Ουρλιαχτό

                                                                                                   Για τον Καρλ Σόλομον

                                                             Ι

Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’
      την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή
      γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση, 
χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο 
      επουράνιο δεσμό με το αστρικό δυναμό στη μηχανή
      της νύχτας,
φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια, που 
      φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό 
      σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας 
      πάνω απο τις κορφές των πόλεων αφοσιωμένοι στη
      τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτω απ’ τον
      εναέριο σιδηρόδρομο καί βλέπανε αγγέλους 
      μουσουλμάνους τρεκλίζοντας φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών
      πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι 
      αχτινοβόλα με παραισθήσεις του Άρκανσω κι
      οράματα δραματικά λουσμένα στο φως του Μπλέηκ 
      ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου, 
που αποβλήθηκαν απ’ τις ακαδημίες γιατ’ ήσαν λέει 
      τρελοί κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της 
      νεκροκεφαλής,
που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα, 
       καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων και
       στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο μες απ’ τον τοίχο,
που πιάστηκαν από τις ηβικές γενειάδες τους 
        γυρίζοντας φτιαγμένοι μέ μαριχουάνα άπό Λαρέντο για 
        Νέα Υόρκη,
που καταπίνανε φωτιά στους τεκέδες ή πίναν νέφτι στο 
        Πάρανταϊς Άλλεϋ, θάνατος, ή τυραννούσαν 
        τα κορμιά τους κάθε νύχτα
με όνειρα, μς ναρκωτικά, μ’ εφιάλτες στον ξύπνο, 
        βακχείες καί οχείες κι ατέλειωτα όργια, 
ασύγκριτα αδιέξοδα φρικιαστικού σύννεφου κι αστραπής 
        στο μυαλό που πηδούσε σε κολώνες του Καναδά και
        του Πάτερσον, καταυγάζοντας τον ασάλευτο κόσμο 
        του Χρόνου,
Πεγιότ συμπάγειες των θαλάμων, χαράματα περιβόλων 
        πράσινων δέντρων κοιμητηρίων, κρασομεθύσια στις
        στέγες, αυτοκινητάδες της πλάκας και της μαστούρας 
        και απέραντες σειρές βιτρίνες και βλεφαρισμοί 
        των φώτων της τροχαίας, ηλιακές και σεληνιακές και
        δενδρικές δονήσεις στα βρυχώμενα χειμωνιάτικα δειλινά 
        του Μπρούκλιν, τενεκεδοπαραληρήματα κι
        ευγενικό βασιλικό φως του νου,
που στρωθήκαν στο μέτρο για την ατέρμονη βόλτα απ’ το
       Μπάττερυ στο άγιο Μπρονξ με μπεζαντρίν ωσότου
       των τροχών και των παιδιών ο θόρυβος τούς έριξε
       τρέμοντας σύγκορμοι με στραβό το στόμα τσακισμένοι 
       ξεστραγγισμένοι από κάθε σκέψη στο θλιβερό φώς του 
       Ζωολογικού Κήπου,
