Το Πηγάδι

Δεν ήταν ακριβώς ένα πηγάδι. Καλύτερα θα ήταν αν λέγαμε μια δεξαμενή. Αλλά και πάλι αυτό δεν είναι σωστό γιατί ούτε με δεξαμενή ακριβώς έμοιαζε. Τότε τι ήταν; Για τι πρόκειται τελοσπάντων; Ακριβώς δεν είχε ούτε όψη πηγαδιού ούτε όψη δεξαμενής. Ήταν ένας τύπος ενδιάμεσος που είχε χαρακτηριστικά και του ενός και του άλλου, δηλαδή κάτι το ερμαφρόδιτο. Μα έτσι ανόμοιο, μοναδικό και περίεργο όπως ήταν, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον ολωνών και αν και κανείς δεν προχωρούσε στο δύσκολο έργο να το μελετήσει με προσοχή, όλοι συνεχώς ασχολούνταν μ’ αυτό και στις διαμάχες τους, μια που καμιά επιστημονική ορολογία δεν του ταίριαζε, το αποκαλούσαν για ευκολία το «τέρας». Ήταν όμως στην πραγματικότητα ένα «τέρας» όπως το έλεγαν ή ο φόβος τους να το εξιχνιάσουν καλύτερα κατεβαίνοντας στο βυθό του τους έκανε να τ’ ονομάζουν έτσι; Δεν μπορώ να ξέρω. Και όπως η γνώμη μου σ’ αυτό το τεχνικό ζήτημα θα ήταν, νομίζω, η λιγότερο ειδική, θα αρκεσθώ να σας το περιγράψω όπως έτυχε να το δω μια φορά που πήγα κι εγώ στο κτήμα των Ω.: το στόμιό του πρώτα πρώτα ήταν μεγάλο σαν μια κάμαρα. Τα μαρμάρινα τοιχώματά του κάνοντας με την ασπράδα τους μιαν όμορφη αντίθεση πλάι στο μαύρο υγρό που ανακουνιόταν στο βάθος είχαν περίπου ύψος δέκα μέτρα. Στον κενό αυτό χώρο διασταυρώνονταν διάφοροι σωλήνες που βγαίνοντας από το πηγάδι έχωναν τη μουσούδα τους μέσα στο χώμα κι εξαφανίζονταν για να βγουν λίγες δεκάδες πόδια παρακάτω, σαν τις λούλες της θάλασσας· μια σιδερένια σκάλα που έπιανε απ’ το μηχανοστάσιο ίσαμε μια ξύλινη γέφυρα, δύο μέτρα πάνω απ’ το νερό, που τα σανίδια της είχαν σαπίσει από την υγρασία και μέσα σ' αυτό το μπέρδεμα των σιδερικών που έμοιαζε μ’ ένα προσχέδιο λαβυρίνθου υψωνόταν κάθετα ένας μακρύς σωλήνας που εκκολάπτονταν σ' ένα χουνί, όμοιο με καπνοδόχο εργοστασίου. Τώρα όλα αυτά τα εξαρτήματα είχαν άμεση σχέση με τη μηχανή του μηχανοστασίου που χρησίμευε να βγάζει νερό και να ποτίζει όλο το κτήμα μέσα από αυτό το πολύπλοκο σύστημα των σωλήνων που συνδεόταν με την κεντρική εστία με μια δέσμη λουριά μπαλωμένα που ωστόσο εκτελούσαν το χρέος τους, περασμένα πάνω σε σκουριασμένες ρόδες, γογγύζοντας και τρίζοντας διαρκώς. Αυτό κοντολογίς ήταν το πηγάδι που έμοιαζε με δεξαμενή ή, πράγμα που διαφέρει ελάχιστα, η δεξαμενή που έμοιαζε με πηγάδι.

Οι Ω. ήταν μια ευκατάστατη οικογένεια που κατοικούσε σε μια πόλη της Θράκης και κάθε καλοκαίρι ερχόταν να παραθερίσει στο παραθαλάσσιο κτήμα τους, στη Θάσο. Το κτήμα αυτό ήταν αρκετά μεγάλο και το μισό περίπου καλύπτονταν από πευκοδάσος ενώ το υπόλοιπο είχε λογής φρουτόδεντρα, ένα αμπέλι και ένα λαχανόκηπο. Στη διαχωριστική γραμμή ήταν χτισμένο ένα μικρό σπιτάκι με κόκκινα κεραμίδια και κάτι μεγάλα, έκπληκτα παράθυρα που προφυλάγονταν από μακριές, βλεφαριδωτές τέντες. Μέσα στο δάσος υπήρχε μια καλύβα για τα σύνεργα της δουλειάς κι όπου το καλοκαίρι, όταν έρχονταν τ' αφεντικά, ο κηπουρός την χρησιμοποιούσε για κατοικία του.
Τον κηπουρό αυτόν κανείς δεν τον έβλεπε. Όλη την μέρα έμενε κλεισμένος μέσα στο μηχανοστάσιο και μόνο όταν νύχτωνε έβγαινε για να γυρίσει στην καλύβα του. Με κανένα δεν μιλούσε. Ήταν χωρίς άλλο παράξενος άνθρωπος. Το δεξί μάτι του, από μιαν άτυχη εγχείρηση που έκανε στα νιάτα του, έμενε σκαμμένο και γυάλιζε περίεργα σα να ήταν συνεχώς υγρό από κάποιο δάκρυ. Οι γλώσσες της γειτονικής «σκάλας» έλεγαν ότι από τότε που η δύστυχη γυναίκα του πνίγηκε μες στο πηγάδι, σάλεψαν τα λογικά του. Μα τάχα ποιος μπορούσε να ξέρει με σιγουριά τι γινόταν μες στον αλλόκοτο αυτόν άνθρωπο; Και μόνο τ’ ότι τον έβλεπαν μονάχα κάθε Κυριακή στην εκκλησία δεν ήταν λόγος αρκετός για να πέφτουν έξω στις κρίσεις τους;
Μια μέρα ο Θάνος, ο μεγαλύτερος γιος των Ω., αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο πήγε να δει τι έκανε ο κηπουρός μέσα στον κρυψώνα του. Όμως τα σάστισε περισσότερο με τη σκηνή που είδε. Πρώτα-πρώτα, πρέπει να σας πω, ότι το μηχανοστάσιο είναι ένα στενό και χαμηλοτάβανο σπιτάκι με τη μηχανή στο κέντρο του που την σκεπάζουνε κουρέλια, με γωνιές στρογγυλεμένες από τις αράχνες, και με μια ισχυρή μυρωδιά πετρέλαιου που κάνει την ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Εδώ λοιπόν που κάθε άλλος φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να μείνει ούτε πέντε λεπτά της ώρας γιατί θα έσκαζε, ο Θάνος είδε τον κηπουρό να κάθεται οκλαδόν, σε μια στάση όλο μακαριότητα και να κοιτά από μια οπή το πηγάδι, ενώ στο πρόσωπό του, ποιος ξέρει από τι ονειροπολήματα, ήταν διάχυτη η χαρά μιας μεταφυσικής ευτυχίας. Δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε καθόλου με την παρουσία του Θάνου, πράγμα που έκανε τον τελευταίο έξω φρενών και χωρίς δεύτερο λόγο έτρεξε αμέσως στον πατέρα του για να του πει ότι ήταν καιρός πια να διώξουν τον τρελό κηπουρό από το κτήμα τους. Ο κύριος Ω. τότε χρειάστηκε να μεταχειριστεί όλη την πείρα του για να πείσει τον έξαλλο γιο του πως κάτι τέτοιο για την ώρα τουλάχιστον αποκλειόταν, μια που το κτήμα δεν μπορούσε να μείνει απότιστο ούτε μια μέρα κι ο μόνος που γνώριζε τα τερτίπια της σαραβαλιασμένης μηχανής ήταν -αλίμονο!- ο κηπουρός.

