Πίνοντας ούζο «Σαν Ριβάλ»
ξαναθυμήθηκα
αρχαία, χωράφια,
φράσεις μισοτελειωμένες
από ελιές και παστουρμά,
με λίγο τυρί απ’ την Κύθνο.
Τη μυρωδιά μες στο ισόγειο
και το κλειδί του καμπινέ
στα χέρια πάντα του ιδιοκτήτη.
Το Στράτο, τον Προκοπή, τον Κωστή,
το Βάγια απ’ την Κοζάνη
που ήθελε στην πρωτεύουσα
να γίνει σκηνοθέτης.
Τους φίλους μου που δεν μπορούν να πιουν,
κι άλλους που πίνουν τώρα δίχως εμένα.
Και τα θυμήθηκα όλα αυτά
σαν ένα ποίημα του Καβάφη σε μετάφραση,
όταν σου λείπει το πρωτότυπο,
όταν, μη μπορώντας άλλο ν’ αντέξεις,
την αψάδα της μνήμης,
βάζεις πολύ νερό, βάζεις και πάγο,
και πίνεις πια ένα υγρό
άσπρο, νοσταλγικό και πράο.