Εδώ ’ναι, εδώ ’ναι, επλάκωσε·
γυναίκες, μαζωχτήτε
ομπρός, συναπαντήστε τη,
ομπρός, ναν τη δεχτήτε.
Να, να ’ρχεται η γλυκιά Άνοιξη
λουλουδοστολισμένη,
απάνου σ' ένα γάϊδαρο
αντρίκια καθισμένη.
Κι οπίσωθέ της τρέχουνε
κοπάδια γκαριστάδες,
όλοι ζουρλοί από το αίσθημα,
όλοι ζεστοί εραστάδες.
Κλοτσούν τετραποδίζοντες
και κλαίνε οχ τη χαρά τους,
και ζωντανή στα μάτια τους
θωρείς τη βουρλισιά τους.
Και ολόθερμα γκαρίζοντας
τσι χάρες της πολληώρα,
τη φέρνουνε ολοτρίγυρα
ναν τήνε ιδή όλ' η χώρα.
Και αυτή στο δρόμο ερχόμενη,
φυσώντας αέρα χλιόνε,
γιομίζει ζέστα απάντεχα
τσι πόρτες του σπιτιώνε.
Ώστε καψιώνει η νιόνυφη
στο χλιούτσικο αγεράκι,
κ' ενδύεται αλαφρότερο
λινό φορεματάρι.
Και βγαίνει και δροσίζεται,
και βλέπεις το αίσθημά της,
που ακούει ναν της εδρόσισε
ο αέρας την καρδιά της.
Αχ! Άνοιξη, γλυκιά Άνοιξη!
συντρόφισσα του νιώνε,
ίστρε κοινέ εξεχώριστα
σερνικοθηλυκώνε!
Αν εσύ τώρα εγύριζες
κι αλλού τα βήματά σου,
πόσους στον κάμπο ακόλουθους
ήθελε ιδής κοντά σου!
Ναι, κι ήθε ιδής που οι γέροντες
σα δε μπορούν να ελθούνε,
μένουν οπίσω, κι άδικα
τους νιους κατηγορούνε.
Και δε θυμώντ' όσα έκαναν
κι εκείνοι στον καιρό τους,
όντις ακούανε δύναμες
ζεστές εις τον εαυτό τους.
Μα έτσ' είν'… τώρα ας τ' αφήσωμε.
Να, ιδέτε τι κακό,
χωριατοπούλες όμορφες
που κάνουνε χορό.