Η Μαλάμω είναι η υπηρεσία στο σπίτι των Ω. Τίμια, υπάκουη, δουλευταρού κοπέλλα. Σήμερα είναι το πρώτο απόγευμα που βρίσκεται στο κτήμα τους κι η χαρά της δεν περιγράφεται γιατί η εξοχή της θυμίζει λιγάκι το αγαπημένο χωριό της. Αν και εκείνο βρίσκεται πάνω στα βουνά κι εδώ ακούγεται το τραγούδι των κυμάτων, αυτό δεν μειώνει σε τίποτα το κέφι της. Τρέχει, τραγουδά, μαζεύει τσαλιά απ’ το δάσος, σκαρφαλώνει πάνω στα δέντρα - ίδιο αγρίμι που του ξαναδώσαν την ελευθερία του. Όμως η ευτυχία της φάνηκε πως αποκορυφώθηκε όταν η κυρία της της είπε να πάει και να φέρει νερό απ’ το πηγάδι. Η Μαλάμω άρπαξε αμέσως τον αμεταχείριστο κουβά, έρριξε το σκοινί στην πλάτη -φυσικά σκέφτηκε: «γιατί να είναι τόσο μακρύ;», αλλά δεν στάθηκε πολύ σ’ αυτή τη σκέψη- και ακολούθησε το μονοπάτι αναπολώντας τα πηγάδια του χωριού της όταν η μάνα της την έστελνε να ποτίσει τα ζώα και προσπαθώντας να φανταστεί τι είδους πηγάδι θα ήταν αυτό που θα έβρισκε τώρα. Ποιος όμως ήταν ο τρόμος της όταν ξαφνικά,εκεί που δεν το περίμενε καθόλου, βρέθηκε αντίκρυ στο σκοτεινό εκείνο χάος που το τεράστιο στόμιό του ζητούσε, λες, να την καταπιεί. Πέταξε μεμιάς τον κουβά -η άκρη του σκοινιού του κρεμάστηκε απελπισμένη μέσα στο πηγάδι σαν ένα κλωνάρι ιτιάς- και φλουρί από τον φόβο της κάθησε παράμερα πάνω σε μια πέτρα, γιατί το να στέκεται ορθή της έφερνε τον ίδιο ίλιγγο που δοκίμασε αντικρίζοντας το κενό, κι εκεί αναλύθηκε σε υστερικά κλάματα.

Ο Θάνος την βρήκε, ύστερα από λίγη ώρα, στην ίδια ακριβώς στάση, με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες της, να τραντάζεται από το κλάμα. Την πλησίασε και:
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε.
«Κύριε», του απάντησε η Μαλάμω, «παραλίγο να έπεφτα εκεί-μέσα!» κι έδειξε με το χέρι της χωρίς να τολμά να κοιτάξει προς τη μεριά του πηγαδιού.
«Φυσικά είναι επικίνδυνα», είπε ο Θάνος, «για όποιον δεν προσέχει. Μα πριν από μένα δεν ήρθε κανείς άλλος να σου πει;...»
«Όχι, κύριε, κανένας. Ποιος άλλος μπορεί να βρίσκεται σ’ αυτήν την ερημιά!»
«Στο μηχανοστάσιο», είπε το παλικάρι, «μένει μόνιμα ο κηπουρός που δίνει πρόθυμα εξηγήσεις σε κάθε νεοφερμένο. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ξεναγός του πηγαδιού. Αρχίζει από την ιστορία της κατασκευής του και φτάνει ως τις μέρες μας. Περίεργο που δεν σε αντελήφτηκε. Θα ερχόταν αμέσως να σου μιλήσει. Μ’ ας πάω να δω!» και λέγοντας αυτά άνοιξε την πόρτα του μηχανοστασίου και μπήκε μέσα. Όμως εκεί δεν βρήκε κανένα. ((Περίεργο», σκέφτηκε. «Πού μπορεί να πήγε;» Προτού συνέλθει από την απορία του, άκουσε τη γνώριμη φωνή του κηπουρού που ανάβλυζε από το βάθος:
«Έρχομαι, αφεντικό. Κατέβηκα για να πιάσω τη μικρή αν τυχόν κι έπεφτε μέσα στο πηγάδι».
Η φωνή ολοένα πλησίαζε. Σε λίγο, πατώντας το τελευταίο σκαλοπάτι, πέρασε από την τρύπα ο κηπουρός.
«Τι γύρευες εκεί κάτω;» τον ρώτησε ο Θάνος.
«Να: καθώς είδα απ’ το παράθυρο τη μικρή να έρχεται έτσι ανέμελη και κεφάτη, φοβήθηκα μήπως πέσει μέσα», απάντησε. «Και για να προφτάσω να την γλυτώσω, κατέβηκα από τα πριν. Αλλά ευτυχώς, χάρη στο κουράγιο της, σώθηκε».
«Έρμο κουράγιο!» είπε ο Θάνος. «Έχει κιτρινίσει από την τρομάρα της και με τ’ ασταμάτητα δάκρυά της κινδυνεύει ν’ ανοίξει ένα δεύτερο πηγάδι μπροστά στα πόδια της».