που βουλιάξαν όλη νύχτα στο υποβρύχιο φως του Μπίκφορντ
       και ξενερίσανε και βγάλαν το απόγευμα με 
       ξεθυμασμένη μπύρα στην ερημιά του Φουγκάτσι,
       ακούγοντας τον Ερχομό τής Κρίσης στο τζουκμπόξ του 
       υδρογόνου,
που μιλούσαν ακατάπαυστα εβδομήντα ώρες απ’ το 
       πάρκο στο σπίτι στο μπαρ στο Μπέλβυ στο μουσείο στη
       Γέφυρα του Μπρούκλιν,
ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών που πηδούσαν 
       απ’ τις βεράντες απ’ τις εξόδους πυρκαγιάς απ’
       τα παράθυρα απ’ το Εμπάιερ Στέητ απ’ τη σελήνη,
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας 
      γεγονότα και μνήμες κι ανέκδοτα και πλάκες
      που σπάσανε καί σοκ νοσοκομείων και φυλακών και 
      πολέμων,
ολόκληρες διάνοιες που ξεράστηκαν αναπολώντας με απόλυτη
      ακρίβεια εφτά μέρες και νύχτες με μάτια που
      άστραφταν, κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο 
      πεζοδρόμιο,
που χάθηκαν στο πούπετα Ζεν Νιού Τζέρσεϋ άφήνοντας
      στο πέρασμά τους διφορούμενα κάρτ-ποστάλ του 
      Ατλάντικ Σίτυ Χωλ,
υποφέροντας από ιδρώτες της Ανατολής και οστεόλυση 
      της Ταγγέρης και Κινεζικές ημικρανίες σε περίοδο
      αποτοξικώσεως στο γυμνό και θλιβερό δωμάτιο στο
      Νιούαρκ,
που γυρόφερναν τα μεσάνυχτα στο μηχανοστάσιο των 
      τραίνων κι αναρωτιόνταν πού να πάνε, και πήγαν, 
      χωρίς ν’ αφήσουν κανένα μέ παράπονο,
που ανάβανε τσιγάρα στα βαγόνια βαγόνια βαγόνια που
     κροτάλιζαν τραβώντας μες απ’ το χιόνι για τις 
     ερημικές φάρμες στην παπούδικη νύχτα, 
που μελετούσανε Πλωτίνο Πόου Άγιο Ιωάννη του 
     Σταυρού τηλεπάθεια καί μποπ καμπάλλα γιατί ο
     κόσμος εδονείτο ενστικτωδώς κάτω απ’ τα πόδια τους
     στο Κάνσας,
που τριγυρνούσαν μόνοι στους δρόμους του Αϊντάχο 
     ψάχνοντας για φανταστικούς Ινδιάνους αγγέλους που
     ήσαν φανταστικοί ινδιάνοι άγγελοι, 
που σκύφτηκαν πως απλώς ήσαν τρελοί όταν η
     Βαλτιμόρη άστραψε σε υπερφυσική έκσταση, 
που σάλταραν σέ λιμουζίνες με τον Κινέζο της Οκλαχόμα
     όταν τούς κέντρισε η χειμωνιάτικη του φαναριού 
     του δρόμου μεσονύχτια επαρχιώτικη βροχή,
που σουλατσάρανε πεινασμένοι κι έρημοι στό Χιούστον 
     ψάχνοντας για τζαζ ή σεξ ή πράμα, και πήραν στο 
     κατόπι τον αετονύχη το Σπανιόλο να συζητήσουν για 
     την Αμερική και τήν Αιωνιότητα, ανέλπιδη προσπάθεια, 
     κι έτσι μπαρκάραν για την Αφρική, 
που εξαφανίστηκαν στα ηφαίστεια τού Μεξικού αφήνοντας 
     πίσω τους τίποτ’ άλλο πέρα από τη σκιά των 
     μπλου-τζηνς καίι τη λάβα και τη στάχτη της ποίησης 
     σκορπισμένη στο τζάκι Σικάγο,
που ξαναφάνηκαν στη Δυτική Ακτή ερευνώντας το 
      F.B.I. με γενειάδες και σορτς μέ μεγάλα πασιφιστικά 
      μάτια σέξυ καί λιοκαμένοι μοιράζοντας ακατανόητα 
      φυλλάδια,
που έκαναν τρύπες από τσιγάρο στα μπράτσα τους 
     διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική καταχνιά του
