Είμαι ένας άνθρωπος που πέρασε απ’ τη Γη
κι έτσι τυχαία ρίχτηκε σε τούτον τον πλανήτη.
Αγάπησεν ο δύστυχος, αγάπησε πολύ
κι είχε για ταίρι τον καημό κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Και την Ηρώ, την εμορφιά, σα μια σκιά χιμαιρική,
ποτέ δεν την κυνήγησε, μα πάντα τη ζητούσε.
— Είμαι ένας άνθρωπος, που πέρασε απ’ τη Γη,
που έκλαψε, συμπόνεσε και σύψυχα αγαπούσε.
Πάνω στην άμμο τής ζωής, μέσα σ’ αδρές άλλες γραμμές,
μια ρούγα προσπάθησε κι ο δόλιος να χαράξει.
Μα ζούσε μέσ’ στα όνειρα, στις όλβιες φαντασιές
— μην είναι αυτή της φάρσας μου η τελευταία πράξη; —
Και τώρα που σα χείμαρρος ορμούν οι αναμνήσεις
λέει: «Φύγετε να μη δω τ’ άκαρδο τι απομένει»
και περιμένει μοναχός ανατολές και δύσεις
και γράφει, συλλογίζεται και μάταια συμπεραίνει.
Κι έτσι η ζωή του, μια γραμμή στην άμμο, σ’ άκρογιάλι
θα μένει ένα πρόβλημα που δεν ευρήκε λύση.
Ωσπου κι αυτή ένα ανάλαφρο περνώντας μαϊστράλι
τη μια γραμμή που χάραξε, θα την απαλοσβήσει.