«Είναι ακόμα έξω;»
«Ναι. Κλαίει».
«Τότε πάω να της μιλήσω, να την καθησυχάσω. Γιατί το πηγάδι είναι καλό κι οι άνθρωποι δεν πρέπει να το φοβούνται. Αγαπά να τ’ αλαφραίνουν απ’ το περίσσιο νερό του. Όσο η στάθμη του ανεβαίνει τόσο και το χτυπά περισσότερο το φως, ενώ αυτό που θέλει για να συντηρηθεί το πηγάδι είναι το βαθύ σκοτάδι. Και ξέρετε γιατί μ αγαπάει τόσο εμένα, αφεντικό; Γιατί με τη μηχανή τραβώ συνέχεια το παραπανίσιο νερό του. Πάω...» Κι έκανε να φύγει όταν τον σταμάτησε ο Θάνος:
«Όχι», του είπε. «Αυτή τη φορά, άσε με να της μιλήσω εγώ. Θα τρομάξει βλέποντας εσένα». Και βγήκε, αφήνοντας τον κηπουρό μέσα στο μηχανοστάσιο, με την απόφαση να διαλύσει τους φόβους της μικρής, μια που κινδύνευε να γίνει ο ίδιος νεροκουβαλητής, αν δεν πετύχαινε στο σκοπό του.
«Δεν έπρεπε να τρομάξεις τόσο πολύ», της είπε.
«Μα πώς να μην τρομάξω, κύριε, μπροστά σ’ αυτό το μπουντρούμι;)) είπε η Μαλάμω.
«Μπουντρούμι; όχι δα! Τα παραλές, μου φαίνεται, Μαλάμω. Φτάνει να βγάλεις ένα κουβά νερό για να δεις πως δεν είναι τίποτα σπουδαίο».
«Να βγάλω νερό από εκεί-μέσα;» στρίγγλισε χωρίς να τολμά ακόμα να γυρίσει να δει. «Αυτό που μου ζητάτε, κύριε, είναι αδύνατο. Ποτέ, ποτέ σε όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να το κάνω!»
«Άσκημα μπλέξαμε», σκέφτηκε ο Θάνος. Και φωναχτά: «Αν τρόμαξες τόσο πολύ με το πηγάδι μας», της είπε, «είναι γιατί φανταζόσουν πως θα βρεις ένα πηγάδι σαν εκείνα που έχει το χωριό σου. Μικρό, στενό, άβαθο, με λίγες ληόβεργες στο πλάι. Αν σου λέγαμε πως θα ’βρισκες μια δεξαμενή, τότε, είμαι σίγουρος, πως, βλέποντας αυτό το περιποιημένο πηγαδάκι, δεν θα τρόμαζες καθόλου».
«Πηγαδάκι;» επανέλαβε η Μαλάμω. «Βλέπω πως προσπαθείτε να μου το παραστήσετε σαν κάτι το εντελώς ακίνδυνο».
«Μα φυσικά είναι ακίνδυνο», είπε ο Θάνος, «όταν ξέρεις να το πλησιάσεις. Κι ύστερα σκέψου τι μεγάλη χρησιμότητα έχει για όλο το κτήμα αφού, χωρίς αυτό, τα δέντρα θα ξηραίνονταν στις αναβροχιές και δεν θα είχαμε καθόλου φρούτα. Πες μου, εσύ θα ήθελες να γίνονταν κάτι τέτοιο;»
«'Οχι, δεν θα ήθελα», είπε η Μαλάμω. «Γιατί αγαπώ πολύ τα φρούτα».
«Ένας λόγος λοιπόν περισσότερο για ν' αγαπήσεις και το πηγάδι...»
Πίσω απ’ τ' ανοιχτό παράθυρο του μηχανοστάσιου ακούστηκε η φωνή του κηπουρού:
«Παρακολουθώ όλα όσα λέτε, αφεντικό, στη μικρή για το πηγάδι. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να το ξέρει καλύτερα από μένα που περνώ τη ζωή μου ολόκληρη μελετώντας τα μυστικά του. Αλλά όπως και να είναι η ψυχή μου ευφραίνεται να σας ακούει να μιλάτε με καλά λόγια γι ’ αυτό».
Το παράθυρο έκλεισε και ξανάγινε ησυχία. Ο Θάνος ήταν έτοιμος να προχωρήσει όταν πάλι τον διέκοψε η φωνή της μητέρας του που στέκονταν πάνω στο ύψωμα με τις καϊσιές:
«Θάνο, παιδί μου, τι πάθατε τόσην ώρα; Άρχισα ν’ ανησυχώ. Μήπως η μικρή έπαθε τίποτα; Μήπως έπεσε μέσα στο πηγάδι;»
«Όχι μαμά», απάντησε ο Θάνος. «Όλα παν καλά κι η Μαλάμω είναι εδώ πέρα. Μην ανησυχείς. Της εξηγώ μερικά πράγματα σχετικά με το πώς θα βγάζει νερό. Θα έρθουμε σε λιγάκι, προτού νυχτώσει».
«Καλά, παιδί μου. Σας έχω εμπιστοσύνη. Μόνο μην ξεχάσεις να της πεις και για τη στοά που υπάρχει μέσα στο πηγάδι». Και λέγοντας αυτά η κυρία Ω. χάθηκε πίσω από το ύψωμα.
«Ποια είναι αυτή η στοά;» ρώτησε ανήσυχη η Μαλάμω.
«Μα δεν είναι τίποτα», είπε ο Θάνος μπερδεμένος. «Είναι ένα απλό κοίλωμα, φτιαγμένο επίτηδες, που χρησιμεύει για να αποθηκεύει το νερό, που αναβλύζει από τα κάτω στρώματα».
«Ωστόσο δεν φανταζόμουν πως είναι τόσο πολύπλοκο το σύστημα του πηγαδιού», είπε η Μαλάμω.
