Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας
βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι άγρια μίση
να κλάψω μπρος σ’ το αίμόφυρτο κορμί τής πλέον ωραίας
ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο άνθοβολήσει.
Τής Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου
πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες!
πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στό δικό σου:
δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι οί Σταυρωτήδες.
Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας καί του φτόνου·
κι όμως η δόξα σου άσπιλη μέσ’ των θνητών τό γένος:
Είσαι, δέν είσαι γυιός Θεού, μα είσαι ό Θεός του πόνου!...