Το υπό του κόσμου ξεγελάει
Και ότι το σ’ αγαπώ υπόσχεται ζωή
Υπό τον κόσμο λεν πως απολήγουνε οι μελανές αφές
και πάλι από κει ορμώνται δαίμονες
τα πάθη του κακού
κρύφια τάχα τρυπώνουνε σε λέξεις τρυφερές
και την ευφρόνη εμπαίζουνε και την ψυχή
— την σύλληψη τού κόσμου
Κοίταξε όμως
Βγαίνουν ημέρα τά φαντάσματα των ξεχασμένων
λόγων σε λέξεις που εκστομίζονται
στις συλλαβές τους παρεισφρέουν και σαν
εικόνες κατακλύζουν σαν παρόν μιλούν
πως έζησα
Γι’ αυτό λέω καί ζω.
Σε καταρράκτες ηδονών
και με κυκλώνες αισθημάτων πως επάλεψα
πως επροκάλεσα τίς πράξεις Και βρέφη νεογέννητα
αυτές που με παρέσυραν κινήσεις ένυλες
με άσματα θριαμβικά με ύψωσαν
— γι’ αυτό απελπισμένα
την άβυσσο εκοίταξα αιώνες ώσπου
η άβυσσος να με καταδεχτεί να βυθιστεί
στον μυελό της γλώσσας μου η βοή της
το μάτι της να στρέψει προς το μέρος μου
παράφορα ν’ αγαπηθούν των οφθαλμών οι κόρες
ν’ αρμόσουν εφαρμόζοντας ν’ αγαπηθούν
Σαν σώματα κορμιά σε πράξη ερωτική
που και με θάνατον ομοίασαν
Να μαγνητίσω εκατόρθωσα τον σκοτεινό θυμό
ώστε στο κέντρο του ακριβώς να με τραβήξει
μια συλλαβή τον ήχο του έλκυσα σαν λώρο
και ομφαλός εσύρθηκε ακούστηκε σαν λόγος
ο γδούπος της ψυχής όταν παραδινόταν Όχι
Των αισθημάτων δεν επέζησα
— Γι’ αυτό λέω και ζω.
Όμως τα κοίταξα
Όπως εβούλιαζα και με συνέθλιβαν
Τα είδα.
Κάλβεια και αγέρωχα με παίρνουνε
Με σήκωσαν Πηγαίνουν