«Όχι, όχι, όχι, όχι», ακούστηκε μέσα από το μηχανοστάσιο η ερεθισμένη φωνή του κηπουρού. «Κάνατε, αφεντικό, ένα μεγάλο λάθος. Είπατε ότι το πηγάδι τροφοδοτείται με νερό από τα στρώματα που βρίσκονται κάτωθέ του. Αυτή η θεωρία, επιτρέψετέ μου να σας πω, ότι είναι από καιρό πια ξεπερασμένη. Πολλοί την υποστήριζαν γιατί δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την ελαφριά υφάλμυρη γεύση του. Λέγαν ότι το νερό, επειδή το πηγάδι είναι κοντά στη θάλασσα, γλυφίζει λίγο γιατί προέρχεται από στρώματα που τ’ αγγίζει το αλάτι. Κανείς πια δεν πιστεύει σε κάτι τέτοιο. Σήμερα η επιστήμη δέχεται, και χωρίς να θέλω καθόλου να περηφανευτώ αυτό πάνω στις δικές μου παρατηρήσεις το στήριξε, ότι το νερό κατεβαίνει από μια φλέβα του βουνού κι η στοά αυτή που εσείς νομίζετε γι’ αποθήκη δεν είναι παρά η χοάνη της υπόγειας φλέβας. Πραγματικά μια μέρα -και τι τρανότερη απόδειξη θέλετε γι’ αυτό που λέω-, εκεί που καθόμουν και παρατηρούσα τι επίδραση είχαν οι αλλαγές του καιρού πάνω στην ψυχική κατάσταση του πηγαδιού, είδα να βγαίνει απ’ αυτή την τρύπα ένα μεγάλο φίδι, μακρύ ως τρία μέτρα. Α, ήταν όμορφο! Πράσινο και κίτρινο μαζί και κολυμπούσε γι’ αρκετή ώρα με μεγάλη χάρη. Σε λίγο το είδα να ξαναχώνεται μέσα στην τρύπα και να μην ξαναβγαίνει. Από κει οδηγήθηκα λοιπόν να πιστεύω ότι η στοά αυτή συγκοινωνεί με άλλες κι ότι το νερό, παρόλη τη γλυφή γεύση του, κατεβαίνει από το βουνό...»
Η Μαλάμω είχε αρχίσει πάλι να τρέμει. Η ιστορία του μεγάλου φιδιού φαίνεται ότι την κατατρόμαξε κι ο Θάνος είδε αγαναχτισμένος όλο το προηγούμενο έργο του να γίνεται καπνός.
«Τον βλάκα!» σκέφτηκε. Και φωναχτά είπε στην υπηρεσία:
«Μην τον ακούς. Δεν ξέρει πια τι λέει. Είναι τρελός, ναι, τρελός...»
Η Μαλάμω έκλαιγε με λυγμούς.
«'Οχι, αφεντικό», ακούστηκε πάλι η φωνή του κηπουρού, αυτή τη φορά λυπημένη. «Με προσβέλνετε όταν με λέτε τρελό. Κι όπως έχω γίνει ένα με το πηγάδι, η προσβολή πηγαίνει και σ’ αυτό. Κι όμως πόσο άδικο έχετε! Ρίξτε μόνο μια ματιά στο πηγάδι για να δείτε πόσο είναι τετράγωνο και λογικό και πόσο ο εγκέφαλός του με τους σωλήνες, τη σκάλα, τη γέφυρα, και τη μηχανή εργάζεται κανονικά όταν θέλει!»
«Αν το μάθημά μας δεν ήταν τόσο στενά δεμένο με την τοποθεσία, θα σ’ έπαιρνα να πηγαίναμε κάπου αλλού μια που αυτός ο υπερευαίσθητος κηπουρός δεν μας αφήνει λεπτό ησυχία», είπε ο Θάνος στη μικρή. ((Ο ήλιος δεν απέχει πολύ από τη δύση του κι εμείς ακόμα δεν έχουμε αρχίσει».
Πήρε μιαν ανάσα και συνέχισε:
«Θα ξεκινήσουμε από την πιο απίθανη υπόθεση, δηλαδή ότι σε μια στιγμή καθώς κατεβαίνεις απρόσεχτα, πέφτεις μέσα στο πηγάδι. Θα σου εξηγήσω παρακάτω πώς θα τ’ αποφύγεις αυτό, αλλά ας πούμε ότι η τύχη σου στράβωσε και πάει έγινε. Λοιπόν τι θα κάνεις τώρα; Πώς θ’ αντιδράσεις; Φυσικά πρώτα πρώτα θα βάλεις τις φωνές. Ο σωλήνας αυτός με το χουνί που υψώνεται στο κέντρο εξασφαλίζει το άκουσμα της φωνής σου ως τα πέρατα της “σκάλας”. Αμέσως θα τρέξουν άνθρωποι, ψαράδες, με απόχες, αγκίστρια, και καμάκια για να σε σώσουν. Όμως, ώσπου να έρθουν, για να μην παγώσεις μες στο νερό, εσύ με τις ίδιες κινήσεις που σκαρφαλώνεις σε μια βάρκα, θ’ ανέβεις πάνω στην ξύλινη γέφυρα».
«Μα, κύριε, δεν ξέρω μπάνιο!» είπε η Μαλάμω.
«Δεν χρειάζεται να ξέρεις. Θα επιπλέεις μονάχη σου», την διαβεβαίωσε ο Θάνος.
«Μα αν πέφτοντας χτυπήσω το κεφάλι μου σε κανέναν από τους σωλήνες και τσακιστώ; Ή χάσω τις αισθήσεις μου και δεν προφτάσω να φωνάξω βοήθεια;»
«Πολύ σωστά σκέφτεσαι όλες τις πιθανές εκδοχές ενός πράγματος απίθανου», είπε ο Θάνος. «Αλλά επειδή δεν γνωρίζεις το εσωτερικό του πηγαδιού, γι’ αυτό το φοβάσαι. Πρέπει να ξέρεις, Μαλάμω, ότι το πηγάδι είναι ευρύχωρο πολύ κι οι σωλήνες του δεν πιάνουν παρά έναν ελάχιστο χώρο. Όλο το υπόλοιπο είναι κενό, κενό μέσα στο κενό, κενό πάνω στο κενό. Με βάση τη ρήση του Πασκάλ ότι “το άδειο γεμίζει μονάχα με το άδειο”, χτίστηκε αυτό το πηγάδι. 'Ετσι ούτε να χτυπήσεις υπάρχει φόβος ούτε να χάσεις τις αισθήσεις σου».
«Μα αν πέφτοντας», εξακολούθησε ν’ αμφιβάλλει η υπηρέτρια, «σπάσω το κεφάλι μου σε κανένα πέτρινο εξόγκωμα των τοιχωμάτων;»
«Πάλι τα ίδια», είπε ο Θάνος. «Το πηγάδι από μέσα, κοπέλλα μου, είναι μαρμαρόχτιστο, λείο, άσπρο και λιγάκι χνουδωτό. Το να γλιστράς επάνω του θα σου προκαλεί μάλλον απόλαυση, σαν να κάνεις γλίστρες πάνω σε μάρμαρα».