      ταμπάκου του Καπιταλισμού,
που μοιράσανε Υπερκομμουνιστικά φυλλάδια στη Γιούνιον 
      Σκουαίαρ κλαίγοντας καί βγάζοντας τά ρούχα τους 
      ενώ οι σειρήνες του Λος Αλάμος τούς κυνηγούσαν 
      στριγγλίζοντας, την Ουώλ Στρητ κατεβαίνοντας 
      στριγγλίζοντας, κι ενώ το φέρρυ γιά το Στάτεν 
      στρίγγλιζε επίσης,
που έσπασαν κλαίγοντας σε λευκά γυμναστήρια γυμνοί 
      καί τρέμοντας μπροστά στις μηχανές άλλων 
      σκελετών,
που δάγκωσαν ντέτεκτιβς στο σβέρκο και τσίριζαν 
      καταγοητευμένοι σε αστυνομικά εκατό μια και κανένα 
      έγκλημα δεν είχαν διαπράξει παρά μονάχα τη δική 
      τους άγρια παιδεραστία καί μέθη,
που ούρλιαζαν πεσμένοι στα γόνατα στον υπόγειο και 
      σύρθηκαν έξω απο τήν οροφή ανεμίζοντας χειρόγραφα 
      και γεννητικά όργανα,
που αφέθηκαν να γαμηθούν από πίσω απο άγιους μοτοσυκλετιστές 
      κι αλάλαζαν από χαρά,
που κάνανε τσιμπούκι μ’ αύτά τ’ άνθρώπινα σεραφείμ, 
      τους ναύτες, χάδια του  Ατλαντικού κι αγάπες της
      Καραϊβικής,
που ξεφάντωναν πρωί και βράδι στούς ροδόκηπους και
      στο γρασίδι των δημοσίων πάρκων καί κοιμητηρίων 
      σκορπίζοντας με άπλοχεριά το σπέρμα τους σ’ όποιον κι αν ήθελε,
που είχαν αδιάκοπο λόξυγγα θέλοντας να χαχανίσουν και
      τέλειωσαν μ’ ένα λυγμό πίσω από ένα χώρισμα σ’ ένα χαμάμ 
      όταν ο ξανθός και γυμνός άγγελος ήρθε να 
      τούς καρφώσει μ’ ένα ξίφος,
που χάσανε τ’ άγόρια τους στις τρεις γριές στρίγγλες 
      της μοίρας τη μονόφθαλμη τη στρίγγλα του ετεροφυλόφιλου
      δολλάριου τη μονόφθαλμη τη στρίγγλα
      που κλείνει το μάτι έξω απ’ τη μήτρα καί τη μονόφθαλμη 
      τη στρίγγλα που δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’
      το να κάθεται στον πισινό της και να ψαλιδίζει τις
      χρυσές κλωστές της διανόησης στον αργαλειό του τεχνίτη,
που ζευγαρώθηκαν εκστατικοί κι ακόρεστοι μ’ ένα μπουκάλι 
      μπύρα μια αγαπούλα ένα πακέτο τσιγάρα ένα
      κερί καί πέσαν κάτω απ’ το κρεβάτι και συνεχίσανε
     στο πάτωμα και έξω στο διάδρομο καί τέλειωσαν 
     λιγοθυμώντας με το όραμα του απόλυτου μουνιού και
     σπέρμα που ξέφυγε από το τελευταίο παίξιμο της 
     συνείδησης,
που γλύκαναν το πράμα εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
     στο δειλινό και είχαν μάτια κόκκινα το πρωί, 
     πρόθυμοι όμως νά γλυκάνουν το πράμα της ανατολής, 
     αστράφτοντας οπίσθια στους σιτοβολώνες και 
     γυμνοί στη λίμνη,
που σάρωσαν το Κολοράντο πορνοκοπώντας με μυριάδες 
     κλεμμένα αύτοκίνητα τής νύχτας, Νήλ Κάσσαντυ,
     κρυφός ήρως αύτών των ποιημάτων, ψωλαράς και
     Άδωνις του Ντένβερ — χαρά στ’ αμέτρητα γαμίσια του 
     με κορίτσια σε χορταριασμένα οικόπεδα κι αυλές,
     σε ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες κινηματογράφων, σε 
     βουνοκορφές σε σπήλαια, με χτικιάρες γκαρσόνες στ’
     ανασηκωμένα μεσοφούστανα των κρασπέδων των 
