Δούκισσες, κομήτες, τροτέζες, κυρίες,
βλάχες, με γιορντάνια αστραφτερά,
σουλτάνοι, απάχηδες, αλάνια, μαρκησίες,
μαυρομασκάτες γόησσες, γέλια, βοή, χαρά.
Κι ως χόρευες περίστροφα με μια μπαλαρίνα
τα κουδουνάκια χτύπαγαν, κρέμονταν τα φλουριά,
κι ως έγερνε στον ώμο σου χνουδάτη η πελερίνα
οι σερπαντίνες παίρνανε του ανέμου την τροχιά.
Χιονάτα πέφταν γύρω σου πολλά τά κομφετί,
αδειάξοντας αχόρταγα το λάγνο κοκκινέλι.
— Πιες το γλυκόπιοτο, στη γειά μου, το κρασί
ο παλιοκόσμος, ε! καλή, αυτός τώρα σε μέλλει;
Φτωχέ Πιερότε!
Οι μαυρόμασκες, τα κρινολίνα, τά γιορντάνια,
ωσάν τ’ αλαφροπούπουλα πετάξαν στο νοτιά·
και σαν πλωριάτικα σου μείναν πυροφάνια
τα λίγα, χρυσοκίτρινα, ολόλαμπρα φλουριά.
Θυμάσαι τότε,
που μέσ’ στις μάσκες, μεσ’ στις σερπαντίνες
χόρευες περίστροφα, τρελά.
Φτωχέ Πιερότε,
φύγαν όλα κι έμειναν οι κουρτίνες
για να σκεπάζουνε τα παραθύρια
απ’ την φεγγοβολιά.