«Αλλά έτσι που μου το περιγράφετε, κύριε», φώναξε η Μαλάμω με χαρά, ((το πηγάδι αυτό θα μοιάζει με μια μπομπονιέρα!»
«Ακριβώς», απάντησε ο Θάνος και είπε μέσα του: «Καιρός να προχωρήσουμε παραπέρα». Σκέφτηκε αυτά που ήθελε να της πει και προσέχοντας μήπως πέσει σε καμιά ανακρίβεια που θα προκαλούσε την ανεπιθύμητη επέμβαση του κηπουρού, άρχισε:
«Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο χώρος του πηγαδιού εξασκεί στα τριγύρω κάποια έλξη. Το κενό ρουφά έντομα, φύλλα, ακόμα και πουλάκια. Μπορεί όμως η ελκτική αυτή δύναμή του να παρασύρει κι έναν άνθρωπο; Φυσικά όχι. Αλλά επειδή το έδαφος από το ύψωμα έχει κλίση κατηφορική, είναι ενδεχόμενο, αν περπατάς απρόσεχτα, χωρίς όλο το πέλμα σου ν’ ακουμπά στο χώμα, και μάλιστα αν τρέχεις, να οδηγηθείς στο μοιραίο. Τα πράγματα όμως χτίστηκαν ολόγυρα έτσι που να σε κρατούν ασφαλισμένη. Πρώτα πρώτα υπάρχουν, όπως βλέπεις, αυτές οι τρεις φαρδειές πεζούλες που για να πας στο πηγάδι πρέπει οπωσδήποτε να περάσεις απ’ αυτές. Ειδικά στην πρώτη, όταν έρχεσαι με φόρα από πάνω, μπορείς να φρενάρεις και να ξαναβρείς πάνω στην επίπεδη πλατωσιά της κάτι από τη χαμένη ισορροπία σου. Αν δεν προφτάσεις να σταματήσεις σ’ αυτή, είναι πολύ αμφίβολο, για να μην πω ακατόρθωτο, ότι θα το πετύχεις στις άλλες δυο, μια που ένας ποταμός πέφτοντας από ένα μικρό ψήλωμα γίνεται καταρράχτης. Όμως όπως ο κίνδυνος δεν υπάρχει μόνο όταν πηγαίνεις προς το πηγάδι, αλλά και όταν έρχεσαι από αυτό, για να σωθείς -κι αυτήν τη φορά ο κίνδυνος θα είναι μεγαλύτερος μια που τη ροπή του κορμιού σου προς τα πίσω θα την επιτύχει το βάρος του γεμάτου κουβά- θα πρέπει ν’ ανεβείς πάνω στην τρίτη πεζούλα. Τι χρειάζεται όμως, σ’ ακούω που με ρωτάς, η μεσιανή; Ωραία και σωστή ερώτηση. Προς Θεού, μη φανταστείς, όπως σας μαθαίνουν στα κατηχητικά, ότι είναι τρεις γιατί συμβολίζουν την Αγία Τριάδα. Κάτι τέτοιο θα ήταν έξω από την καθαρή επιστήμη που σπουδάζουμε. Λοιπόν, Μαλάμω, μάθε ότι η πιο χρήσιμη απ’ όλες τις πεζούλες είναι ακριβώς αυτή η δεύτερη, γιατί μόνο όταν πατήσεις το πόδι σου επάνω της, απ’ οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν έρχεσαι, μπορείς να πεις με σιγουριά ότι είσαι ασφαλισμένη. Έτσι συμμετέχοντας για τη σωτηρία της ζωής σου και στις δύο αντίθετες ροπές που μπορεί να έχεις, αποκτάς αυτόματα διπλή αξία. Με αντελήφτηκες;»
«Σας αντελήφτηκα, κύριε», είπε η Μαλάμω. «Σας αντελήφτηκα καλά. Μόνο δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, ύστερα απ’ όλα αυτά που μου λέτε, έχω τη βεβαιότητα ότι ο κανόνας είναι να πέφτει κανείς μες στο πηγάδι κι η εξαίρεση να μην πέφτει. Ενώ κανονικά θα έπρεπε να γίνεται το αντίθετο».
«Σωστά», είπε ο Θάνος. «Κανονικά το αντίθετο γίνεται πάντα. Αλλά όπως οι αστρονόμοι ασχολούνται σ’ όλη τη ζωή τους με την έκλειψη του ήλιου ή του φεγγαριού που γίνεται μόνο κάθε πενήντα χρόνια, έτσι κι εμείς δεν είναι άσκοπο, νομίζω, να μελετούμε μια περίπτωση, έστω και αν είναι πολύ σπάνια».
«Μπράβο!» ακούστηκε μέσα από το μηχανοστάσιο η τρεμουλιάρα φωνή του κηπουρού. «Με πόση σοφία εξηγήσατε στο κορίτσι, αφεντικό, όλους τους κινδύνους που την παραμονεύουν εδώ πέρα. Αλλά δεν της είπατε πως αν πέσει μέσα, ο μόνος που θα μπορέσει να την γλυτώσει είμαι εγώ. Ναι, εγώ».
«Εσείς;» ρώτησε δειλά η Μαλάμω.
«Και βέβαια, κορίτσι μου. Έχω μάθει πια τα μυστικά του. Τόσες κατσίκες, τόσα πρόβατα, τόσες κότες που πέσαν κατά καιρούς μες στο πηγάδι, όλα αυτά τα ζωντανά εγώ τα έσωσα. Ακόμα και το τραγούδι που λέει ότι:

Μες στην πηγαδάρα
έπεσε η γαϊδάρα,

για μένα το ’βγαλαν. Ήταν ένας γάιδαρος που ξεγελάστηκε απ’ τον αντικατοπτρισμό του νερού πάνω στα μάρμαρα κι έσκυψε να πιει φορτσάτος και μπλουμ! πάρ’ τον μέσα. Ίδρωσα για να τον βγάλω, γάνιασα ώσπου να τον δέσω και να τον τραβήξω επάνω, αλλά στο τέλος το πέτυχα. Από τότε κάθε πρωί που περνά έξω απ’ το κτήμα γκαρίζει, σαν για να μου πει ότι δεν ξεχνά το καλό που του έκανα».