     εθνικών οδών, κυρίως δε σε μυστικούς σολιψισμούς 
     ουρητηρίων βενζινάδικων, και σε σοκάκια έπίσης,
που σβήσαν σαν εικόνες σε απέραντες βρωμερές ταινίες, 
     μετακινήθηκαν στο όνειρο, ξύπνησαν σ’ ένα απροσδόκητο 
     Μανχάτταν, σύρθηκαν έξω απ’ τά υπόγεια με
     πονοκέφαλο απ’ το άσπλαχνο Τοκαίυ και τους τρόμους
     των σιδηρών ονείρων της Τρίτης Λεωφόρου και
     τράβηξαν παραπατώντας γιά το γραφείο ανεργίας,
που περπατήσανε όλη νύχτα με τα παπούτσια τους 
     γεμάτα αίμα στις χιονισμένες αποβάθρες παραμονεύοντας 
     μια πόρτα του Ήστ Ρίβερ να ανοίξει σ’ ένα δωμάτιο 
     γεμάτο όπιο και αχνούς, 
που δημιούργησαν μεγάλα αυτοκτονικά δράματα στις 
     πολυκατοικιούμενες απόκρημνες όχθες του Χάντσον 
     κάτω απο τον γαλάζιο αντιαεροπορικο προβολέα της 
     σελήνης, και τα κεφάλια τους θά στεφανωθούν με
     δάφνη εις αιωνίαν λήθην,
που φάγανε το αρνάκι ραγού της φαντασίας ή χωνέψανε 
     τον κάβουρα στο λασπώδη πυθμένα των ποταμών
     του Μπάουερυ,
που κλάψανε για το ρομάντσο των δρόμων με το κάρο 
      τους γεμάτο κρεμμύδια καί κακή μουσική, 
που κάθησαν σε παράγκες ανασαίνοντας στο σκοτάδι
     κάτω απ’ τη γέφυρα και σηκωθήκαν για να στήσουν 
     κλαβεσέν στίς σοφίτες τους,
που βήχανε στον έκτο όροφο του Χάρλεμ στεφανωμένοι 
    με φλόγα κάτω από το φυματικο ουρανό πλαισιωμένοι
    από καφάσια θεολογίας, 
που ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολλάροντας 
    ανυπέρβλητες επωδές που στο κίτρινο πρωινό ήσαν στροφές 
    ασυναρτησιών,
που μαγειρέψαν σάπια ζώα πλεμόνια καρδιές πόδια ουρές 
    μπορστ και τορτίγιες κάνοντας όνειρα για το αγνό 
    βασίλειο των φυτών,
που χωθήκανε κάτω άπο φορτηγά-ψυγεία κρεάτων ψάχνοντας
    για ένα αυγό,
που πέταξαν τά ρολόγια τους απ’ την ταράτσα για να 
    ρίξουν την ψήφο τους υπέρ της Αιωνιότητας έξω 
    απ’ το Χρόνο, και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα 
    κεφάλια τους καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία, 
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς, 
    το πήρανε απόφαση κι αναγκάστηκαν ν’ ανοίξουν 
    μαγαζιά με αντίκες όπου νοιώθαν πως γέρνουν,
    και κλαίγανε,
που κάηκαν ζωντανοί με τα αθώα φανελλένια τους 
    κουστούμια στη Λεωφόρο Μάντισον ανάμεσα σ’ εκρήξεις 
    μολυβένιου στίχου καί φουλαρισμένου σαματά 
    των σιδηρών συνταγμάτων της μόδας καί νιτρογλυκερινικών 
    κραυγών των νεράιδων της διαφήμισης και
    μουσταρδικού αερίου των απαισίων διανοουμένων εκδοτών,
    ή πατηθήκανε απο τά μεθυσμένα ταξί της 
    Απολύτου Πραγματικότητος,
που πήδηξαν από τή γέφυρα του Μπρούκλιν αυτό πράγματι, 
    συνέβη και χαθήκανε άγνωστοι και ξεχασμένοι 
    στη φασματική ζάλη τών παρόδων της Τσάιναταουν, 
    κι ούτε τούς κέρασαν μια μπύρα,
που τραγουδούσαν απ’ τα ανοιχτά παράθυρά τους 
    απελπισμένοι, έπεσαν από το παράθυρο του μετρό στον 
