Καθάρια κι ασυγνέφιαστη δεν θέλω εγω τη δύση
κι ούτε τον ήλιο γελαστό, περνώντας να κρυφτεί·
γιατί σαν γείρει, ολόχαρος, κι απότομα σαν σβήσει,
τίποτε δεν θάχει αφήσει που να τον θυμηθεί.
Μα εκεί που ήρεμα θα γέρνει, πληγωμένα,
θέλω και λίγα σύγνεφα λαφριά, μπαμπακωτά·
κι απ’ τις στερνές αναλαμπές, ανάρια ματωμένα,
να κλαιν, να κλαιν ολοένα στο γέρμα σιγανά.
Κι έτσι να σβήσω απ’ τη ζωή με λίγες αναμνήσεις.
Γαλήνια, όπως το πόθησα, αθόρυβα κι απλά·
και τα μαβιά τα σύγνεφα στην κορυφή της δύσης
να σκορπιστούν στο φύσημα κάποιου τρελού βοριά...