Η Μαλάμω έκλαιγε με αναφιλητά, τρομαγμένη όπως φαίνεται από την ιστορία του γαϊδάρου. Ο κηπουρός έκλεισε το παράθυρο και ξανάγινε σιωπή.
«Τον παλαβό», σκέφτηκε ο Θάνος. ((Κάθεται και μου χαλνάει όλη τη δουλειά με τις χαζομάρες του. Τώρα πάλι, απ' την αρχή!» Πλησίασε τη Μαλάμω κι ακούμπησε το χέρι του πάνω στον τρυφερό ώμο της:
«Άκου», της είπε. «Πρέπει να σου πω δυο λόγια για τον κηπουρό, γιατί είναι κι αυτός ένα από τα εμπόδια που χρειάζεται να μάθεις να ξεπερνάς εδώ πέρα. Δεν ήταν έτσι πάντα, ο δύστυχος. Κάποτε ήταν λογικός και φρόνιμος κι έβγαζε ντομάτες που όλο το νησί τις παίνευε. Αλλά από τότε που έχασε τη γυναίκα του, έχασε φαίνεται και τα λογικά του».
«Πώς την έχασε;» ρώτησε η Μαλάμω σκουπίζοντας τα τελευταία της δάκρυα.
«Πνίγηκε μες στο πηγάδι».
«Κι αυτή; Μα όλοι τελοσπάντων κινδυνεύουν απ' αυτό το καταραμένο...» φώναξε σε μια στιγμή αληθινής απελπισίας.
«Όχι», είπε ο Θάνος, «όχι όλοι. Ήρθε βλέπεις κι αυτή να βγάλει νερό κι όπως ήταν άμαθη, το σκοινί του κουβά μπερδεύτηκε στα πόδια της και την τράβηξε μέσα. Ακόμα εκείνη την εποχή, πάνε τρία χρόνια περίπου, δεν υπήρχε ο τηλεβόας αυτός για ν’ ακουστεί η φωνή της. Έτσι την βρήκαν πνιγμένη, με την κοιλιά τούμπανο... Ω, ήταν τρομερό θέαμα! Από εκείνη τη μέρα ο κηπουρός έρχεται κι ώσπου να βραδιάσει μένει μες στο μηχανοστάσιο. Έχει γίνει αυτό η μοναδική απόλαυση της ζωής του κι οι συναισθηματικοί δεσμοί που έχει αναπτύξει με το πηγάδι είναι μεγάλοι. Λένε ότι πιστεύει πως η ψυχή της πεθαμένης γυναίκας του κατοικεί σ’ αυτό, αναλειωμένη μες στο νερό του και γι’ αυτό οτιδήποτε έχει να κάνει με το πηγάδι το παίρνει για προσωπικό του ζήτημα. Μάλιστα ο λόγος που προηγουμένως υποστήριζε με τόσο πάθος ότι το νερό προέρχεται από το βουνό και δεν αναβλύζει από κάτω είναι γιατί η γυναίκα του κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου που βρίσκεται στα ορεινά μέρη του νησιού... Αλλά όλα αυτά είναι άσχετα με το θέμα μας που τώρα μόλις πλησιάζει το κεντρικό του σημείο».
«Ο ήλιος κρύφτηκε σχεδόν», είπε η Μαλάμω, ((και τα πιάτα μένουν ακόμα άπλυτα από το μεσημέρι».
«Μα πώς θέλεις να τα πλύνεις χωρίς νερό;» μίλησε αυστηρά ο Θάνος. ((Και πώς θα έχεις νερό αν πρώτα δε μάθεις να το βγάζεις; Λοιπόν, ας μην καθυστερούμε περισσότερο. Πού σταματήσαμε; Με τον κουβά στο χέρι κατεβαίνεις το πρώτο σκαλί...»
«Φτάσαμε στο τρίτο!» τον διέκοψε η υπηρέτρια.
«Υπέροχα! Κατεβαίνεις λοιπόν το τρίτο σκαλοπάτι. Κανένας φόβος στην ψυχή σου, καμιά τρεμούλα στο χέρι σου. Αυτό που θα προσέξεις τώρα είναι να μην σκοντάψεις πάνω σε κείνο το σίδερο που προεξέχει ελάχιστα από το χώμα κι έχει το χρώμα του. Όχι πως είναι τίποτα εξαιρετικά επικίνδυνο, αλλά ποιος ο λόγος να σκουντουφλήσεις άδικα; Θα μου πεις φυσικά τι χρειάζεται εκεί αυτό το πόδι του Διαβόλου. Τη χρησιμότητά του δεν την υποψιάζεσαι, γιατί δεν ξέρεις ακόμα το κτήμα. Όπως εδώ δεν έχουμε πάγο, χρησιμοποιούμε για φυσικό ψυγείο το πηγάδι και τ’ αντικείμενα που κατεβάζουμε μέσα σ’ αυτό για να κρυώσουν τα δένουμε από αυτόν τον σιδερένιο πάσσαλο. 'Ετσι είναι αναφαίρετο εξάρτημα του πηγαδιού. Όμως προσέχοντας πολύ μην σκοντάψεις πάνω στο σίδερο τρέχεις τον κίνδυνο να μπουρδουκλωθείς με τις ρίζες της συκιάς που ξεμυτίζουν, σαν ράχες δελφινιών, από το χώμα. Τώρα και μ’ αυτές δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γιατί, κόβοντάς τες, εκτός που θα καταστρέψουμε μια από τις καλύτερες αυγοσυκιές μας, μπορεί να δυσαρεστήσουμε και το πηγάδι που, για να πιστέψουμε τον κηπουρό, επανειλημμένα εκφράστηκε ευνοϊκά γι’ αυτή τη συκιά. Έτσι αναγκαστικά θα προσπαθήσεις να τις αποφύγεις. Τώρα όμως υπάρχει ο σοβαρότερος κίνδυνος να σκοντάψεις πάνω σ’ ένα τρίτο εμπόδιο: είναι η γωνία του πηγαδιού που φράζει λιγάκι το δρόμο σου».
«Τα εμπόδια πάλι είναι τρία», αναστέναξε η Μαλάμω. «Αρχίζω να φοβάμαι τον αριθμό τρία αληθινά».
«Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς», της είπε ο Θάνος. «Θα πας μονάχα με πολλή προσοχή. Γιατί ο τρόπος που πηγαίνει κανείς σ’ ένα πράγμα αλλάζει και το ίδιο το πράγμα μερικές φορές».
