Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι.
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν —
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν.
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι,
καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν.
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν.
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την Άνοιξη, κανείς δεν ξέρει!
Ο ποταμός μου γέμιζε το στόμα
κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς σώμα.
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι,
θέ μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!