Αν ωνειρεύθης άγγελον ποτέ μελαγχολίας
Αν ν’ατενίσης οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος,
Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωϊνής πλειάδος,
Ε κ ε ί ν η φέρει την μορφήν αυτής της οπτασίας.
Γελά και παίζει μ’ όνειρα του λυκαυγούς ακόμα,
Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας,
Εάν την βάφη μαγική βαφή μελαγχολίας
Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα.
Λούουν το ρόδον της αυγής αι πρωϊναί ακτίνες
Όπου η μάγισσ’ άνοιξις την νύκτα το υφαίνει
Ιδού πλην ο μεσημβρινός κ’ εξαίφνης το μαραίνει·
Μον’αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες.
Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας
Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης
Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,
Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.