    βρώμικο Πασσάικ, ρίχτηκαν σε νέγρους, κλαίγανε 
    στους δρόμους, χόρεψαν ξυπόλυτοι πάνω σέ κρασοπότηρα 
    σπασμένα πίττα στο μεθύσι δίσκους γραμμοφώνου
    νοσταλγικής γερμανικής τζαζ του ’30, τέλειωσαν 
    το ουίσκυ καί ξέρασαν μέ ρόχθο στη ματωμένη 
    τουαλέττα, μέ βογγητά στα αυτιά τους καί συριγμούς 
    κολοσσιαίων σειρήνων,
που κουτρουβάλησαν στις λεωφόρους του παρελθόντος 
    ταξιδεύοντας ο ένας στου άλλου το Γολγοθά της αγρύπνιας 
    και της μοναξιάς ή στην ενσάρκωση της 
    τζάζ του Μπίρμινχαμ,
που διασχίσανε τη χώρα απ’ τόνα άκρο στο άλλο σ’ έβδομηνταδύο 
    ώρες για να δουν αν εγώ είχα ένα όραμα ή 
    εσύ είχες ένα όραμα ή αυτός είχε ένα όραμα, για να 
    βρουν την Αιωνιότητα,
που ταξίδεψαν στο Ντένβερ, που πέθαναν στο Ντένβερ, 
     που ξαναγύρισαν στο Ντένβερ και περίμεναν ματαίως,
     που αγνάντευαν στο Ντένβερ καί στοχάζονταν και
     μονάζανε στο Ντένβερ και τελικά εφύγανε για να
     ανακαλύψουν το Χρόνο, και το Ντένβερ νοσταλγεί τώρα 
     τους ήρωές του,
που πέσανε στα γόνατα σ’ απελπισμένες εκκλησιές και
     προσευχήθηκαν ο ένας για του άλλου τη σωτηρία
     και τη φώτιση και τις καρδιές, ώσπου η ψυχή 
     φώτισε τα μαλλιά της μια στιγμή,
που σπάσαν το κεφάλι τους στις φυλακές καρτερώντας 
     απίθανους εγκληματίες με χρυσά κεφάλια και τη 
     γοητεία της πραγματικότητας στις καρδιές που 
     τραγουδούσαν γλυκά μπλούζ στο Αλκατράζ, 
που αποσύρθηκαν στο Μεξικό για να καλλιεργήσουν μια
     συνήθεια, ή στα Βραχώδη Όρη στον τρυφερό Βούδδα 
     ή στην Ταγγέρη στ’ αγόρια ή στο Νότιο Ειρηνικό στη
     μαύρη λοκομοτίβα ή στο Χάρβαρντ στον Νάρκισσο 
     στο Γούντλων στη γιρλάντα από μαργαρίτες ή στον 
     τάφο,
που αξίωσαν δίκες πνευματικής υγείας κατηγορώντας το 
     ραδιόφωνο για υπνωτισμό και απόμειναν με τη δική 
     τους τρέλα κα τα χέρια τους κι ένα δίβουλο 
     δικαστήριο,
που πέταξαν κλούβια αυγά στους ομιλητές περί
     Ντανταϊσμού στο Κολλέγιο της Νέας Υόρκης και μετά 
     παρουσιάστηκαν στα γρανιτένια σκαλοπάτια του
     τρελοκομείου με ξυρισμένα κεφάλια γλωσσοκοπανώντας 
     αυτοκτονίες και άπαιτώντας άμεσο λοβοτομία, 
και που τούς δόθηκε αντί γι’ αυτό το συμπαγές κενό της 
      ινσουλίνης του μετρασόλ τού ήλεκτροσοκ της υδροθεραπείας
       ψυχοθεραπείας εργασιοθεραπείας πινγκ- πονγκ 
       και αμνησίας,
που αναποδογύρισαν ένα μονάχα συμβολικό τραπέζι του 
      πινγκ-πονγκ, κακόγουστη διαμαρτυρία, και ξεκουράστηκαν
      γιά λίγο στήν κατατονία,
και γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί άλλά
      με μια ματωμένη περούκα, και τα δάκρυα και τα δάχτυλα, 
      στην ολοφάνερη καταδίκη της τρέλας των θαλάμων 
      των τρελοπόλεων των Ανατολικών Πολιτειών, 
στα δυσώδη δωμάτια του Πίλγκριμ και του Ρόκλαντ και 
      του Γκρέυστοουν, λογομαχώντας με τους αντίλαλους 
      της ψυχής, χορεύοντας ροκ στις μεσονύχτιες παντέρημες 
