2
Εγώ ξέρω τί σκεφτόσουν
τα βράδια εκείνα στην πλατεία Κάνιγγος,
δίπλα στο «μικρό Χόλλυγουντ»,
όταν κερνούσαμε μαζί ουίσκι
και καταπραϋντικά
τους νυχτερινούς πελάτες.
Ο κουλουρτζής με τα κουλούρια του.
Κ’ ήταν η νύχτα πιο ομαλή
χωρίς τις δηλητηριάσεις.
Πίσω απ’ τον πάγκο σου, Γιώργο,
ήξερες να περιμένεις την ανατολή,
μέσα από τα γκρίζα κτίρια της πλατείας.
Τα πρωινά λεωφορεία στην αφετηρία τους,
το σαλέπι και τα πρώτα φύλλα
των εφημερίδων... «Τα τάνκς
μες στην πόλη της Αθήνας».
Κ’ ήταν η φωνή σου,
ζεστή ακόμα στο φαρμακείο σου,
με τα υδρόφιλα μπαμπάκια
και τα μαξιτόν.
Πρόβαλες πάλι πρώτος,
Γιώργο, παιδί της Μακεδονίας,
μες στη λευκή σου ποδιά,
προσφέροντας φάρμακα
για την ευλογιά,
τα εκζέματα,
τις δηλητηριάσεις,
τις διαταραχές,
τις πληγές
από μια δικτατορία.