παιδική λογοτεχνία.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