      εκτάσεις της αγάπης, ένα όνειρο ζωής ένας 
      βραχνάς, σώματα που γινήκαν πέτρα βαρειά σαν το
      φεγγάρι,
με τη μάνα τελικά……, και το τελευταίο φανταστικό
      βιβλίο πεταμένο έξω απ’ το παράθυρο, και την
      τελευταία πόρτα που έκλεισε στις 4 το πρωί και το 
      τελευταίο τηλέφωνο που βρόντηξε στον τοίχο αντί 
      απαντήσεως και το τελευταίο επιπλωμένο δωμάτιο 
      που άδειασε μέχρι το τελευταίο κομμάτι πνευματικής 
      επίπλωσης, κι ένα κίτρινο χάρτινο τριαντάφυλλο
      καρφωμένο στην κρεμάστρα στη ντουλάπα, 
     φανταστικό κι αυτό ακόμη, τίποτα πέρα από ένα 
     ελπιδοφόρο κομματάκι παραισθήσεως —
Ω Κάρλ, όσο δέν είσαι ασφαλής δεν είμαι ασφαλής, και
     τώρα είσαι στ’ αλήθεια μέσα στην απόλυτη 
     μπουγιαμπέσσα του χρόνου —
και πού γι’ αυτό ετρέχανε στους παγωμένους δρόμους 
     δαιμονισμένοι απο μια ξαφνική αστραπή της αλχημείας 
     της χρήσης της έλλειψης του καταλόγου
     του μεταβλητού μέτρου και του παλμικού επιπέδου, 
που ονειρεύονταν και επιχειρούσαν ένσαρκα χάσματα στο 
     Χώρο και το Χρόνο μες από αντικρυστές εικόνες, και 
     παγίδευαν τον αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σέ 2
     οπτικές εικόνες και δένανε τα στοιχειώδη ρήματα και 
     βάζανε μαζί το ουσιαστικό και την παύλα της συνείδησης 
     πηδώντας μέ την αίσθηση του Pater Omnipotens Aeterna Deus
για ν’ αναγεννήσει τη σύνταξη και το μέτρο του φτωχού 
     ανθρώπινου πεζού λόγου και να σταθεί μπροστά σας
     αμίλητος και νοήμων και τρέμοντας από ντροπή, 
     απορριμένος κι όμως ανοίγοντας την ψυχή για να 
     ομονοήσει με το ρυθμό της σκέψης μες στο γυμνό
     κι απέραντο κεφάλι,
ο τρελός το ρεμάλι κι άγγελος μπήτ στο Χρόνο, άγνωστος,
     κι όμως καταγράφοντας εδώ αυτά πού θ’ απομείνουν 
     για να ειπωθούν σε καιρούς μετά το θάνατο,
     γι’ αυτούς
που υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα φασματικά ρούχα 
     της τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και 
     τραγούδησαν τό βάσανο γι’ αγάπη του γυμνού 
     αμερικάνικου μυαλού με μια ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί
     σαξοφωνική κραυγή που ανατρίχιασε τις πόλεις 
     μέχρι το τελευταίο ραδιόφωνο
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη 
     και πεταμένη έξω απ’ τα κορμιά τους καλή για
     φάγωμα για χίλια χρόνια.


                                                  ΙΙ

Ποια σφίγγα τσιμέντου και αλουμίνιου έσπασε τα κρανία 
     τους και καταβρόχθισε τα μυαλά και τη φαντασία 
     τους;
Μολώχ! Μοναξιά! Βρωμιά! Ασχήμια! Σκουπιδοτενεκέδες
     κι απρόσιτα δολλάρια! Παιδιά που τσιρίζουν
     κάτω απ’ τις σκάλες! Αγόρια που κλαίνε μ’ αναφυλλητά 
     στους στρατούς! Γέροι που κλαψουρίζουν 
      στα πάρκα!
Μολώχ! Μολώχ! Εφιάλτης του Μολώχ! Μολώχ ο χωρίς
     αγάπη καμμιά! Μολώχ του μυαλού! Μολώχ ο 
      στυγνός κριτής των ανθρώπων!
