Μικρή ωδή στον Κώστα Δαβουρλή

(Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΥΜΠΑΙΚΤΗΣ)

Είχε νυχτώσει. Με βροχή και ψύχρα. Μονάχος να κοιτάζει από το παράθυρο τα φώτα, την κίνηση του δρόμου. (…) Πήρε μολύβι και χαρτί, κάθισε στο τραπεζάκι μ’ ένα ποτήρι γεμάτο κονιάκ μπροστά του κι άρχισε το ποίημα:

«Ο μαύρος Πρίγκηπας κρέμασε νωρίς τα παπούτσια του.
Στων ιαχών τη μάντρα έστησε το τσαντίρι του.
Με σέντρες και φαρμακερά βολέ προς την εστία
του ουρανού
τα δίχτυα αυτά τα μάταια του κόσμου
ξετινάζοντας.
Με την αίγλη και την σκοτεινή γοητεία των άσων
έφυγε
ο τσιγγάνος των γηπέδων.
Καραβάνια τα όνειρά του, πληγή και γιασεμί,
ταξιδεύουν».

Ρούφηξε δυο γουλιές. (…) Συνέχισε να γράφει:

«Έκανε το ζεϊμπέκικο λουλούδι της ζωής,
πάσα του έρωτα σε ξεχασμένα ακρογιάλια.
Η φωνή του, κλωνί της μοίρας, μοσχομύριζε:
ρίχνομαι στη φωτιά σου, αγάπη, καίγομαι
κούτσουρο μαύρο από ελιά,
φυτρώνω κάρβουνο στα μάτια σου- και
λαμπαδιάζω!»

Η βροχή δυνάμωνε.(…) Η ιστορία γράφτηκε στην ούγια της ζωής και τώρα κένταγε ψιλοβελονιά τη θύμηση:

«Τι παίχτης!
Φλέβα μπολιασμένη της ιδιοφυίας το άρωμα,
χαρμάνι Πούλη και Δαρίβα,
τι σουτ ευθύβολο και τι κοφτή
η τρίπλα σου,
με ένα στον αέρα στοπ πιο χάρμα από
του Μίμη Παπαϊωάννου!».
(…) Κύματα ρεμπέτικου τον άρπαξαν στη δίνη τους – κι ο Κώστας εκεί,
στις στροφές του, στρόβιλος αναπάντεχος στη μέθεξη πανάρχαιου έρωτα, φλέβα αστείρευτη, τέταρτος άσος στο μανίκι της ζωής:

«Μαργαριτάρι της αλάνας και της νύχτας
στις βόλτες του ζωγράφιζε:
αίμα ζεστό μου
στα χείλη σου Χριστός αναστημένος,
τζάμι σπασμένο ο ήλιος της αγάπης, κόβεσαι,
νυχτώνει άβυσσος ο φόβος, χάνεσαι».

Και ξανά στα παζάρια του χρόνου. Στις θύελλες των διαδρόμων. Πρόεδροι και παράγοντες, προπονητές και βοηθοί, γιατροί και παρατηρητές, μπουμπούκια και τακίμια ενός κόσμου παράξενου και συναρπαστικού – και πάνω απ’ όλους αυτός, χαμένος στις λεωφόρους των πανζουρλισμών:

«Ελάφι απάνω στη γραμμή του αράουτ
ξεγένναγε τη σιωπή του πλήθους
σε κραυγή,
σε ποιον γκολκίπερ της αβύσσου σκοράρει από
φάουλ με χτύπημα μπανάνας,
ποιο μπακ αδειάζει με μια κίνηση
της μέσης;».

Η καρδιά του είχε γίνει στάχτη στα φρύγανα της λύπης. (…) Ναυάγιο
βαθύ τον έπνιγε, καπνός πυκνός, χτικιάρης, σκέπαζε τον πέρα από τα μάτια της ψυχής κόσμο.

Ο Κώστας είχε ταξιδέψει:
«Με πάθος ταριχεύοντας
τους βοστρύχους των καημών του,
με τ’ άλογά του κίτρινα
από τα ξανθά χαμόγελα
των Αγγέλων.
Ποια επινόηση τρελή της τεχνικής του
περνάει την μπάλα από την τρύπα του Άδη,
ποια με φάλτσο διαγώνια πάσα του
βγάζει τον μύθο του αμαρκάριστο
στη φάκα της μνήμης;»

Σκούπισε την πίκρα των ματιών του. Γνώριζε πια. (…) Είδε στο πάνθεο των άσων και τους μίλησε:

«Βασίλη Μποτίνο, Μίμη Δομάζο,
Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Βασίλη Χατζηπαναγή,
κι εσύ, Βασίλη Καραπιάλη,
μην ψάχνετε.
Ρωτήστε
Θέμη Μουστακλή και Αριστείδη, εκεί ψηλά,
στα αποδυτήρια του απείρου,
το μαύρο μας διαμάντι
άλιωτη γαλαζόπετρα, αιώνιο δρολάπι
-αιωρείται.
Κι όταν κοιτάει τη θάλασσα, ταράζει το βυθό της,
όταν κοιτάει τα σύννεφα, πέφτει βροχή φαρμάκι».

Κι έκλεισε τα χαρτιά και την ψυχή του
στο καβούκι τους.

Θανάσης Βενέτης
Θανάσης Βενέτης (1936 - 2014)

έλληνας ποιητής και λογοτεχνικός κριτικός.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