Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Mεs απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ’ τη ματιά κι’ από τα δάχτυλά μου
της Hδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι απάνω του - μεθυστικό πιοτό -
χυμένο το αλαβάστρινο μου σώμα..
Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα
Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές,
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
Δάκρυα δε θέλω· δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.
Ω! τι με νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.