Μολώχ η ακατανόητη φυλακή! Μολώχ το νεκροκέφαλο 
      άψυχο κάτεργο και Κογκρέσσο των θλίψεων! 
      Μολώχ των κτιρίων τής κρίσεως! Μολώχ ο θεόρατος 
      λίθος του πολέμου! Μολώχ οι αποσβολωμένες κυβερνήσεις !
Μολώχ με τ’ ατόφιο μυαλό μηχανής! Μολώχ που στις 
      φλέβες σου τρέχει ρευστό! Μολώχ με τα δάχτυλα 
      δέκα στρατιών! Μολώχ με ανθρωποφάγο στήθος 
      δυναμό! Μολώχ με τ’ αυτί που καπνίζει σαν τάφος!
Μολώχ με τα μάτια χιλιάδων παραθύρων τυφλών! 
      Μολώχ των ουρανοξυστών στη σειρά καθισμένων στους 
      απέραντους δρόμους σαν Ιεχωβάδες! Μολώχ εργοστασίων 
      που κρώζουν στο πούσι κι ονειρεύονται!
      Μολώχ καμινάδων κι αντέννων πού στέφουν τις 
       πόλεις!
Μολώχ με αγάπη απέραντη πετρελαίου και πέτρας! 
      Μολώχ με ψυχή τραπεζών κι ηλεκτρικής ενεργείας! 
      Μολώχ που η φτώχεια σου είναι το φάσμα της μεγαλοφυίας!
      Μολώχ που η μοίρα σου είναι ένα σύννεφο
      αφύλου υδρογόνου! Μολώχ που τ’ όνομά σου είναι Νους!
Μολώχ που μέσα σου νοιώθω μονάχος! Μολώχ που μέσα
      σου ονειρεύομαι αγγέλους! Τρελός στο Μολώχ! 
      Πούστης στο Μολώχ! Χωρίς αγάπη, χωρίς φίλο στο 
      Μολώχ!
Μολώχ που μπήκες στην ψυχή μου νωρίς! Μολώχ που
     μέσα σου είμαι χωρίς σώμα συνείδηση! Μολώχ που
      μέ τρόμαξες πάνω στή φυσική μου έκσταση ! Μολώχ 
      που σ’ εγκαταλείπω! Ξυπνώ στο Μολώχ! Φώς 
      κατεβαίνει από τον ούρανό!
Μολώχ! Μολώχ! Ρομπότ διαμερίσματα! άόρατα προάστια!
     σκελετώδη θησαυροφυλάκια! τυφλές πρωτεύουσες!
     δαιμονικές βιομηχανίες! φασματικά έθνη! άήττητα 
     τρελοκομεία! γρανιτώδεις ψωλές! Τερατώδεις
     μπόμπες!
Σπάσαν τις ράχες τους σηκώνοντας το Μολώχ στον
      Ουρανό! Πεζοδρόμια, δέντρα, ραδιόφωνα, τόννοι! Την
      πόλη σηκώνοντας στον Ουρανό που υπάρχει παντού 
      τριγύρω μας!
Οράματα! οιωνοί! παραισθήσεις! θαύματα! Εκστάσεις!
     τα πήρε τ’ αμερικάνικο ποτάμι!
Όνειρα! λατρείες ! φωτοχυσίες! θρησκείες! ολόκληρη ή
     μαούνα φορτωμένη ευαίσθητο σκατό!
Ρήξεις! πάνω απ’ το ποτάμι! υστερίες καί σταυρώσεις! 
     κάτω με το ρέμα! Ευφορίες! Θεοφάνειες! Απελπισίες!
     Δέκα χρόνια ζωώδεις κραυγές κι αυτοκτονίες!
     Μυαλά! Αγάπες νέες! Παλαβή γενιά! κάτω στά 
     βράχια του Χρόνου!
Αληθινό άγιο γέλιο στο ποτάμι! Τα είδαν όλα! τ’ άγρια 
      μάτια! τ’ άγια αλυχτήματα! Είπαν αντίο! Πήδηξαν
      απ’ τη στέγη! στη μοναξιά! κουνώντας τα χέρια! 