«Μα υπάρχει τάχα κανένας τρόπος», αναρωτήθηκε η υπηρέτρια, «αφού προσπαθώντας ν’ αποφύγω το σίδερο κινδυνεύω να χτυπήσω πάνω στη ρίζα’ προσπαθώντας ν’ αποφύγω τη ρίζα κινδυνεύω να χτυπήσω στο σίδερο. Και τελικά προσπαθώντας ν’ ανοίξω ένα πέρασμα ανάμεσά τους κινδυνεύω να συντριφτώ πάνω στη γωνία; Τι τρόπος υπάρχει τάχα για να μπορέσω να ξεγλιστρήσω από τα εμπόδια αυτά; Εγώ δεν βλέπω κανένα».
«Όλα κατορθώνονται με κάποιο θάρρος», είπε ο Θάνος. ((Θα σου πω ένα τέχνασμα. Αυτό το τέχνασμα είναι ένα πήδημα που θα χρειαστεί να κάνεις. Μα... γιατί τρόμαξες; Ένα πήδημα είναι κάτι το πολύ απλό...»
«Να πηδήξω πάνω από το πηγάδι!» στρίγγλισε η Μαλάμω με τα μάτια λευκά από τον τρόμο. ((Αυτό που μου ζητάτε, κύριε, είναι... είναι... Εγώ που δεν τολμώ να κοιτάξω μέσα στο πηγάδι γιατί με πιάνει ίλιγγος, εσείς τώρα μου λέτε... Όχι! Όχι! Δεν θα το κάνω ποτέ, δεν θα μπορέσω να το κάνω... Προτιμώ να φύγω από το σπίτι σας όπου δουλεύω πιστά, μάρτυρας μου η κυρία, εδώ και δύο χρόνια' προτιμώ να γυρίσω πίσω στο χωριό μου παρά να πηδήξω πάνω από το κενό».
«Το πήδημα αυτό», είπε ο Θάνος πολύ ήρεμα, «πήρε στη φαντασία σου διαστάσεις. Έκανες σύγχυση, μέσα στον τρόμο σου, του μέσου που οδηγεί στο σκοπό. Σκοπός μας είναι πώς να μην πέσεις μέσα στο πηγάδι και μέσο είναι αυτό το πήδημα. Πώς λοιπόν εγώ, αν κινδύνευες στ’ αλήθεια, θα σου πρότεινα ένα μέσο που θα οδηγούσε σε αντίθετο σκοπό; Πρώτα πρώτα, Μαλάμω, δεν θα πηδήξεις πάνω από ολόκληρο το πηγάδι, αλλά μονάχα πάνω απ’ τη μαρμάρινη γωνία του...»
«Φοβάμαι», μουρμούριζε η υπηρέτρια κουκουλωμένη στον τρόμο της. «Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ...»
«Μα τώρα που έμαθες να ξεπερνάς τόσα άλλα δυσκολότερα εμπόδια», είπε ο Θάνος παρακαλεστικά, «τώρα θα σκοντάψεις πάνω σ’ αυτό εδώ το πήδημα, που στο κάτω κάτω θα είναι τόσο μικρό ώστε πιο σωστό θα ήταν αν το λέγαμε ένα μεγάλο βήμα;»
«Ένα μεγάλο βήμα; Ένα μεγάλο βήμα;» ξανάλεγε σαν χαζή η Μαλάμω, ενώ ο τρόμος είχε αρχίσει να σκορπίζει από πάνω της.
«Μα φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μεγάλο βήμα», έλεγε κι ο Θάνος πανευτυχής.
«Μα τότε», ξεφώνισε η Μαλάμω σε μια έκρηξη χαράς, «(αυτό δεν το φοβάμαι. Ένα βήμα μπορώ να το κάνω όσο μεγάλο κι αν είναι».
Πίσω απ’ το παράθυρο του μηχανοστάσιου ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του κηπουρού:
«Παρακολούθησα όλα όσα είπατε στη μικρή για τη γυναίκα μου με κομμένη την ανάσα, αφεντικό. Ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα της εκεί όπου βρίσκεται. Ξέρω, το πηγάδι αγαπά τους νεκρούς. Είναι ο τάφος τους. Για δείτε τα άσπρα μάρμαρά του, δεν σας θυμίζουν τις ταφόπετρες; Και το μαύρο νερό του δεν σας θυμίζει τη σκοτεινιά της γης; Ναι, το πηγάδι είναι ο θάνατος. Άδικα πασκίζετε να το ξεφύγετε. Κάποτε όλοι σας θα πέσετε μέσα σ’ αυτό. Το πηγάδι αγαπά τους νεκρούς...»
«Απόψε κιόλας», είπε ο Θάνος αποφασιστικά, «θα ξαναζητήσω από τον πατέρα μου να τον διώξει. Τι σημασία έχει αν ξέρει τη μηχανή καλά, όταν ο ίδιος δεν είναι καλά;»
«Τα λόγια του αυτά», είπε η Μαλάμω, «μου θύμισαν κάτι λόγια προφητών που μας διάβαζαν στο κατηχητικό. Λέτε, κύριε ο κηπουρός να είναι ένας προφήτης;»
«Οι προφήτες έχουν πεθάνει», πρόφερε ο Θάνος αποφθεγματικά. «Ο κηπουρός αυτός δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας νεκροθάφτης».
Εκείνη τη στιγμή, πάνω στο ύψωμα με τις καϊσιές, πρόβαλε ανήσυχη η σιλουέτα της κυρίας Ω. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, γ ι’ αυτό και τα λόγια της ήχησαν στ’ αυτιά του Θάνου ταυτόχρονα με το πλατάγισμα των φτερών μιας νυχτερίδας.
«Θανούλη, παιδί μου, μα τ ι πάθατε τόσην ώρα; Αρχίζω πραγματικά
ν’ ανησυχώ».
«Τελειώνω, μαμά», φώναξε ο Θάνος. «Σε λίγο ερχόμαστε».
«Κι η μικρή; Εξακολουθεί να βρίσκεται στη ζωή;»
«Ω, βέβαια! Είναι μια χαρά μάλιστα».
«Θα προτιμούσα το μάθημά σου σ’ αυτήν να ήταν ερωτικό. Όπως και να είναι, κοίταξε να μην της μάθεις περισσότερα απ’ όσα πρέπει να ξέρει μια κοπέλλα στην ηλικία της...)) και λέγοντας αυτά η κυρία Ω. χάθηκε πίσω από το ύψωμα με τις καϊσιές.
