Σήμερα απόξω απ' τα παράθυρά μου,
λες κι άνοιξε μια πελωρία αυλαία,
και πρόβαλεν η Άνοιξη μπροστά μου,
με τόσο φως, που εσπάραξ' η καρδιά μου,
σα νάτανε για μένα η τελευταία...
Της μυγδαλιάς το πάλλευκο ανθοκλώνι,
καημός κι αυτό μου γίνεται τ' ωραίο.
Φράζω τ' αυτιά να μη γροικώ τ' αηδόνι,
που το κελάιδισμα του με πληγώνει,
σα νάτανε για με το τελευταίο.
Στα μάτια την ψυχή μου έχω ανεβάσει,
μα όλα γι αυτήν αχνά και φευγαλέα.
Ένα προς ένα τ' άνθια που έχω μάσει,
στα βάζα ευλαβικά τάχω ταιριάσει,
σα νάτανε μια πράξη τελευταία.
Σήμερα, με το φως, και με τ' αγέρι,
τα ρόδα, τα πουλιά, μ' όλα τα ωραία
που η Άνοιξη η γελούμενη προσφέρει,
χαιρετισμό μου στέλνει κάποιο χέρι,
πικρή χαρά για με, και τελευταία...