      κρατώντας λουλούδια! Κάτω στο ποτάμι! κάτω στο 
      δρόμο!


                                              ΙΙΙ

Κάρλ Σόλομον! Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ 
      όπου πιο τρελός είσαι από μένα 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      όπου πρέπει να νοιώθεις πολύ παράξενα 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      όπου μιμείσαι τη σκιά της μάνας μου 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      όπου σκότωσες τις δώδεκα γραμματείς σου 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου γελάς με τούτο τ’ αόρατο χιούμορ 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      όπου είμαστε μεγάλοι συγγραφείς στην ίδια φοβερή 
      γραφομηχανή
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
       όπου η κατάστασή σου είναι σοβαρή και τη λεν στο 
       ραδιόφωνο
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
       όπου οι κρανιακές λειτουργίες δεν δέχονται πια τ
       τα σκουλήκια των αισθήσεων 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
       όπου πίνεις το τσάι απ’ τα στήθια των γεροντοκόρων
      της Γιούτικα
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      όπου λογοπαικτείς πάνω στα σώματα των νοσοκόμων 
     σου τις στρίγγλες του Μπρόνξ
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου ουρλιάζεις μες στο ζουρλομανδύα πως χάνεις 
     το παιχνίδι στο πραγματικό πινγκ-πονγκ 
     της αβύσσου
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου βροντάς στο κατατονικό πιάνο πως η ψυχή είναι
     αθώα και αθάνατη ποτέ δεν πρέπει να πεθαίνει
     βάναυσα σ’ ένα στρατοκρατούμενο τρελάδικο 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου πενήντα ακόμη σοκ κι η ψυχή σου δεν θα ξαναγυρίσει
     στο σώμα της απ’ το προσκύνημά της σ’ ενα
     σταυρό στο κενό 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου κατηγορείς τους γιατρούς σου για φρενοβλάβεια 
     καί καταστρώνεις την εβραϊκή σοσιαλιστική επανάσταση 
     ενάντια στο φασιστικό εθνικό γολγοθά 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου θα σχίσεις στα δυο τον ουρανό της Λονγκ ’Αιλαντ 
     και θ’ αναστήσεις τον ζωντανό σου ανθρώπινο 
     Ιησού απ’ τον υπερανθρώπινο τάφο 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου υπάρχουν εικοσιπέντε χιλιάδες τρελοί σύντροφοι 
     όλοι μαζί τραγουδώντας τις τελευταίες στροφές της
     Διεθνούς
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
     όπου σφιχταγκαλιάζουμε και φιλούμε κάτω απ’ τα 
     σεντόνια τις Ηνωμένες Πολιτείες τις Ηνωμένες 
     Πολιτείες που βήχουν όλη νύχτα και δεν θα μας 
     αφήσουνε να κοιμηθούμε 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      όπου ξυπνάμε από το κώμα ηλεκτρισμένοι απ’ τα 
      αεροπλάνα των ψυχών μας που σουρίζουν πάνω απ’
      τη στέγη ήρθαν να ρίξουν τις αγγελικές τους μπόμπες 
      το νοσοκομείο καταυγάζεται στο φως φανταστικοί
      τοίχοι γκρεμίζονται Ω κοκκαλιάρες λεγεώνες 
      ορμάτε έξω Ω αστερόεσσα καταπληξία του ελέους ο
       αιώνιος πόλεμος είναι εδώ  Ω νίκη ξέχασε τα 
      εσώρουχά σου είμαστε ελεύθεροι 
Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
      στα όνειρά μου περπατάς στάζοντας από θαλάσσιο 
      ταξίδι πέρα για πέρα στην εθνική οδό που ζώνει την
      Αμερική μέ δάκρυα ως την πόρτα του σπιτιού μου 
      στη Δυτική νύχτα.

Μετάφραση: Άρης Μπερλής

Άλεν Γκίνσμπεργκ
Άλεν Γκίνσμπεργκ (1926 - 1997)

αμερικανός ποιητής, από τις κορυφαίες προσωπικότητες που ανέδειξε το κίνημα των «Μπιτ» τη δεκαετία του 1950. («Ουρλιαχτό»)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