Ο Θάνος εξακολούθησε να μιλάει στη Μαλάμω γι' αρκετή ώρα ακόμα. Της είπε τι στάση να παίρνει όταν θέλει να ρίξει τον κουβά, τι να κάνει για να μην πληγώνει με το σκοινί τα δάχτυλά της, πώς, έπειτα, να βουλιάζει τον κουβά και πώς να μην τρομάζει με το πάφλασμα του νερού, και πολλά άλλα που η Μαλάμω τ’ άκουγε με τεντωμένη την προσοχή. Ύστερα θ’ άρχιζε το δύσκολο έργο της ανάδυσης. Τώρα ο κουβάς θα ήταν πολύ βαρύτερος από πρώτα, γι ’ αυτό κι οι κινήσεις της θα έπρεπε να ήταν πιο ρυθμισμένες και πιο κανονικές. Το σκοινί θα το μάζευε όλο σε μιαν άκρη, γιατί λυμένο σκοινί είναι πιο επικίνδυνο κι από φαρμακερό φίδι. Και για να μη χύνεται έξω το νερό, θα προσπαθούσε να το ανεβάζει ομοιόμορφα. Έτσι όλη η θεωρία είχε τελειώσει και δεν έμενε πια παρά να την εφαρμόσουν στην πρακτική.
Άναψαν τη λάμπα θυέλλης για να βλέπουν. Η Μαλάμω κατέβηκε το πρώτο σκαλί. Αλλά τη στιγμή που θα πατούσε στο δεύτερο μπερδεύτηκε με το κορδόνι του παπουτσιού της και κόντεψε να πέσει. Ο Θάνος της έδωσε κουράγιο λέγοντάς της ότι δεν είναι τίποτα. Έτσι η Μαλάμω ισορροπήθηκε άφοβα πάνω στο τρίτο σκαλί. Έπειτα με δύο δρασκελιές έφτασε μπροστά στο σίδερο απ' όπου θα έπρεπε να κάνει το πήδημα, ή το μεγάλο βήμα. Ήταν πολύ εύκολο και διόλου επικίνδυνο. Άλλωστε
τώρα που είχε σκοτεινιάσει, παντού το πηγάδι φαινόταν λιγότερο μαύρο. Έτσι μαζί με τον Θάνο βρέθηκαν στην απέναντι όχθη απ’ όπου τώρα θα έριχνε τον κουβά. Όλα ξαφνικά της φαίνονταν πολύ αστεία και γελούσε με τον προηγούμενο τρόμο της. Ο Θάνος πάλι, στο πλάι της, σαν ένας φύλακας-άγγελος ήταν ολόχαρος με τους καρπούς των κόπων του. Η κατάδυση του κουβά στάθηκε για τη Μαλάμω πραγματικό παιχνίδι, τόσο μάλιστα που τη στιγμή που θα τον αναποδογύριζε δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να σκύψει για να δει.
«Πώς σου φάνηκε;» τη ρώτησε ο Θάνος.
«Μαγικά, κύριε! Ο κουβάς λάμπει σαν το φεγγάρι μες στη μαυρίλα
του νερού».
Και με πολύ λίγο κόπο κατόρθωσε να τον βουλιάξει. Αλλά η ευτυχία της φάνηκε ν’ αποκορυφώνεται όταν άρχισε να τον ανασηκώνει. Της φάνηκε τόσο ελαφρύς, λες και στην άκρη του σκοινιού να μην υπήρχε τίποτα. Κουνούσε τα χέρια της ρυθμικά, όπως την είχε δασκαλέψει ο Θάνος, αλλά στη δύναμη που έβαζε στα μπράτσα της δεν έβρισκε την ανάλογη αντίσταση.
«Μα δεν φανταζόμουν ότι το νερό είναι τόσο ελαφρύ)), είπε.
Όταν ο Θάνος απορημένος με την άνεση που η υπηρέτρια τραβούσε τον κουβά έσκυψε να δει τι συμβαίνει, είδε ότι στην άκρη του σκοινιού δεν υπήρχε τίποτα.
«Ο κουβάς έμεινε μέσα», είπε. «Δεν φέρνεις επάνω τίποτα».
«Μα γιατί;» αναφώνησε η Μαλάμω σπαραξικάρδια. «Μήπως έκανα
τίποτα που δεν έπρεπε; Μήπως φταίω;»
«Όχι, εγώ φταίω. Όπως ο κουβάς ήταν αμεταχείριστος, δεν έπιασε φαίνεται το δέσιμο που έκανα και λύθηκε ο κόμπος».
Η Μαλάμω είχε μαζέψει με μεγάλη πίκρα το υπόλοιπο σκοινί στο χέρι της. Όλη αυτή η περιπέτεια, όλα τα κλάματά της και οι αγωνίες της που κατέληγαν σ’ αυτό το άδοξο τέλος, της φαίνονταν τώρα ολότελα άχρηστες και περιττές. Ήταν ανάγκη να περάσει από μια τέτοια ψυχική δοκιμασία για να φτάσει στο τίποτα;
Εκείνη τη στιγμή -είχε πια νυχτώσει για καλά και μόνο με τη διαφάνεια της αυγουστιάτικης νύχτας μπορούσες να ξεχωρίζεις τα πρόσωπα- βγήκε απ’ το μηχανοστάσιο κι ο κηπουρός διπλοκλειδώνοντάς το.
Ο Θάνος τον σταμάτησε ακριβώς ενώ ήταν έτοιμος να στρίψει και να φύγει.
«Μήπως ξέρεις εσύ που είσαι η Πυθία του πηγαδιού», τον ρώτησε, «γιατί το πηγάδι κατάπιε τον κουβά μας και μας άφησε απόψε χωρίς νερό;»
«Η μακαρίτισσα η γυναίκα μου», απάντησε ο κηπουρός, «αγαπούσε πολύ τις γλάστρες. Και μια τέτοια γλάστρα ελπίζω να γίνει γ ι’ αυτήν ο κουβάς, όπου σε λίγο θα φυτρώσουν λουλούδια».
Ο Θάνος ήθελε να ρωτήσει τι λογής λουλούδια, αλλά ο κηπουρός είπε καληνύχτα στο πηγάδι και τράβηξε σιωπηλός για την καλύβα του στο πευκοδάσος.

Βασίλης Βασιλικός
Βασίλης Βασιλικός (1934 - 2023)

πολυγραφότατος έλληνας λογοτέχνης. («Ζήτα»).

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