Ένα ρολόι χαλασμένο που έζησες πολύν καιρό μαζί του
έχει κάτι απ’ την αναπνοή μιας ετοιμόρροπης γριάς γυναίκας
μιας εποχής σαν την καρφίτσα που προχωρεί μέσα στο δέρμα
κι ύστερα τρέχει στα νεύρα καί τα κόκαλα
μες στις αράχνες των ιστών, στην πύλη του ήπατος —
ώσπου στό τέλος φτάνει και μες στο λάκκο της σφαγής
στους δρόμους κίνηση, πυροτεχνήματα, καφενεία υπαίθρια
μ’ εμφιαλωμένα νερά και σόδες και ταχυδακτυλουργούς
όλα θυμίζουν Άνοιξη μέσα σέ πόλεμο ή λίγο πριν απ’ την επιδρομή
κάποιας μεγάλης επιδημίας του Μεσαίωνα.
Κι αυτός ο χρόνος παλαιός απών.
Θα σ’ επισκέπτεται μόνο κάθε ξημέρωμα σαν τις προλήψεις ενός άτυχου
χαρτοπαίκτη
για νά σ’ αφήσει προς το βράδυ λες και πως παίζει σε μια παράσταση
ή κυνηγάει την τύχη του με τις προβλέψεις μιας μάγισσας
ή μ’ ένα πάθος που έχουν οι ερασιτέχνες αναγνώστες
να βρουν μια πρόταση για να δικαιωθούνε.
Αυτός ο χρόνος θα σ’ εξαντλεί, θα σέ γεμίζει σαν μπαταρία —
η ώρα εφτά το πρωί σού δίνει για λίγο τον ύπνο.
Μετά ξαναδιαβάζεις τους Αρχαίους.
Σήμερα κιόλας το ρολόι θα πάει στο μάστορα.